Thursday, April 19, 2007

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ:
ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

Λίγα θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στο πυκνό και μεστό άρθρο του Δρα κ. Ν. Πετρουλάκη «Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού» (Χ.Ν., 17/11/2006), μέσα από το οποίο κατέστη σαφές ότι κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες συντελέστηκε μια γόνιμη και ουσιαστική συνδιαλλαγή μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα και αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από τα ίδια τα πατερικά κείμενα. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι για να ανασχεθούν και να ελαττωθούν πραγματικά η προκατάληψη και η δυσπιστία με τα οποία αντιμετωπίζεται πάντοτε το ζήτημα των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού, πρέπει να γίνουν μερικές επιπλέον παρατηρήσεις και επισημάνσεις, με τις οποίες μπορούν να αναθεωρηθούν οι φαινομενικά ακράδαντες παραδοχές του σύγχρονου κόσμου για τις σχέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού που οδηγούν στη δυσπιστία και την προκατάληψη.
Το ζήτημα των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού αντιμετωπίζεται συνήθως με έναν αξιοπρόσεκτο και αρκετά σπάνιο κομφορμισμό. Όλοι σχεδόν συμμορφώνονται και παρακολουθούν άκριτα μια υποτίθεται αυταπόδεικτη νόρμα, ότι «ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι δύο απόλυτα αντίθετα πράγματα». Γι’ αυτό και σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν άμεσα ή έμμεσα, σα να θέλουν να αποποιηθούν εξ αρχής κάποια ευθύνη ή ενοχή, ότι δεν πρόκειται να επιχειρήσουν ή να προτείνουν κάποια συμφιλίωση ή κάποιο (τερατώδες;) συνταίριασμα δύο τόσο «αντίθετων φαινομένων», όπως ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός. Όπως, εξάλλου, συμβαίνει σε κάθε παρόμοια περίπτωση νόρμας και στερεοτύπου, έτσι και σε αυτή την περίπτωση έχει δημιουργηθεί μια στερεότυπη και πάγια «λίστα» λίγων, αποσπασματικών, αλλά εντυπωσιακών επιχειρημάτων, η οποία χρησιμοποιείται διαρκώς και κατ’ επανάληψη προς επίρρωσιν της αρχικής θεμελιώδους παραδοχής (στην προκειμένη περίπτωση ότι «ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι δύο απόλυτα αντίθετα πράγματα»). Έτσι, ένας υποψιασμένος αναγνώστης γνωρίζει με βεβαιότητα εκ των προτέρων ότι τα επιχειρήματα ενός άρθρου ή ενός δοκιμίου σχετικά με την αντίθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, θα είναι είτε η θανάτωση της εθνικής φιλοσόφου Υπατίας στην Αλεξάνδρεια, είτε η καταστροφή ειδωλολατρικών ναών από χριστιανούς κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, είτε η απαγόρευση των Ολυμπιακών Αγώνων από το Θεοδόσιο το Μέγα, είτε το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής της Αθήνας από τον Ιουστινιανό, είτε και όλα αυτά μαζί. Αυτά τα στερεότυπα μάλιστα έχουν σχεδόν γίνει και του συρμού μετά τη Μεταπολίτευση, καθώς το ζήτημα των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού έχει κατηγοριοποιηθεί στην κοινή γνώμη των Νεοελλήνων ως ένα ιδεολόγημα επικίνδυνα συγγενές με το γραφικό σύνθημα «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών» της επταετούς χούντας. Χωρίς λοιπόν ιδιαίτερη δυσκολία, χωρίς να έχει ιδιαίτερες και εξειδικευμένες γνώσεις, και με τη νομιμοποίηση και της προσωπικής του εμπειρίας από τη σύγχρονη ιστορία, ο μέσος Νεοέλληνας μειδιά υποτιμητικά όποτε ακούσει οτιδήποτε για τις σχέσεις του ελληνισμού και του χριστιανισμού.
Αυτή η στερεοτυπική αντιμετώπιση του ζητήματος των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού οφείλεται κατά βάθος σε μια εξίσου στερεοτυπική, απλουστευμένη και σχηματοποιημένη εικόνα και εντύπωση που υπάρχει γύρω από βασικές πτυχές του όλου ζητήματος. Κάθε φορά, κατ’ αρχήν, που γίνεται αναφορά στις σχέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού ο ελληνισμός παρουσιάζεται σαν μια ιστορική κατηγορία απόλυτα ενιαία και με χαρακτηριστικά υποτίθεται ξεκάθαρα και βέβαια. Στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο μια ιστορική περίοδος άνω των χιλίων ετών συνοψίζεται και συστέλλεται βάναυσα και πλήρως αντιεπιστημονικά και γίνεται ένα εξαιρετικά απλουστευμένο διανοητικό κατασκεύασμα! Είναι μεθοδολογικά απαράδεκτο χάριν της οποιασδήποτε συντομίας ή σχηματοποίησης να ταυτίζεται σύνολος ο ελληνισμός με ορισμένα μόνο – κυρίαρχα δήθεν – χαρακτηριστικά, με τη λογική, με τη δημοκρατία, με τον εμπειρισμό, με τον ανθρωπισμό και την πρόοδο, και να παραγνωρίζονται πολλά άλλα γνωρίσματά του που όχι μόνο δεν ήταν περιθωριακά, αλλά τον χαρακτήριζαν διαχρονικά, όπως η μεταφυσική και η θεολογία.
Έτσι, οι περισσότεροι αρχίζουν με την αφελή και τρομακτικά αόριστη διατύπωση ότι «ο χριστιανισμός συναντήθηκε και συγκρούστηκε με τον ελληνισμό». Δεν διευκρινίζουν, όμως: με ποιόν ακριβώς ελληνισμό; Με αυτόν που έχουν όλοι κατά νου; Με τον ελληνισμό του Περικλή και της Αθήνας ή έστω του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Η απάντηση είναι βέβαια όχι. Ο ελληνισμός των πρώτων μ.Χ. αιώνων δεν είναι σε καμία περίπτωση ο κλασικός και αλεξανδρινός, αλλά ο αυτοκρατορικός. Και αυτό σημαίνει πολλά και καθοριστικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα σημαίνει ότι τα αμιγή χαρακτηριστικά του αρχαίου ελληνικού κόσμου δεν υφίστανται πλέον λόγω των νέων πολιτικών και διεθνών συνθηκών. Η Pax Romana μέσα στην οποία ανθίζει ο Χριστιανισμός είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι πολιτισμών και λαών. Ο ελληνισμός εξακολουθεί να έχει την γλωσσική και ευρύτερη πολιτισμική πρωτοκαθεδρία την οποία κληρονόμησε από τα αλεξανδρινά χρόνια, αλλά σταδιακά φθείρεται, αλλοτριώνεται και υπόκειται όλο και περισσότερο στις έντονες αλληλεπιδράσεις που συντελούνται στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η ελληνική πολιτική οργάνωση, εξάλλου, των παλαιότερων αιώνων που υπήρξε το θεμέλιο του ελληνικού πολιτισμού, έχει πλέον χαθεί και τα διακριτικά στοιχεία του ελληνικού κόσμου δεν έχουν πλέον την κατάλληλη βάση για να αναπτυχθούν. Ο ελληνισμός αποκτά πλέον μια όλο και λιγότερο σφριγηλή και διακριτή ταυτότητα και έχει όλο και λιγότερο τα μέσα να αντισταθεί στις συγκρητικές και αφομοιωτικές τάσεις της εποχής αυτής. Ο μυστικισμός και η μεταφυσική των δεκάδων νέων ανατολικών θρησκειών έρχονται να γεμίσουν το υπαρξιακό και πολιτικό κενό του αυτοκρατορικού ελληνισμού. Η κοινωνία και η πολιτεία έχουν γίνει ήδη από τα αλεξανδρινά χρόνια ατομοκεντρικές και οι ανησυχίες των πληθυσμών που συγκροτούν τον ελληνισμό τους πρώτους αιώνες μ.Χ. είναι πλέον περισσότερο πνευματικές παρά υλικές.
Ο Χριστιανισμός συνεπώς συναντά με την εμφάνισή του τον ελληνισμό μάλλον σε μια παρακμή του και το κυριότερο σε μια φάση του ολότελα διαφορετική από την κλασική και αλεξανδρινή. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει τελικά καμία κοσμοϊστορική σύγκρουση ούτε δύο πνευματικές «υπερδυνάμεις» συναντώνται στο απόγειό τους, όπως όλοι συχνά νομίζουμε. Αντίθετα μια νέα δυναμική παρουσία έρχεται να διεκδικήσει τα σκήπτρα από μια παλαιά πνευματική δύναμη που σιγά-σιγά και με πολλά εσωτερικά προβλήματα αποσύρεται.
Κάθε φορά πάντως που γίνεται λόγος για σύγκρουση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, πέρα από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Ελληνισμός όταν συναντήθηκε με το Χριστιανισμό, παραγνωρίζονται με υπερβολική αφέλεια και επιπολαιότητα ορισμένα πραγματικά σημεία επαφής που υπήρχαν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πνευματικούς ογκόλιθους. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ίσως το κύρος της μεταφυσικής. Τόσο στον Ελληνισμό στη διαχρονία του (εκτός από εξαιρέσεις), όσο φυσικά και στο Χριστιανισμό η μεταφυσική είναι κυρίαρχη. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση και αντίληψη της μεταφυσικής στις δύο περιπτώσεις: στον Ελληνισμό η μεταφυσική είναι ανθρωποκεντρικά ιδωμένη, ενώ στον Χριστιανισμό εξ αποκαλύψεως. Ο πνευματικός χώρος, ωστόσο, παραμένει ο ίδιος. Η θεολογία είναι και στις δύο περιπτώσεις ο απώτερος στόχος και η υλική πραγματικότητα και η γνώση της δεν αποκόπτονται από τη μεταφυσική και την οντολογία. Τόσο ο Ελληνισμός όσο και ο Χριστιανισμός είναι πνευματικά φαινόμενα προνεωτερικά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Λειτουργούν με τις ίδιες κατηγορίες σκέψης και ερμηνείας. Με το Χριστιανισμό έτσι έχουμε μια αναβάθμιση της μεταφυσικής και της θεολογίας του ελληνισμού και όχι τόσο μια σύγκρουση με αυτήν. Στο παλαιό σκεύος τοποθετείται ουσιαστικά ένα νέο περιεχόμενο. Αυτή άλλωστε η κοινή βάση της μεταφυσικής ανάμεσα στον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό αποδεικνύεται από την ευκολία και την ταχύτητα με την οποία διαδόθηκε στους ελληνόφωνους και ειδωλολατρικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Μεσογείου η χριστιανική θρησκεία.
Οι επαφές βέβαια έχουν και πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ο μυστικισμός του Χριστιανισμού δεν είναι, όπως πιστεύουμε, κάτι άγνωστο για τον Ελληνισμό. Ο Πυθαγορισμός, ο Ορφισμός και τα Ελευσίνια μυστήρια είναι κάποια από τα πιο πρόχειρα παραδείγματα ελληνικού μυστικισμού. Αυτό το χαρακτηριστικό εμφανίζεται βέβαια και κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες όταν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δέχονται με μεγάλη ανεκτικότητα τις διάφορες ανατολικές μυστηριακές θρησκείες. Ταυτόχρονα η κεντρική λειτουργία και σημασία του Λόγου στο Χριστιανισμό μόνο αντίθετη δεν είναι με την κεντρική θέση της λογικής στο διαχρονικό πλαίσιο του Ελληνισμού. Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια πλήρως αποφατική και μυστικιστική θρησκεία, παρόμοια με όλες τις άλλες ανατολικές, όπως προβάλλεται συνήθως, αλλά συνδυάζει την πίστη με τη γνώση. Αυτή η έλλογη πλευρά του είναι φυσικά ένα στοιχείο που τον γεφυρώνει ακόμα περισσότερο με τον Ελληνισμό. Πέρα από αυτά, είναι περιττό βέβαια να αναφέρουμε και πολλά ακόμα σημεία στη μεταφυσική του Ελληνισμού που απλά πήραν νέα μορφή με τον Χριστιανισμό (π.χ. το θείον του Πλάτωνα, την τελεολογία του Αριστοτέλη, τις δοξασίες για μεταθανάτια ζωή κ.ά. που απαιτούν βέβαια ξεχωριστή διαπραγμάτευση).
Όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν βέβαια ότι Ελληνισμός και Χριστιανισμός είναι πράγματα ταυτόσημα – αυτό θα ήταν μια νέα επικίνδυνη απλούστευση. Περισσότερο στοχεύουν στο να δείξουν ότι στη σημερινή εποχή απαιτείται περισσότερο από ποτέ εγρήγορση απέναντι στις σχηματοποιήσεις και τις γενικεύσεις που πραγματοποιούνται μέσα στην ακατάσχετη και ταχύτατη ροή πληροφοριών. Το ζήτημα λοιπόν της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού είναι και μια ευκαιρία να ελέγξουμε τα όρια της γενικότερης ποιότητας των γνώσεών μας. Αξίζει να βρούμε και άλλες τέτοιες ευκαιρίες. Θα μας ωφελήσει….

No comments: