Thursday, April 19, 2007

Ο ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Ένα από τα πολλά προπύργια του παλαιού κόσμου τα οποία γκρέμισε η νεωτερικότητα με αιχμή του δόρατος τον Διαφωτισμό ήταν και η πρόσβαση στη γνώση. Ενώ μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η μόρφωση και η εξ αυτής σοφία ήταν σε κάθε μορφή πολιτισμού (με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις) υπόθεση των λίγων, των εκλεκτών, των οικονομικά ισχυρών ή και του ιερατείου, στη συνέχεια η δυνατότητα απόκτησης γνώσεων όχι μόνο αποσυνδέθηκε από τέτοιου είδους κοινωνικούς, κληρονομικούς ή θρησκευτικούς επικαθορισμούς, αλλά έγινε η ίδια μια ανώτερη αξία. Οι Διαφωτιστές προγραμματικά συνέδεσαν την ανθρώπινη ευτυχία και πρόοδο με την πνευματική καλλιέργεια και τη μόρφωση και ως εκ τούτου θεώρησαν εκ των ων ουκ ανευ τον εκδημοκρατισμό της γνώσης και την ελεύθερη και ισότιμη παροχή εκπαίδευσης σε όλους – αν και ήδη από την Αναγέννηση με το πρότυπο του homo universalis είχε ανοίξει δειλά αυτός ο δρόμος. Το σύμβολο βέβαια και η επιτομή αυτής της εμμονής του Διαφωτισμού με την πλατιά διάδοση της γνώσης ήταν το μεγαλειώδες πραγματικά εγχείρημα της Εγκυκλοπαίδειας των Νταλλαμπέρ, Κοντιγιάκ, Χόλμπαχ και Ελβέτιου – για να μην αναφέρουμε τις πλούσιες παιδαγωγικές ανησυχίες πολλών διαφωτιστών (π.χ. του Ρουσσώ).
Κανείς εχέφρων δε θα μπορούσε σήμερα να αρνηθεί ότι αυτό το ξεκλείδωμα της γνώσης το οποίο πέτυχε ο Διαφωτισμός υπήρξε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός το οποίο άλλαξε ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό. Χάρη σε αυτό ακριβώς μπόρεσε να δομηθεί ως ιστορικό πρόσωπο ο νεότερος δυτικός άνθρωπος, ο ενσυνείδητος δηλαδή και ελεύθερος πολίτης, ο οποίος γνωρίζει τα δικαιώματά του και ως εκ τούτου έχει συμμετοχή στη διαμόρφωση του κόσμου, χωρίς να άγεται και να φέρεται ή να χειραγωγείται από την κάθε λογής εξουσία άβουλος, αδιαμόρφωτος και συσκοτισμένος. Κοιτάζουμε με πραγματική φρίκη προς το παρελθόν, όταν αναλογιζόμαστε πόσα εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν τη ζωή τους χωρίς να έχουν εκείνες έστω τις στοιχειώδεις γνώσεις που θα τους επέτρεπαν να ζήσουν με περισσότερη αξιοπρέπεια και ευτυχία ή τουλάχιστον να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή.
Όταν βέβαια οι Διαφωτιστές πρότειναν αυτό το πλατύ άνοιγμα της γνώσης, δε μπορούσαν να διακρίνουν λόγω του ζήλου τους και του ενθουσιασμού τους να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη, τις παγίδες και τα σοβαρά προβλήματα τα οποία εκ των πραγμάτων ελλοχεύουν μέσα στο εγχείρημα του εκδημοκρατισμού και της ευρείας διάδοσης της γνώσης. Από την αρχαιότητα ήδη, είτε αλληγορικά μέσα από μύθους (π.χ. της Πανδώρας ή του Προμηθέα) είτε ευθέως μέσα από τα έργα κορυφαίων φιλοσόφων και διανοητών, είχε τονιστεί η προσοχή, η φειδώ ή και η ευλάβεια με την οποία πρέπει να προσεγγίζουμε πάντοτε τη γνώση και γενικότερα τη σοφία. Η Πανδώρα από την περιέργειά της να μάθει και να γνωρίσει τι έκρυβε το πιθάρι της σκόρπισε τις συμφορές στον κόσμο, ενώ ο θρασύς και υβριστής Προμηθέας, επειδή έκλεψε τη φωτιά και προσέφερε αυτή την πολύτιμη γνώση στους ανθρώπους, καταδικάστηκε στο γνωστό βασανιστήριο του Καυκάσου. Ο Ηράκλειτος, εξάλλου, έλεγε «πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει», ο Ανάξαρχος κατά παρόμοιο τρόπο τόνιζε «πολυμαθίη κάρτα (=πολύ) μεν ωφελεί, κάρτα δε βλάπτει….χρη δε καιρού μέτρα ειδέναι⁻ σοφίης γαρ ουτος όρος», ενώ ο Σωκράτης και ο Πλάτων δίδασκαν ότι για κάθε τι πρέπει να μιλούν όσοι πραγματικά έχουν γνώση επ’ αυτού, δηλαδή οι επαΐοντες, και ότι η απόκτηση γνώσης από μόνη της χωρίς την αρετή, όπως πρότειναν οι γυρολόγοι σοφιστές, δεν έχει κανένα απολύτως αντίκρυσμα και είναι κούφια.
Αυτούς τους κινδύνους τους αντιμετωπίζουμε σήμερα στη χειρότερη μορφή τους. Η πραγματικά απόλυτα ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε κάθε είδους γνώση που έχει επέλθει χάρη στις νέες τεχνολογίες και ειδικά χάρη στο Διαδίκτυο, παρότι χαιρετίζεται συχνά πυκνά ως μια τεράστια κατάκτηση της ανθρωπότητας, έχει οδηγήσει μοιραία στον εκφυλισμό, στην υπεραπλούστευση, στη σχηματοποίηση και εντέλει στην καταστροφή της ίδιας της γνώσης και της ουσίας της. Η ποσότητα – μας διδάσκουν και πάλι οι αρχαίοι Έλληνες με το ρητό «ουκ εν τω πολλώ το ευ» – δε μπορεί να συνδυαστεί με την ποιότητα, πολύ περισσότερο όταν θέλουμε να κατακτήσουμε τη σοφία. Όταν η γνώση γίνεται μια ακόμα πληροφορία μέσα στο χάος των υπόλοιπων πληροφοριών και όταν όλες αυτές οι πληροφορίες διαδέχονται η μία την άλλη εν ριπή οφθαλμού, μόνο τη σοφία και την αλήθεια δε μπορούμε να κατακτήσουμε. Αντίθετα, οδηγούμαστε στην ημιμάθεια, στην επιφανειακή πολυμάθεια και εν τέλει σε μια αλαζονική και γραφική δοκησισοφία. Και έτσι στο όνομα ενός καλοπροαίρετου ομολογουμένως εκδημοκρατισμού της γνώσης αποκτούν όλοι πλέον τη δυνατότητα να εκφέρουν γνώμη για τα πάντα, χωρίς όμως να έχουν τις πραγματικές και ουσιαστικές γνώσεις και ικανότητες γι’ αυτό.
Η πρόσφατη αναταραχή γύρω από το νέο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού ήρθε να επιβεβαιώσει και να επαληθεύσει πανηγυρικά αυτό τον πλήρη ευτελισμό της γνώσης. Άνθρωποι που δεν είναι επιστήμονες ή δεν είναι ιστορικοί εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και βγήκαν στην «αγορά» να πουν και αυτοί τη δική τους γνώμη. Θεμιτή η επιθυμία τους, αλλά τα όρια της επιστήμης πού ακριβώς βρίσκονται; Πώς μπορεί κάποιος άσχετος να εκφέρει γνώμη; Η δυνατότητα που υπάρχει σήμερα στον καθένα να βρει όποια πληροφορία (προσοχή: πληροφορία) θέλει για την επανάσταση π.χ. του 1821 πώς είναι δυνατόν να τού παρέχει αυτόχρημα και το δικαίωμα να εκφέρει επιστημονικού επιπέδου απόψεις και αξιωματικά συμπεράσματα γύρω από αυτό το ιστορικό γεγονός; Ας αποσυρθούν τότε και ας σιωπήσουν για πάντα όλοι οι επιστήμονες-ιστορικοί, αυτοί που σπούδασαν και γνωρίζουν αν όχι άριστα, τουλάχιστον καλύτερα από όλους τους άλλους που δεν σπούδασαν ιστορία, για να αποφανθεί η κοινή γνώμη, η οποία επειδή έχει το αναφαίρετο δικαίωμα στη γνώση έχει και το αναφαίρετο δικαίωμα στην αερολογία….Είναι προφανές ότι ο λαϊκισμός και η εκλαΐκευση ειδικά στο χώρο της επιστήμης είναι τόσο επιζήμια στοιχεία όσο και τα ζιζάνια για μια καλλιέργεια. Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, η κάθε επιστήμη δεν μπορεί να είναι ένα απόλυτα κοινό κτήμα και δεν κατακτάται με την εμπειρική, επιφανειακή και πρόχειρη συνάθροιση πληροφοριών. Χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα, όπως ειδικές γνώσεις και συγκεκριμένος τρόπος σκέψης, τα οποία αποκτά κανείς επίπονα και σταδιακά και πάντως όχι απλά διαβάζοντας ένα άρθρο, μια επιφυλλίδα ή το λήμμα μιας εγκυκλοπαίδειας, όπως πιστεύουν αρκετοί.
Όλα αυτά δε σημαίνουν βέβαια σε καμία περίπτωση ότι η γνώση, η επιστήμη και εντέλει η σοφία που μπορούν να προσφέρουν, πρέπει να ξαναγίνουν, όπως πριν από το Διαφωτισμό, προνόμιο των λίγων. Η διάδοση της γνώσης είναι ένα πραγματικό κεκτημένο της Δύσης το οποίο πρέπει να προφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Είναι, όμως, εντελώς διαφορετικό αυτό το ζήτημα από τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριζόμαστε αυτή την ελεύθερη και διαδεδομένη γνώση. Αν πραγματικά θεωρούμε πολύτιμη τη γνώση και τη σοφία για τη ζωή μας (και έτσι είναι), τότε θα πρέπει να έχουμε πάντοτε ενεργές εκείνες τις δικλείδες ασφαλείας οι οποίες προφυλάσσουν αυτά τα αγαθά από τον ευτελισμό και την απαξίωσή τους. Ειδάλλως θα ζούμε μέσα στην ημιμάθεια και με την ψευδαίσθηση μιας εγγραμματοσύνης η οποία δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα ατάκτως ερριμμένων πληροφοριών….
ΕΘΝΟΣ: ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Η΄ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;

Η διαφωτιστική πεποίθηση και αρχή ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι οδήγησε, όπως είδαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, σε μια σταδιακή αδιαφορία για τις έννοιες της ιδιαιτερότητας, της ετερότητας και εν τέλει της εθνικής ταυτότητας. Ο σημερινός επίγονος αυτής της πεποίθησης, η περίφημη «παγκοσμιοποίηση», στοχεύει και πιστεύει απόλυτα σε μια ομοιομορφία και ενότητα του παγκόσμιου πληθυσμού η οποία αγνοεί εξίσου επιδεικτικά κάθε άλλο παράγοντα που μπορεί να δίνει στις συνθήκες ζωής του κάθε τόπου ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Είναι σαφές πως όσοι στοιχίζονται με αυτή την άποψη, οδηγούνται και σε μια de facto παραδοχή: ότι οι διαφορές που λέγεται ότι υπάρχουν ανάμεσα στις κατά τόπους πληθυσμιακές ομάδες, δηλαδή οι εθνικές ταυτότητες και ιδιαιτερότητες, δεν είναι πραγματικές και αληθινές, αλλά κατασκευασμένες και φανταστικές. Η ετερότητα και το έθνος θεωρούνται από αυτή την οπτική γωνία όχι ως πραγματικά, ιστορικά γεγονότα και ως πραγματικές ιστορικές κατηγορίες, αλλά ως ιδεολογικά εποικοδομήματα τα οποία επινοούνται και δομούνται από τις επιμέρους ομάδες ανθρώπων με στόχο την κατίσχυση και την κυριαρχία της μιας ομάδας επί της άλλης. Το υλικό με το οποίο χτίζονται αυτά τα φανταστικά οικοδομήματα, σύμφωνα με την παραπάνω θεώρηση, είναι βέβαια το παρελθόν, δηλαδή η ιστορία. Το έθνος, λένε, δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά άσχετων χαρακτηριστικών τα οποία έχουν ανασυρθεί από το παρελθόν και έχουν τακτοποιηθεί και ταξινομηθεί προσεκτικά, ώστε να σχηματιστεί μια συνεκτική αλλά απατηλή δέσμη «εθνικών» γνωρισμάτων και να αποκρυσταλλωθεί μια ταυτότητα η οποία νομιμοποιείται τελικά λόγω του ιστορικού βάθους που τής αποδίδεται. Το παρόν, με άλλα λόγια, προβάλλεται στο παρελθόν. Η μυθολογία συνεπώς θεωρείται ως το βασικό εργαλείο για τη συγκρότηση και τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης .
Πρόκειται ομολογουμένως για μια γυαλιστερή θεωρία, η οποία προσελκύει κατά καιρούς με την επιστημοφάνειά της πολλούς επίδοξους «απομυθοποιητές». Πίσω από αυτήν, όμως, κρύβεται μια τερατώδης αφέλεια στενά δεμένη με μια ύπουλα κρυμμένη παρερμηνεία της έννοιας του έθνους. Όσοι παρουσιάζουν την εθνική ετερότητα ως μια ιδεολογική και μόνο κατασκευή που δεν έχει πραγματικό αντίκρυσμα, δεν έχουν να πουν τίποτα απολύτως για τις πραγματικές και διαφορετικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν οι διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Οι διαφορές των λαών στη γλώσσα, στη θρησκεία, στα ήθη και στα έθιμα, στις παραδόσεις και ευρύτερα στον πολιτισμό, παρακάμπτονται με μια καταπληκτική αφέλεια και ελαφρότητα ως παράγοντες που δε διαμορφώνουν υποχρεωτικά συλλογικές εθνικές ταυτότητες και συνειδήσεις. Εδώ βέβαια φτάνουμε στα όρια ακόμα και της κοινής λογικής. Γιατί μένουμε πραγματικά αμήχανοι και άφωνοι με την ανοησία εκείνου που ισχυρίζεται π.χ. ότι η εθνική συνείδηση ενός Έλληνα, ενός Τούρκου, ενός Γάλλου και ενός Αλγερινού δε διαμορφώνονται από τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις παραδόσεις, και από τις άλλες παραμέτρους της καθημερινής πραγματικής ζωής τους, αλλά από μια εθνική ιδεολογία και μια ολόκληρη μυθολογία η οποία τους έχει επιβληθεί άνωθεν και της οποίας είναι απλώς ενεργούμενα και φερέφωνα! Πόσο πιο απόκοσμη, αφελής και πρόχειρη μπορεί να είναι μια προσέγγιση των ιστορικών φαινομένων του έθνους και της ετερότητας από αυτή την πλήρη αδιαφορία για τις πραγματικές συνθήκες και τους αντικειμενικούς παράγοντες που τα διαμορφώνουν; Προφανώς καμία από αυτές που διαθέτουν τον στοιχειώδη αυτοσεβασμό……
Αλλά η αφέλεια και η αθωότητα αυτής της θεωρίας έχουν μάλλον και τα όριά τους. Γιατί πίσω από την παντελή άρνηση όλων αυτών των «απομυθοποιητών» να αντικρύσουν τους πραγματικούς και αδιαμφισβήτητους παράγοντες της ζωής που γεννούν αναγκαστικά τις διάφορες εθνικές ομάδες, ταυτότητες και συνειδήσεις, κρύβεται μια μεθοδολογική κουτοπονηριά: η αυθαίρετη και εσκεμμένη συσχέτιση όλων των εθνικών συνειδήσεων με τις θεωρητικές ανησυχίες περί έθνους και τις εθνικιστικές ιδεολογίες που φούντωσαν στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Είναι αλήθεια ότι ειδικά στη Γερμανία πολλοί ρομαντικοί στοχαστές και ιδεαλιστές φιλόσοφοι με χαρακτηριστική περίπτωση τον Herder, προσπάθησαν να θεμελιώσουν θεωρητικά τις έννοιες του έθνους, της ετερότητας και της ιδιαίτερης τοπικής ταυτότητας, σε μια αντίδρασή τους προς τα καθολικά, πανανθρώπινα και γι’ αυτό το λόγο άκαμπτα σχήματα που είχε θελήσει να επιβάλει ο Διαφωτισμός. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, ο εθνισμός πήρε μια πραγματικά ιδεολογική διάσταση και αποτέλεσε όντως μια προσπάθεια κατασκευής εθνικών ταυτοτήτων μέσα από τη χρήση πολλές φορές ετερόκλιτων ή αβάσιμων ιστορικών τεκμηρίων.
Το να υποστηρίξουμε, όμως, ότι οι εθνικές συνειδήσεις που διαμορφώθηκαν σε καθένα από τα νεοπαγή ευρωπαϊκά εθνικά κράτη του 19ου αιώνα (όπως και η Ελλάδα), προήλθαν από μια ιδεολογική – θεωρητική δραστηριότητα περί έθνους παρόμοια με την γερμανική ή (ακόμα χειρότερα) από την καλλιέργεια και την επιβολή μιας εθνικής μυθολογίας, και ότι αντίθετα δεν είχαν την προέλευσή τους στις ιδιαίτερες και ξεχωριστές πολιτισμικές συνιστώσες της καθημερινής ζωής των ευρωπαϊκών λαών, είναι μια άποψη εντελώς αυθαίρετη και αντιεπιστημονική και – το κυριότερο – βαθιά ανιστόρητη. Κι όμως, αυτό πράττουν όσοι συχνά-πυκνά μας βομβαρδίζουν με πύρινους λόγους για τους εθνικούς μύθους και τα ψέματα εξαιτίας των οποίων, όπως λένε, νομίζουμε ότι διαφέρουμε από τους άλλους: αντιμετωπίζουν την εθνική συνείδησή μας αποκλειστικά σαν το αποτέλεσμα μιας ακραίας ιδεολογικής χειραγώγησης και παραπλάνησης που μας επιβάλλεται δήθεν από το εκπαιδευτικό σύστημα και το κράτος. Κανείς βέβαια από όλους αυτούς τους ηρωικούς «αποδομιστές» της δήθεν σκληροπυρηνικής εθνικής ιδεολογίας δεν υπολόγισε ότι πιθανότατα νιώθουμε πως διαφέρουμε π.χ. από τους Τούρκους όχι επειδή μας το είπε κάποιος στο σχολείο, αλλά απλούστατα και πρώτα απ’ όλα επειδή ζούμε σε άλλες συνθήκες, έχουμε άλλη ιστορία και άλλο πολιτισμό από αυτούς. Αν γίνει, όμως, αυτό θα καταρρεύσει αυτόματα όλη η αντεθνική θεωρία….
Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η εθνική ετερότητα υπήρχε σε κάθε εποχή, ακόμα και όταν δεν ήταν απόλυτα συνειδητή, και ότι είναι συνεπώς μια πραγματική ιστορική κατηγορία. Πάντοτε οι άνθρωποι χωρίζονταν σε επιμέρους ομάδες και κοινότητες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, και διαμόρφωναν μέσα σε αυτές συγκεκριμένες τοπικές ή και ευρύτερες συνειδήσεις. Αυτό ισχύει φυσικά και σήμερα, όσο κι αν έχουμε ρομαντικές φιλοδοξίες ότι μπορούμε να γίνουμε όλοι ένα και όσο κι αν δοκιμάζονται τα τοπικά χαρακτηριστικά από μια όλο και αυξανόμενη παγκόσμια ομογενοποίηση. Και ισχύει διότι απλούστατα αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγεται η ανθρώπινη ζωή.
Το έθνος είναι συνεπώς μια ολοζώντανη πραγματικότητα και όχι μια αφηρημένη έννοια ή μια ιδεολογική κατασκευή χτισμένη με όμορφους μύθους. Οπωσδήποτε είναι πολύ εύκολο να αναχθεί το έθνος σε ιδεολογία και να ντυθεί με δεκάδες ψέματα και μύθους – αυτό έχει αποδειχτεί πολλές φορές και με πολύ επώδυνο μάλιστα τρόπο (βλ. π.χ. Φασισμό-Ναζισμό). Το να θεωρούμε, όμως, ότι κάθε εκδήλωση εθνικής συνείδησης είναι υποχρεωτικά και μια τέτοια μορφή ιδεολογικής πλάνης, είναι όχι μόνο αφελές, αλλά και ύπουλο. Γιατί πίσω από αυτή τη θέση κρύβεται τελικά μια άλλη ιδεολογία, πιθανότατα εξίσου σκληροπυρηνική με την υποτιθέμενη εθνικιστική…..
Ο ΑΦΕΛΗΣ ΑΦΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ…..

Ο νεωτερικός πολιτισμός της δυτικής Ευρώπης θεωρήθηκε πολύ γρήγορα από τους ίδιους τους φορείς του, όπως είδαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, πρότυπος. Προβλήθηκε μέσω της αποικιοκρατίας (και προβάλλεται εν πολλοίς ακόμα και σήμερα με άλλους τρόπους) ως το ιδανικό πολιτισμικό μοντέλο, ως το τέλειο εκείνο παράδειγμα που έπρεπε να μιμηθούν και να υιοθετήσουν όλα τα έθνη ώστε να προοδεύσουν και να απαλλαγούν από έναν δήθεν παρωχημένο και ξεπερασμένο τρόπο ζωής τον οποίο η δυτική νεωτερικότητα είχε κατορθώσει να ξεπεράσει.
Αφήνοντας κατά μέρος το κατά πόσον πέτυχε τελικά αυτό το παγκόσμιας εμβέλειας σχέδιο της Δύσης για μια δυτικότροπη αναμόρφωση του πολιτισμού και «αλλαγή του κόσμου», αξίζει να προσέξουμε τις παραδοχές και τις βεβαιότητες στις οποίες εδράζεται. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο θα φανεί η ουτοπική διάστασή του, αλλά, ακόμα χειρότερα, θα αναδειχτούν η ακραία αφέλειά του, η επικίνδυνη απλοϊκότητά του και οι υπερφίαλες και ολοκληρωτικές προσδοκίες του. Από αυτές τις αυτονόητες παραδοχές πρέπει να προσέξουμε περισσότερο μία, γιατί σε αυτήν ουσιαστικά βασίζονται όλα τα υπόλοιπα, αυτήν δηλαδή που λέει ότι «όλοι είμαστε ίδιοι». Και πρέπει να την προσέξουμε γιατί σε αυτήν ακριβώς την (καθαρά διαφωτιστικής καταγωγής) πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι τελικά όχι μόνο ίσοι, αλλά και ίδιοι, βασίζεται η αισιοδοξία του δυτικού κόσμου ότι το πολιτισμικό του μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί παντού.
Παρότι με μια πρώτη σκέψη φαίνεται σωστή αυτή η αντίληψη, πολύ γρήγορα διαπιστώνουμε πως το γεγονός ότι μοιραζόμαστε με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους του κόσμου την ιδιότητα του ανθρώπου, το ότι ανήκουμε δηλαδή στο ίδιο είδος, δε συνεπάγεται απαραίτητα και ότι μοιραζόμαστε με αυτούς τις ίδιες συνήθειες, αντιλήψεις και νοοτροπίες. Αυτή η πραγματικά υπεραπλουστευτική και αφελής θεώρηση του ανθρώπινου φαινομένου αγνοεί και παραβλέπει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα: τις συνθήκες μέσα στις οποίες το ανθρώπινο είδος ζει. Η πολυπλοκότητα και η άπειρη μέσα στο χρόνο διαφοροποίηση αυτών των συνθηκών της ανθρώπινης ζωής, καθώς και η διαφορετική κατά περίπτωση αλληλεξάρτησή τους με διάφορους παράγοντες (κλίμα, γεωγραφία κλπ.) διαχωρίζει τελικά τους ανθρώπους σε διαφορετικές ομάδες οι οποίες έχουν τον δικό τους, διακριτό και ξεχωριστό κάθε φορά χαρακτήρα, την δική τους ταυτότητα – και αυτές τις ομάδες είναι βέβαια τα έθνη. Το ανθρώπινο λοιπόν φαινόμενο διακρίνεται περισσότερο από μια ετερογένεια και πολυπλοκότητα παρά από την ανθρωπολογική ομοιογένεια και την γραμμικότητα με την οποία το αντιμετώπισαν οι διαφωτιστές και κατόπιν όλος ο δυτικός πολιτισμός.
Αυτήν ακριβώς την αναγκαστική ετερότητα και πολυπλοκότητα με την οποία ξεδιπλώνεται το ανθρώπινο φαινόμενο μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι ο δυτικός νεωτερικός πολιτισμός θεώρησε ότι μπορούσε να την καταργήσει και να την αφανίσει, επιβάλλοντας ένα δήθεν καθολικό και ανθρωπολογικά (=αντικειμενικά) καθορισμένο πρότυπο (το δυτικό), το οποίο όμως ήταν στην πραγματικότητα μια ακόμα ετερότητα και τίποτα περισσότερο. Είναι προφανές πόσο ολοκληρωτικό και ισοπεδωτικό είναι ένα τέτοιο σχέδιο, το οποίο αδιαφορώντας για τις πραγματικές και όχι επίπλαστες ιδιαιτερότητες και τις επιμέρους παραλλαγές που παίρνει η ανθρώπινη ζωή σε κάθε τόπο, προσπαθεί στο όνομα της ανθρώπινης φύσης και στο όνομα μιας αφηρημένης και θεωρητικής πανανθρώπινης ομοιότητας να επιβάλει στην πραγματικότητα έναν πολιτισμό πάνω σε όλους τους άλλους. Και είναι εξίσου προφανές το πόσο επικίνδυνο είναι αυτό το σχέδιο για την αλλοτρίωση του ίδιου του φαινομένου της ανθρώπινης ζωής το οποίο με αυτό τον τρόπο απογυμνώνεται από την εγγενή ζωτικότητα και πολυμορφία του και περιορίζεται μέσα σε πολύ στενά, αυστηρά προκαθορισμένα πλαίσια.
Αυτό το φάσμα της ισοπέδωσης και της κατάργησης κάθε διαφορετικότητας, κάθε ταυτότητας και ιδιομορφίας, το αντιμετωπίζουμε φυσικά και σήμερα μέσα από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, το οποίο δεν είναι παρά μια εξελιγμένη μορφή της παλιάς δυτικής αποικιοκρατίας και του δυτικού ιμπεριαλισμού, αυτή τη φορά στο επίπεδο του πολιτισμού. Η υψηλή τεχνολογία της σημερινής εποχής – αυτό είναι το «ηθικό» πρόταγμα και το άλλοθι της νέας αυτής «αποικιοκρατίας» στη θέση της ανθρώπινης φύσης – επιβάλλει την κατάργηση των εθνικών και τοπικών ιδιαιτεροτήτων και την ολική συνένωση του κόσμου, έτσι που να δημιουργηθεί ένα «παγκόσμιο χωριό». Οι δυτικοί εμπνευστές αυτού του νέου πανανθρώπινου σχεδίου, παρακολουθώντας βέβαια τους διαφωτιστές προγόνους τους, φαίνεται να πιστεύουν ότι η ανθρώπινη ζωή θα πάψει να καθορίζεται κάποια στιγμή από τους πραγματικούς, καθημερινούς παράγοντες που τη διαμορφώνουν σε κάθε τόπο και ότι θα αποκτήσει υπερεθνικά και υπερ-τοπικά χαρακτηριστικά. Μένει να διαψευστεί και αυτή η υπερφίαλη, ισοπεδωτική και αντιανθρωπιστική δυτική ελπίδα, όπως ακριβώς διαψεύστηκε και το όραμα της δυτικής αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα.
Η αφελής αυτή πίστη στην απουσία κάθε ετερότητας και εθνικής ταυτότητας διακηρύχθηκε τις τελευταίες εβδομάδες και στη χώρα μας μέσα από το νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού – δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά. Οι συγγραφείς του βιβλίου, παρακάμπτοντας τις συχνές αναφορές στην εθνική ετερότητα Ελλήνων και Τούρκων, πιστεύουν αφελώς ότι τελικά θα την καταργήσουν και θα την απαλείψουν, ως εάν να ήταν ένα απλό λεκτικό κατασκεύασμα. Στην πραγματικότητα βέβαια απλά την παραβλέπουν. Με το να μην αναφέρουμε τις πραγματικές διαφορές που έχουμε με κάποιον άλλον για να μην καλλιεργείται δήθεν ένταση, όχι μόνο δεν εξαλείφουμε αυτές τις διαφορές, αλλά προχωράμε και σε μια πρωτοφανή και κωμική πράξη στρουθοκαμηλισμού. Οι διαφορές αυτές όχι μόνο ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, αλλά ανάμεσα σε όλα τα έθνη, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν όχι επειδή πρέπει να υπάρχουν, όχι δηλαδή για ιδεολογικούς λόγους (αυτή είναι η εσκεμμένη αντιστροφή που επικαλούνται ορισμένοι), αλλά επειδή απλούστατα δημιουργούνται από τις διαφορετικές συνθήκες μέσα στις οποίες, όπως αναφέραμε και παραπάνω, ζουν οι διάφορες ομάδες ανθρώπων. Πρέπει συνεπώς να τονίζουμε την ετερότητα όχι μόνο γιατί δεν μπορεί να μην υπάρχει, αλλά και γιατί αποτελεί τελικά την ουσία της ίδιας της ανθρώπινης εξέλιξης. Η μορφή βέβαια με την οποία πρέπει να τονίζονται αυτές οι διαφορές δεν πρέπει αποκτά σε καμία περίπτωση επιθετικό χαρακτήρα, γιατί σε αυτή την περίπτωση από το χώρο του πατριωτισμού και του υγιούς εθνισμού θα βρεθούμε στον επικίνδυνο χώρο του εθνικισμού και του σοβινισμού. Το να αποδίδουμε, όμως, εξ αρχής σε κάθε εκδήλωση της ετερότητας τη μομφή του εθνικισμού είναι οπωσδήποτε μια εξίσου ακραία προκατάληψη όσο και ο ίδιος ο εθνικισμός. Αλλά αυτό δεν το αποδέχονται όσοι δεν είναι αμερόληπτοι….
Πριν λοιπόν αποδεχτούμε κάθε πύρινο λόγο κατά της ετερότητας και της διαφορετικότητας στο όνομα μιας αόριστης «πανανθρώπινης αλληλεγγύης» από αυτούς που συχνά πυκνά μας βομβαρδίζουν, ας αναλογιστούμε όχι μόνο τη δυνατότητα της εφαρμογής του, αλλά και το βαθμό της αντικειμενικότητάς του. Το πιο πιθανό είναι ότι προσπαθεί να παρουσιάσει ως αντικειμενική μια άποψη καθαρά υποκειμενική, άρα ότι προσπαθεί να εξαπατήσει…..
ΠΟΣΟ ΑΝΗΚΟΥΜΕ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ;

Ο υλιστικός, ατομοκεντρικός και αστικός πολιτισμός που διαμορφώθηκε και παγιώθηκε στη δυτική Ευρώπη αλλά και στις Η.Π.Α. μετά το Διαφωτισμό, κατέστη από νωρίς, όπως αναφέραμε και σε προηγούμενα σημειώματα, μια διακριτή ιστορική και πολιτισμική κατηγορία που δηλώνεται με τον εύχρηστο όρο «Δύση». Ως επιμέρους εκφάνσεις, πάντως, αυτού του πολιτισμικού μοντέλου θεωρούνται σήμερα οι κουλτούρες όχι μόνο των δυτικοευρωπαϊκών χωρών και των Η.Π.Α., αλλά και πολλών ακόμα χωρών που κατά το μάλλον ή ήττον δε σχετίζονται γεωγραφικά με τον δυτικοευρωπαϊκό χώρο, όπως π.χ. η χώρα μας. Ο όρος συνεπώς «Δύση» έχει υποστεί μια σαφή διεύρυνση η οποία μάλιστα είναι πλέον αποδεκτή χωρίς ιδιαίτερες ενστάσεις.
Και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, όπως και στην περίπτωση της μεταφυσικής, είναι πολύ σημαντικό να διευκρινίσουμε πρώτα απ’ όλα ποιος είναι ο φορέας αυτής της άποψης. Πρέπει να δούμε, με άλλα λόγια, από πού προέρχεται η άποψη ότι χώρες μη δυτικοευρωπαϊκές, όπως και η Ελλάδα, ανήκουν στη Δύση και ότι μπορούν να περιγραφούν επακριβώς από την ιστορική και πολιτισμική αυτή κατηγορία. Και είναι απαραίτητο αυτό διότι έτσι μόνο μπορούμε να διαγνώσουμε την εγκυρότητα και την αντικειμενικότητα αυτής της άποψης.
Αν λοιπόν αυτή η θεώρηση προέρχεται από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, πιθανότατα προβάλλει η ίδια η Δύση το πολιτισμικό της μοντέλο σε άλλα έθνη και λαούς για λόγους καθαρά κυριαρχικούς, χωρίς αυτά τα έθνη να έχουν υιοθετήσει πραγματικά αυτό το μοντέλο. Και είναι λογικό να το πράττει αυτό, καθώς έτσι ενισχύει το κύρος της και δημιουργεί την εντύπωση ότι έχει ρόλο προτύπου στο σύγχρονο κόσμο. Η υπαγωγή, εξάλλου, μη δυτικοευρωπαϊκών χωρών στη Δύση μπορεί να προέρχεται και από αυτές τις ίδιες τις χώρες, και πιο συγκεκριμένα από μια μερίδα ανθρώπων τους που για κάποιο λόγο εκτιμούν και συμπαθούν τη Δύση. Όσον αφορά την Ελλάδα, αυτό συνέβη κατ’ εξοχήν κατά την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι λόγιοι του Διαφωτισμού θεώρησαν ότι η Ελλάδα σχετίζεται άμεσα με τη Δύση κυρίως επειδή οι ίδιοι είχαν κάποια επαφή με αυτήν (ζούσαν και δρούσαν εκεί). Κάτι παρόμοιο βέβαια συμβαίνει και σήμερα. Και στις δύο λοιπόν αυτές πιθανές περιπτώσεις ενέχεται το υποκειμενικό στοιχείο. Υπάρχει μια προκατάληψη υπέρ της Δύσης. Οι μεν δυτικοευρωπαίοι αρέσκονται να πιστεύουν ότι ο πολιτισμός τους έχει επιβληθεί και σε άλλα έθνη, οι δε απανταχού και όχι μόνο οι Έλληνες «δυτικόφιλοι» θεωρούν ότι η Δύση έχει κάτι κοινό με αυτούς και την πατρίδα τους και ότι με κάποιο τρόπο τους εκφράζει. Και ποια είναι λοιπόν η αλήθεια; Ανήκουν τελικά οι μη δυτικοευρωπαϊκές χώρες της Δύσης…….στη Δύση; Το οξύμωρον της ερώτησης προοικονομεί νομίζω την απάντηση….
Ας αναφερθούμε, όμως, πιο συγκεκριμένα στη χώρα μας. Η θέση της Ελλάδας στον πολιτισμικό χώρο της Δύσης θεωρείται σήμερα σχεδόν αδιαμφισβήτητη. Οι λεγόμενοι «ευρωπαϊστές» μας έχουν πείσει ότι η Ελλάδα όχι μόνο ανήκει πλέον στη Δύση, αλλά και ότι πρέπει να ανήκει σε αυτήν λόγω της παράδοσής της. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουμε και σε αυτή την περίπτωση μια προβολή υποκειμενικών απόψεων πάνω σε μια πραγματικότητα: επειδή οι «ευρωπαϊστές» αγαπούν τη Δύση και τον πολιτισμό της πιστεύουν ότι και η Ελλάδα ανήκει σε αυτόν και ότι ο πολιτισμός της χώρας μας είναι ομόλογος με αυτόν της Δύσης. Κανένα βέβαια από αυτά τα δύο δεν ισχύει….
Κατ’ αρχήν, η αδιαμφισβήτητη οικονομική και γεωπολιτική σχέση της Ελλάδας με τον δυτικό κόσμο σήμερα, η οποία προβάλλεται συχνά ως απόδειξη της «δυτικότητάς» μας, δε συνεπάγεται απαραίτητα και ευθεία πολιτισμική σχέση με τη Δύση. Ειδικά στην Ελλάδα, περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη χώρα «εκδυτικισμένη», συνεχίζουν να υφίστανται, έστω και με εμφανή πλέον τον κίνδυνο της αλλοίωσής τους, πολιτισμικές αξίες, κοινωνικοί κώδικες, αντιλήψεις και συνήθειες ολότελα διαφορετικά από αυτά της Δύσης. Η πίστη στο θεσμό της οικογένειας, η βαθιά ριζωμένη αντίληψη της ζωής ως κοινωνικού και όχι ως ατομικού φαινομένου – αντίληψη που γεννά την αλληλεγγύη και τον καθημερινό ανθρωπισμό -, καθώς και η εξίσου καλά στεριωμένη σχέση με τη μεταφυσική είναι μερικά μόνο στοιχεία του σύγχρονου νεοελληνικού πολιτισμού ( θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πολλά ακόμα) που απουσιάζουν πλήρως από τον δυτικό πολιτισμό και το σύστημα αξιών του και τα οποία εξακολουθούν να μας διαχωρίζουν σαφώς από αυτόν, σε πείσμα εκείνων που θέλουν να βλέπουν αλλιώς τα πράγματα.
Η σθεναρή διατήρηση αυτών των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων στη χώρα μας οφείλεται φυσικά στην βαθιά ιστορική, μακραίωνη θεμελίωσή τους και στην καθαρά παραδοσιακή τους διάσταση – και εδώ ερχόμαστε στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος των «ευρωπαϊστών», ότι δηλαδή ο πολιτισμός μας είναι ομόλογος με τον δυτικό. Ο νεοελληνικός πολιτισμός έχει διαμορφωθεί μέσα από διεργασίες όχι μόνο εντελώς ανόμοιες, αλλά και χρονικά άσχετες με τις διεργασίες μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε ο νεότερος δυτικός. Ενώ η Δύση είναι στην πραγματικότητα ένα πολιτισμικό μόρφωμα που άρχισε να σχηματίζεται στον ύστερο Μεσαίωνα μέσα από την ίδρυση των πρώτων δυτικοευρωπαϊκών εθνικών κρατών, την άνοδο της αστικής τάξης και την εμφάνιση των εθνικών γλωσσών, ο νεοελληνικός πολιτισμός αποτέλεσε την τελική αποκρυστάλλωση μιας μακραίωνης συνθετικής διεργασίας αντιτιθέμενων πολλές φορές στοιχείων, της οποίας η απαρχή χάνεται στα ομηρικά χρόνια. Στηρίζεται συνεπώς σε μια παράδοση με εντελώς διαφορετικά και πολύ πιο περίπλοκα στο χρόνο νήματα από αυτά στα οποία στηρίζεται η Δύση.
Και στο περιεχόμενο βέβαια αυτής της παράδοσης είναι μεγάλες οι διαφορές. Οι «ευρωπαϊστές» χλευάζουν πολύ συχνά τον όρο «καθ’ ημάς Ανατολή» που δειλά προφέρεται από ορισμένους κύκλους ώστε να διαχωριστούμε από τη Δύση. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός είναι και ο καταλληλότερος όρος. Ο ελληνικός πολιτισμός μέσα από μια πραγματικά μοναδική πνευματική περιπέτεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα κατόρθωσε να διαμορφώσει έναν εντελώς διακριτό και ενιαίο χαρακτήρα που συνένωσε ακόμα και στοιχεία που ήταν αρχικά αντιτιθέμενα ή ως ένα βαθμό ασύμβατα. Η «καθ’ ημάς Ανατολή» δεν είναι, όπως λένε οι «ευρωπαϊστές», ένα ιδεολόγημα που έχουν κατασκευάσει ορισμένοι για να αποφύγουν το «μίασμα»της Δύσης, αλλά αντίθετα μια πραγματική ιστορική κατηγορία, διαφορετική από αυτή της Δύσης. Μια κατηγορία που ως κύριό της γνώρισμα έχει μια μοναδική, αλλά όχι και παρά φύσιν σύζευξη του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Οι δύο αυτοί κολοσσοί του ανθρώπινου πολιτισμού, μέσα από μια εντελώς ιδιότυπη αλληλεπίδραση, βρήκαν σημεία επαφής – ενδεικτικά: το κύρος της μεταφυσικής, την έννοια της κοινωνίας – και δημιούργησαν τελικά μια ανατολική παράδοση, εντελώς διακριτή από την δυτική και από την ανατολική-μουσουλμανική. Αυτό ακριβώς αποδεικνύει ότι η ελληνική αρχαιότητα που θεωρείται η βαθύτερη πηγή του νεότερου δυτικού πολιτισμού, είναι μέρος μιας εντελώς άλλης παράδοσης και ότι η υιοθέτησή της ως προτύπου από τη Δύση ήταν περισσότερο ένα δάνειο και μια απομίμηση, παρά μια οργανική και φυσική εκμετάλλευσή της, πράγμα που τελικά οδήγησε και σε μια επιλεκτικά και χρησιμοθηρικά διαστρεβλωτική αντιμετώπισή της από τη Δύση. Αλλά αυτό το ζήτημα απαιτεί ξεχωριστή διαπραγμάτευση. Όταν λοιπόν λέμε ότι ανήκουμε στη Δύση, πρέπει να αναλογιζόμαστε και το βαθμό στον οποίο ανήκουμε, αλλά και αν πρέπει να ανήκουμε σε αυτήν. Κι αυτό γιατί έχουμε έναν ιδιαίτερο πολιτισμό που λόγω της ιστορικής του βαρύτητας δεν πρέπει να αφανιστεί.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ (ΚΑΙ) ΣΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ

Ο προγραμματικά διττός στόχος του Διαφωτισμού, δηλαδή ο εξοβελισμός αρχικά της μεταφυσικής ως εργαλείου ερμηνείας του κόσμου από τον άνθρωπο και η ακόλουθη αντικατάστασή της από την ατομική συνείδηση, επιτεύχθηκε, όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο σημείωμα, μέσα σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα χάρη στις ραγδαίες κοινωνικές, οικονομικές και παραγωγικές εξελίξεις στη δυτική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα. Ο καπιταλιστικός, αστικός, ατομικιστικός και υλιστικός κόσμος που αναδύθηκε εκείνη την εποχή και που υφίσταται έστω εξελιγμένος μέχρι σήμερα, καταχωρίστηκε έτσι στην ιστορία ως το πρώτο πολιτισμικό μόρφωμα που ενσυνείδητα και εμπρόθετα ήρθε σε πλήρη διάσταση και ρήξη με κάθε τι εξωκοσμικό, άυλο και μη εμπειρικό- αισθητηριακό, κοντολογίς με κάθε τι μεταφυσικό.
Ένα εύλογο ερώτημα που γεννάται καθώς πραγματοποιεί κανείς αυτή τη σκιαγράφηση της δυτικής κουλτούρας, είναι «ποιός τα λέει όλα αυτά;». Με άλλα λόγια: «αυτή η εικόνα που υπάρχει παγκόσμια για τη Δύση από πού προέρχεται;». Η απάντηση είναι βέβαια «από την ίδια τη Δύση». Όπως είχαμε άλλωστε αναφέρει και σε παλαιότερο σημείωμα, η αυτοαναφορικότητα και ο αυτοπροσδιορισμός υπήρξαν εξ αρχής πρωταρχικά μελήματα της νεωτερικότητας. Ο νεότερος κόσμος έπρεπε εκ των πραγμάτων και από τη φύση του να διαχωριστεί από κάθε τι άλλο.
Το να αυτοπροσδιορίζεται κάποιος και να καθορίζει την ταυτότητά του δεν είναι απαραίτητα ή εξ υπαρχής κακό – πολύ περισσότερο, δηλώνει αυξημένη αυτοσυνείδηση. Κρύβει, ωστόσο, την επικίνδυνη παγίδα του εγκλωβισμού στην εικόνα που σχηματίζει ο ίδιος για τον εαυτό του. Τούτο είναι επικίνδυνο γιατί αυτή η αυτοεικόνα πολλές φορές δεν είναι γνήσια και αληθινή, αλλά συγχέεται εύκολα με τις προσδοκίες και τις αξιώσεις που έχει κανείς για τον ίδιο του τον εαυτό. Νομίζουμε π.χ. συχνά ότι έχουμε κάποια χαρακτηριστικά, ενώ στην πραγματικότητα δεν τα έχουμε· και επειδή θα θέλαμε να τα έχουμε, τα προβάλλουμε στην τωρινή μας κατάσταση. Στην περίπτωση του νεωτερικού δυτικού πολιτισμού ισχύει κάτι παρόμοιο. Η εικόνα που υπάρχει για τη Δύση σήμερα σε όλο τον κόσμο, ότι δηλαδή έχει αποκηρύξει πλήρως τη μεταφυσική, όχι μόνο έχει δημιουργηθεί από την ίδια, αλλά είναι παραμορφωτική και επίπλαστη. Ή πιο σωστά, επειδή έχει δημιουργηθεί από την ίδια, είναι παραμορφωτική και επίπλαστη. Η απόλυτη και οριστική απάλειψη της μεταφυσικής είναι – ακόμα και σήμερα – περισσότερο ένας «ευσεβής» πόθος, ένα ρητορικό πρόταγμα της νεωτερικότητας, παρά μια συντελεσμένη πραγματικότητα. Είναι κάτι που θα ήθελε πολύ να πετύχει, αλλά δεν το έχει επιτύχει και που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο συνεχίζει επίμονα να το προβάλλει ως βασικό της γνώρισμα μήπως επιτύχει την λεγόμενη αυτοεκπληρούμενη προφητεία!
Την κατασκευασμένη αυτή «πραγματικότητα» και εικόνα την ανακαλύπτουμε όχι μόνο διαπιστώνοντας ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν έστω και σχετικά λίγοι άνθρωποι στο δυτικό κόσμο με μεταφυσικές ανησυχίες, αλλά παρατηρώντας – και αυτό είναι ειρωνικό – ότι από τα πρώτα της βήματα μέχρι και σήμερα η νεότερη Δύση έχει οδηγηθεί τελικά σε μια δική της μεταφυσική. Ο νεότερος δυτικός πολιτισμός υιοθέτησε και εφάρμοσε πολύ γρήγορα έναν τρόπο έκφρασης μεταφυσικό, με την τεχνική πια έννοια του όρου, ο οποίος δημιούργησε ξανά ό,τι υποτίθεται στόχευε να διαλύσει. Η νεωτερικότητα και ο σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής προβλήθηκαν π.χ. μέσω της αποικιοκρατίας με όρους μυθολογικούς. Η Δύση από ιστορική πραγματικότητα ανάχθηκε σε ιδέα, σε κάτι πρότυπο και σχεδόν ιερό, που έπρεπε να διαδοθεί σε όλο τον κόσμο, έγινε εντέλει μια κοσμική θρησκεία. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την έννοια του ατόμου, η οποία πραγματικά θεοποιήθηκε π.χ. από αυτόν που είπε ότι «ο Θεός πέθανε» (βλ. Νίτσε)! Πολλές, εξάλλου, θεωρίες που προγραμματικά θεωρούνταν αμιγώς υλιστικές (βλ. κομμουνισμός) κατέληξαν να αποτελούν μοντέρνες θρησκείες. Μπορεί να απαρνήθηκε λοιπόν η Δύση τις γνωστές θρησκείες, αλλά δεν μπόρεσε να απαλλαγεί τελικά από έναν μεταφυσικό τρόπο έκφρασης και σκέψης. Και η αυτοεικόνα που σχημάτισε ήταν μια ιδεολογική κατασκευή αυτοβαυκαλισμού και αυθυποβολής για τη δήθεν αποκήρυξη της μεταφυσικής, η οποία (κατασκευή) κατέληξε και η ίδια τελικά να γίνει ένα οιονεί θρησκευτικό δόγμα. Όλα αυτά δείχνουν ότι η νεότερη δυτική κουλτούρα πολεμώντας τη μεταφυσική «λακτίζει προς κέντρα » και ότι διακατέχεται από υπέρμετρες φιλοδοξίες που – το κυριότερο – αντιστρατεύονται βασικά συστατικά του ανθρώπινου ψυχισμού και της ανθρώπινης συνείδησης. Η μεταφυσική είναι, όπως δείχνει ειρωνικά και η πορεία της ίδιας της Δύσης, μια σχεδόν αδήριτη αναγκαιότητα της ανθρώπινης φύσης, που αντιστέκεται καταστροφικά σε όποιον την αντιπαρέρχεται με ευκολία και αλαζονεία. Ας μην είμαστε λοιπόν τόσο προκατειλημμένοι εναντίον της.
ΔΥΣΗ: ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ….

Σε προηγούμενο σημείωμα έγινε σαφές ότι το κυριότερο στοιχείο του νεότερου δυτικού κόσμου το οποίο εξ αρχής τον διαχώρισε και συνεχίζει να τον διαχωρίζει από κάθε πρότερη μορφή πολιτισμού, είναι η απαξίωση και η ακύρωση της μεταφυσικής. Η ρήξη του Διαφωτισμού με το παρελθόν, είτε το χριστιανικό-μεσαιωνικό είτε το ελληνορωμαϊκό, ήταν στην ουσία της και στον πυρήνα της μια ρήξη με την έως τότε κυριαρχία της μεταφυσικής στην πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες του Διαφωτισμού (κοινωνικές επαναστάσεις, αστικοποίηση, δημιουργία εθνικών κρατών, βιομηχανική επανάσταση) έφεραν τελικά σε πέρας το αρχικό πρόγραμμα του πνευματικού αυτού κινήματος. Ο νεότερος δυτικός άνθρωπος «απαλλάχτηκε» από το παλαιότερο «βάρος» και αφέθηκε μόνος του πλέον να ρυθμίσει τη ζωή του και να διεκδικήσει την υλική και βιοτική του ευτυχία. Το βασικό αίτημα του Διαφωτισμού, η ατομική ελευθερία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πλέον σήμερα, έστω και κάτω από τον ευρύ όρο «ανθρώπινα δικαιώματα», ο θεμέλιος λίθος της δυτικής κουλτούρας, αυτό που τελικά την διακρίνει από κάθε άλλο σύγχρονο πολιτισμικό μόρφωμα.
Αυτή η μοναδική στην ιστορία μεταπήδηση από τη μεταφυσική στον ίδιο τον άνθρωπο οδήγησε αυτόματα σε μια σειρά από εξίσου μοναδικές οντολογικές και γνωσιολογικές ανατροπές, γέννησε μια εντελώς νέα κοσμοθεωρία. Με την άρνηση της οποιασδήποτε μορφής της μεταφυσικής (μοίρας, τύχης, θεού, ιδεών κλπ.) ο άνθρωπος έγινε πλέον ο ίδιος το μοναδικό έγκυρο μέτρο για την ερμηνεία και την κατανόηση του κόσμου. Όλες οι παλιές κατηγορίες νόησης και γνώσης, οι αρχές με τις οποίες προσέγγιζε ο άνθρωπος τον κόσμο κατέρρευσαν ως στοιχεία εξωγενή του ανθρώπου, με αποτέλεσμα η πρόσληψη του εμπειρικού κόσμου από την ατομική συνείδηση να αναδυθεί ως το μοναδικό βέβαιο εργαλείο ερμηνείας των φαινομένων. Η μεγάλη επανάσταση έγινε βέβαια με τον Kant, ο οποίος διακήρυξε οριστικά την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τον εαυτό του και να κατανοήσει τα ίδια τα πράγματα αντικειμενικά. Ο κόσμος, με άλλα λόγια, έπαψε να έχει την εξωτερική του ανεξαρτησία από τον άνθρωπο ή, αντίστροφα, ο άνθρωπος έπαψε να αντικρύζει τον κόσμο ως μια αντικειμενική εξωτερική πραγματικότητα η οποία διέπεται από τους δικούς της νόμους. Πολύ περισσότερο, έπαψε έτσι να αναγνωρίζει και κάθε μορφή μεταφυσικής, κάθε μορφή δηλαδή δύναμης ανώτερης και μη επαληθεύσιμης εμπειρικά από τον άνθρωπο. Το άτομο και η ιδιαίτερη, μοναδική συνείδησή του αναδείχτηκαν σε όλο τους το μεγαλείο.
Όπως έχουμε ξανατονίσει, η ταυτόχρονη ανάδειξη της ανθρώπινης ατομικότητας και ιδιαιτερότητας και ο απογαλακτισμός του ανθρώπου από τη μεταφυσική, έχουν πιστωθεί στο Διαφωτισμό και ευρύτερα στη νεωτερικότητα ως κοσμοϊστορικά, σχεδόν προμηθεϊκά κατόρθωματα, ως τα πιο θαρραλέα βήματα που έχει κάνει ποτέ ο άνθρωπος στην ιστορία του. Αυτή η μυθοποίηση του νεωτερικού πολιτισμού είναι εύλογη μεν, αλλά την ίδια στιγμή αποκρύπτει τα εγγενή προβλήματά του και – το κυριότερο – τα νέα δραματικά κενά και ερωτηματικά που εκ των πραγμάτων προκάλεσε.
Η κατάργηση της μεταφυσικής και η ανάδειξη της ατομικής πρόσληψης του κόσμου οδηγούν κατ’ αρχήν σε έναν απόλυτο και άκρατο σχετικισμό που έχει ως κέντρο του το άτομο, άρα σε έναν πλήρη ατομικισμό. Οντολογικές και γνωσιολογικές αρχές γενικού και καθολικού κύρους παύουν πλέον να υφίστανται και όλα είναι εξαρτημένα από την ατομική συνείδηση. Τίποτα βέβαιο δεν υπάρχει, τίποτα δεν είναι σίγουρο, και καμία συλλογική άρα και κοινωνική ή ηθική αρχή δεν έχει αντικειμενικό κύρος. Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, που γεννά η νεωτερική αυτή ανάδειξη του ατόμου είναι ότι παύει πλέον να εκπληρώνεται μια βασική, ζωτική ανάγκη του ανθρώπου: η ανάγκη του για ένα θεμέλιο, για μια απροϋπόθετη και αδιαπραγμάτευτη βάση και αρχή. Η αντικατάσταση των παλαιότερων θεμελίων από το ίδιο το άτομο την οποία επιχείρησε πολλές φορές ο δυτικός πολιτισμός για να αναπληρώσει το τεράστιο αυτό κενό, μαρτυρά οπωσδήποτε αυτή την αέναη και έμφυτη αγωνία του ανθρώπου για την ασφάλεια και τη βεβαιότητα, για την αιωνιότητα, αλλά είναι από τη φύση της ανεπαρκής και προβληματική. Η αυτοθεμελίωση, η πίστη του ατόμου ότι είναι το ίδιο κάτι βέβαιο και σίγουρο, είναι μια αιρετική και για αυτό το λόγο ματαιόπονη προσπάθεια να ενδυθεί ο κόσμος του Γίγνεσθαι και της φθοράς στον οποίο «πάντα ρει», τις αέναες και σταθερές ιδιότητες του κόσμου του Είναι. Τα ασφαλή και απροϋπόθετα θεμέλια που αναζητά ο άνθρωπος ανήκουν εκ των πραγμάτων στο χώρο της μεταφυσικής γιατί απλούστατα είναι έξω και πάνω από το φθαρτό και διαρκώς εξελισσόμενο χωροχρονικό πλαίσιο του κόσμου.
Εφόσον αυτή η αυτοαναφορική διαδικασία στην οποία έχει εμπλακεί ο δυτικός άνθρωπος για να βρει ένα σίγουρο θεμέλιο έστω και μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, αποβαίνει άκαρπη και στείρα και του αφήνει αναπάντητα τα έμφυτα υπαρξιακά και οντολογικά ερωτήματά του, εύλογα αναρωτιόμαστε σε ποιό βαθμό τελικά ο νεότερος δυτικός πολιτισμός είναι τόσο ανθρωπιστικός, όσο θέλει να πιστεύει και διακηρύσσει ότι είναι. Η απάντηση έρχεται μάλλον αβίαστα. Αν η πραγματική έννοια και ουσία του ανθρωπισμού είναι τελικά η πληρέστερη δυνατή κατανόηση όλων, ακόμα και των βαθύτερων αναγκών του ανθρώπου, και όχι μόνο η επίτευξη ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, προφανώς ο «προοδευτικός» δυτικός κόσμος έχει αφήσει τους ανθρώπους του μόνους και αβοήθητους να αναζητούν μέσα σε έναν κόσμο υλικής αφθονίας και ευμάρειας μεν, αλλά φθαρτό και εφήμερο, μια απόλυτη βεβαιότητα και σιγουριά, ένα τελικό και απροϋπόθετο θεμέλιο που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Κάποιοι θα αντιτείνουν σε όλους αυτούς τους προβληματισμούς ότι αυτό ίσως ήταν τελικά το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει ο άνθρωπος για να κατακτήσει την πολυπόθητη ελευθερία και την ευημερία που απολαμβάνει σήμερα. Ίσως να είναι έτσι. Το να δεχόμαστε, όμως, ένα τέτοιο τίμημα σημαίνει ότι έχουμε αλλοτριωθεί πλήρως ως άνθρωποι και ότι έχουμε φτάσει στο απόλυτο εκείνο σημείο του πεσιμισμού και του μηδενισμού όπου δεν έχουμε ανάγκη πλέον για κανένα θεμέλιο, για καμιά βεβαιότητα, αλλά απλά υπάρχουμε και διεκπεραιώνουμε τις υλικές μας ανάγκες. Αν σε αυτό τον εκφυλισμό της ανθρώπινης φύσης έχει οδηγήσει η έλλειψη θεμελίων και «φάρων», σταθερών και αιώνιων στηριγμάτων μέσα στον διαρκώς ρέοντα κόσμο, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και να επιστρέψουμε στην πηγή αυτών των αγαθών: στη μεταφυσική. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια είναι να νικήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Αυτό τελικά ίσως είναι και το δυσκολότερο μέσα στον ατομοκεντρικό κόσμο της νεωτερικότητας. Αξίζει, ωστόσο, να προσπαθήσουμε.
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ: ΕΞΟΡΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΟ ΚΟΣΜΟ;

Αν υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο (ανάμεσα στα άλλα) γνώρισμα του νεότερου δυτικού πολιτισμού, τούτο είναι ότι αυτοπροσδιορίζεται. Ο νεότερος δυτικός κόσμος, από τις απαρχές του κιόλας, έχει προσπαθήσει σχολαστικά, επίμονα και – το κυριότερο – συνειδητά να καθορίσει τον εαυτό του, να αποκρυσταλλώσει την ταυτότητά του και να δημιουργήσει τελικά μέσα από αυτή την αυτοαναφορική διαδικασία μια αυτοσυνειδησία. Ο νεότερος δυτικός άνθρωπος δεν υπάρχει απλώς στο χωροχρόνο ως μέρος της αέναης πορείας του, αλλά έχει αποκτήσει συνείδηση της θέσης του μέσα σε αυτόν και έχει οδηγηθεί έτσι σε μια ιστορική και πολιτισμική αυτογνωσία.
Κάθε τι βέβαια που αυτοπροσδιορίζεται, την ίδια στιγμή διαχωρίζεται και διακρίνεται από κάθε τι άλλο. Ο νεότερος δυτικός κόσμος έχει έτσι αυτοκαθοριστεί ως «νεότερος δυτικός» όχι μόνο επειδή είναι τέτοιος, αλλά και για να διαχωριστεί σαφώς από ό,τι προηγήθηκε στο παρελθόν. Ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα αυτή η τάση αυτοκαθορισμού και διάκρισης του δυτικού κόσμου παίρνει την πρώτη ρητή της υπόσταση όταν πολλοί Ευρωπαίοι φιλόσοφοι και πνευματικοί άνθρωποι (π.χ. Σίλλερ) μιλούν λιγότερο ή περισσότερο ευθέως για τη «μάχη των αρχαίων και των νεοτέρων», στην οποία τελικά επικρατούν οι νεότεροι, οι moderns. Όλοι αυτοί νιώθουν ότι κάτι έχει αλλάξει οριστικά πλέον στο δυτικό κόσμο και πολιτισμό, ότι έχει επέλθει μια βαθιά ρήξη με όλα όσα προηγήθηκαν, τα οποία στο σύνολό τους αντιμετωπίζονται ως «αρχαία» με την έννοια του πρωταρχικού και απλοϊκού. Το κυριότερο, όμως, είναι πως ήδη νιώθουν και έχουν συνειδητοποιήσει ότι αποτελούν μια νέα, σαφή και διακριτή ιστορική κατηγορία, τους μοντέρνους, νεωτερικούς ανθρώπους. Ακόμα και σήμερα, η νεωτερικότητα (modernity) είναι ο ευρύς και αδρός όρος με τον οποίο η όψιμη πια Δύση προσπαθεί να αυτοκαθοριστεί απέναντι σε οτιδήποτε άλλο.
Σύμφωνα με την εικόνα που έχει κατασκευάσει η Δύση για τον εαυτό της, τα στοιχεία που τη διαχωρίζουν και την απομακρύνουν τόσο πολύ από κάθε τι παλαιότερο είναι πολλά και σημαντικά: η δημοκρατία, οι ατομικές ελευθερίες, η κοινωνική ισότητα, η αστική και βιομηχανική ζωή, η άνοδος της τεχνολογίας – πράγματα που πριν από το νεότερο δυτικό πολιτισμό ή δεν είχαν καν εμφανιστεί ή απλά δεν είχαν προαχθεί και τελειοποιηθεί. Όλα, ωστόσο, ανεξαιρέτως αυτά τα επιμέρους διακριτικά γνωρίσματα με τα οποία αυτοπροσδιορίζεται η Δύση, εκπορεύονται και πηγάζουν από μια άλλη, θεμελιώδη διαφορά της με το παρελθόν: από το διαφορετικό κύρος και τη διαφορετική αξία που αναγνωρίζει στη μεταφυσική. Όπως σημειώσαμε παρεμπιπτόντως στο προηγούμενο σημείωμα, το βασικό γνώρισμα σύνολου του προνεωτερικού κόσμου, ελληνικού, ρωμαϊκού, χριστιανικού, είναι το κύρος της μεταφυσικής, η εδραιωμένη δηλαδή αντίληψη ότι πέρα από τον αισθητό, εμπειρικό και υλικό κόσμο, μέρος του οποίου είναι και ο άνθρωπος, υπάρχει και κάποιου είδους (αδιάφορο σε αυτό το σημείο ποιού είδους) ανώτερη, υπεραισθητή πραγματικότητα ή δύναμη – π.χ. οι ιδέες, οι θεοί ή ο Θεός, η τύχη, ακόμα και ο Λόγος.
Απέναντι ακριβώς σε αυτή τη στάση έρχεται ρητά και συνειδητά να αντιπαραταχθεί ο νεότερος δυτικός κόσμος, ο οποίος προσπαθεί πλέον να δημιουργήσει μια νέα κοσμοθεωρητική και φιλοσοφική βάση πάνω στην οποία θα χτιστεί το πολιτισμικό του οικοδόμημα. Με το κίνημα που εγκαινιάζει τη νεωτερικότητα, δηλαδή με τον Διαφωτισμό, ο οποίος – ειρήσθω εν παρόδω – στην πραγματικότητα αποκρυσταλλώνει και επιστεγάζει μακραίωνες πολιτισμικές και πνευματικές διεργασίες της δυτικής Ευρώπης, καταδικάζεται οριστικά η μεταφυσική ως το κυριότερο πρόσκομμα για την πρόοδο του ανθρώπου και του κόσμου, και περιορίζεται το πεδίο γνώσης και δράσης του ανθρώπου αποκλειστικά στον εμπειρικό κόσμο και στην ύλη. Ανοίγει έτσι διάπλατα ο δρόμος για τις νέες εξελίξεις της βιομηχανοποίησης, της αστικοποίησης, της καθιέρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της επιστήμης, οι οποίες, αν και φαινομενικά διαφορετικές μεταξύ τους, ξεκινούν στην ουσία τους από την θεμελιώδη διαφωτιστική και ευρύτερα νεωτερική παραδοχή και πεποίθηση ότι ο άνθρωπος έχει μείνει πλέον μόνος του με τον κόσμο και ότι είναι ένα αποκλειστικά υλικό ον που στοχεύει στην επιβίωση και την υλική ευτυχία.
Αυτός ο περιορισμός στην ύλη και την εμπειρία τον οποίο κόμισε η νεωτερικότητα, θεωρείται εν πολλοίς και στη σημερινή εποχή ως ένα μοναδικό κατόρθωμα του ανθρώπινου γένους με κοσμοϊστορική σημασία. Ο Διαφωτισμός, παρά τις αμφισβητήσεις που δέχεται, παραμένει στη δυτική συνείδηση ο ιερότερος αγώνας που έδωσε ο νεότερος άνθρωπος για να απαλλαγεί από τον μεγάλο και ακλόνητο δυνάστη που βασάνισε όλες τις προηγούμενες γενιές ανθρώπων: τη μεταφυσική. Είναι, όμως, τόσο μεγαλειώδης αυτή η συνεισφορά; Το κατόρθωμα ήταν εντέλει τόσο σημαντικό;
Πάλι φαίνεται πως φτάνουμε στα όρια του ρεβιζιονισμού. Γιατί να μη φτάσουμε, όμως; Ο νεωτερικός περιορισμός του πεδίου δράσης και γνώσης του ανθρώπου στην ύλη, παρότι έχει μια γυαλιστερή, γοητευτική, σχεδόν εκτυφλωτική όψη, είναι εξαιρετικά επιπόλαιος και εύκολος, σχεδόν πρόχειρος. Και πάνω απ’ όλα, ας μην το ξεχνάμε, είναι περιορισμός, στένωση: παραγνωρίζει ολωσδιόλου και με τρόπο απόλυτα δογματικό και αλαζονικό το πνευματικό, μη υλικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης και προσπαθεί να περιχαρακώσει αυστηρά τον άνθρωπο στο σαρκίο του και στον κόσμο που αισθάνεται. Η μεταφυσική, ωστόσο, εξηγείται πάνω απ’ όλα ανθρωπολογικά. Είναι μια φυσική και όχι επίκτητη ανάγκη του ανθρώπινου είδους πρώτα-πρώτα γιατί και αυτό το ίδιο δεν έχει μόνο υλική και φυσική διάσταση, αλλά περικλείει κάτι υπεραισθητό και αόρατο. Το πνεύμα, την ψυχή, το συναίσθημα, τον λόγο.
Αυτή η έμφυτη ανάγκη για μεταφυσική αποδεικνύεται βέβαια από την παρουσία κάθε είδους μεταφυσικών πεποιθήσεων σε όλους τους λαούς που έχει καταγράψει η ιστορία. Όσο υπάρχει και θα υπάρχει, ο άνθρωπος πάντοτε θα βιώνει το διχασμό μέσα στον οποίο είναι πλασμένος να ζει, ανάμεσα στην υλική και την πνευματική του υπόσταση, και πάντα θα αναζητά με κάθε είδους τρόπο να ξεπεράσει αυτό που βλέπει, ακούει, αισθάνεται και ζει, με την προσδοκία να βρει κάτι άλλο, ανώτερο, καλύτερο, ακόμα και σωτήριο. Δε «χωράει» ο άνθρωπος σε αυτό τον κόσμο και αυτό βέβαια δεν έπαψε να ισχύει και στη νεότερη Δύση. Το πρώτο χτύπημα στον υλισμό του Διαφωτισμού ήρθε πολύ νωρίς, στις αρχές του 19ου αιώνα με τον Ρομαντισμό, ο οποίος είδε ότι ο άνθρωπος δεν αρκείται στην υλική του υπόσταση, αλλά έχει ανάγκη το συναίσθημα και την Ιδέα. Παρότι από τα μέσα του 19ου αιώνα κατίσχυσε στην Ευρώπη ο θετικισμός, οι πνευματικές ανησυχίες δεν εξαλείφθηκαν. Ο συμβολισμός, ο υπερρεαλισμός και άλλα κινήματα που ακολούθησαν έδειξαν, στο καλλιτεχνικό τουλάχιστον επίπεδο, ότι δε σκοτώνονται τόσο εύκολα οι εσώτερες ανάγκες και ροπές του ανθρώπινου πνεύματος που θέλουν να ξεπεράσουν την πραγματικότητα. Τα τελευταία, εξάλλου, χρόνια πολλοί παρατηρούν (συχνά με φόβο) σε παγκόσμιο επίπεδο μια σταδιακή επάνοδο σε ανησυχίες πνευματικές, όπως η θρησκεία. Τα απίστευτα τεχνολογικά άλματα και το διαρκώς βελτιούμενο επίπεδο ζωής δε γεμίζουν (παρ’ ελπίδα πολλών) το σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος νιώθει ότι από όλα αυτά τα θαυμαστά επιτεύγματα λείπει πλήρως κάποιο βαθύτερο νόημα, πνευματικό.
Όλα αυτά πρέπει να μας προβληματίσουν κυρίως όσον αφορά την εγκυρότητα της αυτογνωσίας του δυτικού ανθρώπου, από την οποία ξεκινήσαμε. Η αυτοεικόνα της Δύσης φαίνεται τελικά να είναι αγκυλωμένη στις προγραμματικές δηλώσεις και στις προσδοκίες του Διαφωτισμού για την αποκήρυξη και το τέλος της μεταφυσικής, καθώς και για τη ρήξη με το παρελθόν. Η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει τόσο εύκολα, ακόμα και όταν υπάρχουν τόσοι ισχυροί παράγοντες αλλοτρίωσης όσοι και στη σημερινή υλιστική εποχή. Πριν εξορίσουμε λοιπόν οριστικά τη μεταφυσική από το σύγχρονο κόσμο, ας εξετάσουμε τις ανάγκες μας. Ίσως έτσι αλλάξουμε στάση….
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ:
ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

Λίγα θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στο πυκνό και μεστό άρθρο του Δρα κ. Ν. Πετρουλάκη «Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού» (Χ.Ν., 17/11/2006), μέσα από το οποίο κατέστη σαφές ότι κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες συντελέστηκε μια γόνιμη και ουσιαστική συνδιαλλαγή μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα και αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από τα ίδια τα πατερικά κείμενα. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι για να ανασχεθούν και να ελαττωθούν πραγματικά η προκατάληψη και η δυσπιστία με τα οποία αντιμετωπίζεται πάντοτε το ζήτημα των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού, πρέπει να γίνουν μερικές επιπλέον παρατηρήσεις και επισημάνσεις, με τις οποίες μπορούν να αναθεωρηθούν οι φαινομενικά ακράδαντες παραδοχές του σύγχρονου κόσμου για τις σχέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού που οδηγούν στη δυσπιστία και την προκατάληψη.
Το ζήτημα των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού αντιμετωπίζεται συνήθως με έναν αξιοπρόσεκτο και αρκετά σπάνιο κομφορμισμό. Όλοι σχεδόν συμμορφώνονται και παρακολουθούν άκριτα μια υποτίθεται αυταπόδεικτη νόρμα, ότι «ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι δύο απόλυτα αντίθετα πράγματα». Γι’ αυτό και σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν άμεσα ή έμμεσα, σα να θέλουν να αποποιηθούν εξ αρχής κάποια ευθύνη ή ενοχή, ότι δεν πρόκειται να επιχειρήσουν ή να προτείνουν κάποια συμφιλίωση ή κάποιο (τερατώδες;) συνταίριασμα δύο τόσο «αντίθετων φαινομένων», όπως ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός. Όπως, εξάλλου, συμβαίνει σε κάθε παρόμοια περίπτωση νόρμας και στερεοτύπου, έτσι και σε αυτή την περίπτωση έχει δημιουργηθεί μια στερεότυπη και πάγια «λίστα» λίγων, αποσπασματικών, αλλά εντυπωσιακών επιχειρημάτων, η οποία χρησιμοποιείται διαρκώς και κατ’ επανάληψη προς επίρρωσιν της αρχικής θεμελιώδους παραδοχής (στην προκειμένη περίπτωση ότι «ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι δύο απόλυτα αντίθετα πράγματα»). Έτσι, ένας υποψιασμένος αναγνώστης γνωρίζει με βεβαιότητα εκ των προτέρων ότι τα επιχειρήματα ενός άρθρου ή ενός δοκιμίου σχετικά με την αντίθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, θα είναι είτε η θανάτωση της εθνικής φιλοσόφου Υπατίας στην Αλεξάνδρεια, είτε η καταστροφή ειδωλολατρικών ναών από χριστιανούς κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, είτε η απαγόρευση των Ολυμπιακών Αγώνων από το Θεοδόσιο το Μέγα, είτε το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής της Αθήνας από τον Ιουστινιανό, είτε και όλα αυτά μαζί. Αυτά τα στερεότυπα μάλιστα έχουν σχεδόν γίνει και του συρμού μετά τη Μεταπολίτευση, καθώς το ζήτημα των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού έχει κατηγοριοποιηθεί στην κοινή γνώμη των Νεοελλήνων ως ένα ιδεολόγημα επικίνδυνα συγγενές με το γραφικό σύνθημα «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών» της επταετούς χούντας. Χωρίς λοιπόν ιδιαίτερη δυσκολία, χωρίς να έχει ιδιαίτερες και εξειδικευμένες γνώσεις, και με τη νομιμοποίηση και της προσωπικής του εμπειρίας από τη σύγχρονη ιστορία, ο μέσος Νεοέλληνας μειδιά υποτιμητικά όποτε ακούσει οτιδήποτε για τις σχέσεις του ελληνισμού και του χριστιανισμού.
Αυτή η στερεοτυπική αντιμετώπιση του ζητήματος των σχέσεων ελληνισμού και χριστιανισμού οφείλεται κατά βάθος σε μια εξίσου στερεοτυπική, απλουστευμένη και σχηματοποιημένη εικόνα και εντύπωση που υπάρχει γύρω από βασικές πτυχές του όλου ζητήματος. Κάθε φορά, κατ’ αρχήν, που γίνεται αναφορά στις σχέσεις ελληνισμού και χριστιανισμού ο ελληνισμός παρουσιάζεται σαν μια ιστορική κατηγορία απόλυτα ενιαία και με χαρακτηριστικά υποτίθεται ξεκάθαρα και βέβαια. Στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο μια ιστορική περίοδος άνω των χιλίων ετών συνοψίζεται και συστέλλεται βάναυσα και πλήρως αντιεπιστημονικά και γίνεται ένα εξαιρετικά απλουστευμένο διανοητικό κατασκεύασμα! Είναι μεθοδολογικά απαράδεκτο χάριν της οποιασδήποτε συντομίας ή σχηματοποίησης να ταυτίζεται σύνολος ο ελληνισμός με ορισμένα μόνο – κυρίαρχα δήθεν – χαρακτηριστικά, με τη λογική, με τη δημοκρατία, με τον εμπειρισμό, με τον ανθρωπισμό και την πρόοδο, και να παραγνωρίζονται πολλά άλλα γνωρίσματά του που όχι μόνο δεν ήταν περιθωριακά, αλλά τον χαρακτήριζαν διαχρονικά, όπως η μεταφυσική και η θεολογία.
Έτσι, οι περισσότεροι αρχίζουν με την αφελή και τρομακτικά αόριστη διατύπωση ότι «ο χριστιανισμός συναντήθηκε και συγκρούστηκε με τον ελληνισμό». Δεν διευκρινίζουν, όμως: με ποιόν ακριβώς ελληνισμό; Με αυτόν που έχουν όλοι κατά νου; Με τον ελληνισμό του Περικλή και της Αθήνας ή έστω του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Η απάντηση είναι βέβαια όχι. Ο ελληνισμός των πρώτων μ.Χ. αιώνων δεν είναι σε καμία περίπτωση ο κλασικός και αλεξανδρινός, αλλά ο αυτοκρατορικός. Και αυτό σημαίνει πολλά και καθοριστικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα σημαίνει ότι τα αμιγή χαρακτηριστικά του αρχαίου ελληνικού κόσμου δεν υφίστανται πλέον λόγω των νέων πολιτικών και διεθνών συνθηκών. Η Pax Romana μέσα στην οποία ανθίζει ο Χριστιανισμός είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι πολιτισμών και λαών. Ο ελληνισμός εξακολουθεί να έχει την γλωσσική και ευρύτερη πολιτισμική πρωτοκαθεδρία την οποία κληρονόμησε από τα αλεξανδρινά χρόνια, αλλά σταδιακά φθείρεται, αλλοτριώνεται και υπόκειται όλο και περισσότερο στις έντονες αλληλεπιδράσεις που συντελούνται στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η ελληνική πολιτική οργάνωση, εξάλλου, των παλαιότερων αιώνων που υπήρξε το θεμέλιο του ελληνικού πολιτισμού, έχει πλέον χαθεί και τα διακριτικά στοιχεία του ελληνικού κόσμου δεν έχουν πλέον την κατάλληλη βάση για να αναπτυχθούν. Ο ελληνισμός αποκτά πλέον μια όλο και λιγότερο σφριγηλή και διακριτή ταυτότητα και έχει όλο και λιγότερο τα μέσα να αντισταθεί στις συγκρητικές και αφομοιωτικές τάσεις της εποχής αυτής. Ο μυστικισμός και η μεταφυσική των δεκάδων νέων ανατολικών θρησκειών έρχονται να γεμίσουν το υπαρξιακό και πολιτικό κενό του αυτοκρατορικού ελληνισμού. Η κοινωνία και η πολιτεία έχουν γίνει ήδη από τα αλεξανδρινά χρόνια ατομοκεντρικές και οι ανησυχίες των πληθυσμών που συγκροτούν τον ελληνισμό τους πρώτους αιώνες μ.Χ. είναι πλέον περισσότερο πνευματικές παρά υλικές.
Ο Χριστιανισμός συνεπώς συναντά με την εμφάνισή του τον ελληνισμό μάλλον σε μια παρακμή του και το κυριότερο σε μια φάση του ολότελα διαφορετική από την κλασική και αλεξανδρινή. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει τελικά καμία κοσμοϊστορική σύγκρουση ούτε δύο πνευματικές «υπερδυνάμεις» συναντώνται στο απόγειό τους, όπως όλοι συχνά νομίζουμε. Αντίθετα μια νέα δυναμική παρουσία έρχεται να διεκδικήσει τα σκήπτρα από μια παλαιά πνευματική δύναμη που σιγά-σιγά και με πολλά εσωτερικά προβλήματα αποσύρεται.
Κάθε φορά πάντως που γίνεται λόγος για σύγκρουση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, πέρα από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Ελληνισμός όταν συναντήθηκε με το Χριστιανισμό, παραγνωρίζονται με υπερβολική αφέλεια και επιπολαιότητα ορισμένα πραγματικά σημεία επαφής που υπήρχαν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πνευματικούς ογκόλιθους. Το σημαντικότερο από αυτά είναι ίσως το κύρος της μεταφυσικής. Τόσο στον Ελληνισμό στη διαχρονία του (εκτός από εξαιρέσεις), όσο φυσικά και στο Χριστιανισμό η μεταφυσική είναι κυρίαρχη. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση και αντίληψη της μεταφυσικής στις δύο περιπτώσεις: στον Ελληνισμό η μεταφυσική είναι ανθρωποκεντρικά ιδωμένη, ενώ στον Χριστιανισμό εξ αποκαλύψεως. Ο πνευματικός χώρος, ωστόσο, παραμένει ο ίδιος. Η θεολογία είναι και στις δύο περιπτώσεις ο απώτερος στόχος και η υλική πραγματικότητα και η γνώση της δεν αποκόπτονται από τη μεταφυσική και την οντολογία. Τόσο ο Ελληνισμός όσο και ο Χριστιανισμός είναι πνευματικά φαινόμενα προνεωτερικά με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Λειτουργούν με τις ίδιες κατηγορίες σκέψης και ερμηνείας. Με το Χριστιανισμό έτσι έχουμε μια αναβάθμιση της μεταφυσικής και της θεολογίας του ελληνισμού και όχι τόσο μια σύγκρουση με αυτήν. Στο παλαιό σκεύος τοποθετείται ουσιαστικά ένα νέο περιεχόμενο. Αυτή άλλωστε η κοινή βάση της μεταφυσικής ανάμεσα στον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό αποδεικνύεται από την ευκολία και την ταχύτητα με την οποία διαδόθηκε στους ελληνόφωνους και ειδωλολατρικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Μεσογείου η χριστιανική θρησκεία.
Οι επαφές βέβαια έχουν και πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ο μυστικισμός του Χριστιανισμού δεν είναι, όπως πιστεύουμε, κάτι άγνωστο για τον Ελληνισμό. Ο Πυθαγορισμός, ο Ορφισμός και τα Ελευσίνια μυστήρια είναι κάποια από τα πιο πρόχειρα παραδείγματα ελληνικού μυστικισμού. Αυτό το χαρακτηριστικό εμφανίζεται βέβαια και κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες όταν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δέχονται με μεγάλη ανεκτικότητα τις διάφορες ανατολικές μυστηριακές θρησκείες. Ταυτόχρονα η κεντρική λειτουργία και σημασία του Λόγου στο Χριστιανισμό μόνο αντίθετη δεν είναι με την κεντρική θέση της λογικής στο διαχρονικό πλαίσιο του Ελληνισμού. Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια πλήρως αποφατική και μυστικιστική θρησκεία, παρόμοια με όλες τις άλλες ανατολικές, όπως προβάλλεται συνήθως, αλλά συνδυάζει την πίστη με τη γνώση. Αυτή η έλλογη πλευρά του είναι φυσικά ένα στοιχείο που τον γεφυρώνει ακόμα περισσότερο με τον Ελληνισμό. Πέρα από αυτά, είναι περιττό βέβαια να αναφέρουμε και πολλά ακόμα σημεία στη μεταφυσική του Ελληνισμού που απλά πήραν νέα μορφή με τον Χριστιανισμό (π.χ. το θείον του Πλάτωνα, την τελεολογία του Αριστοτέλη, τις δοξασίες για μεταθανάτια ζωή κ.ά. που απαιτούν βέβαια ξεχωριστή διαπραγμάτευση).
Όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν βέβαια ότι Ελληνισμός και Χριστιανισμός είναι πράγματα ταυτόσημα – αυτό θα ήταν μια νέα επικίνδυνη απλούστευση. Περισσότερο στοχεύουν στο να δείξουν ότι στη σημερινή εποχή απαιτείται περισσότερο από ποτέ εγρήγορση απέναντι στις σχηματοποιήσεις και τις γενικεύσεις που πραγματοποιούνται μέσα στην ακατάσχετη και ταχύτατη ροή πληροφοριών. Το ζήτημα λοιπόν της σχέσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού είναι και μια ευκαιρία να ελέγξουμε τα όρια της γενικότερης ποιότητας των γνώσεών μας. Αξίζει να βρούμε και άλλες τέτοιες ευκαιρίες. Θα μας ωφελήσει….
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (ΚΑΙ) ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Σε προηγούμενο σημείωμα αναφερθήκαμε ακροθιγώς στη συνεισφορά του Χριστιανισμού στο νεότερο δυτικό πολιτισμό, τονίζοντας ότι υπήρξε ουσιαστικά ο δεύτερος μετά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα σημαντικότερος πυλώνας πάνω στον οποίο χτίστηκε το νεότερο πολιτισμικό οικοδόμημα της Δύσης. Αυτή η παραδοχή, ωστόσο, δεν είναι διόλου αυτονόητη στη σημερινή εποχή. Η δυτική πνευματική κοινότητα, ενώ αναγνωρίζει σχετικά εύκολα στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα αρκετές από τις καταβολές της και τις ρίζες της, δυσκολεύεται με χαρακτηριστικό τρόπο να πιστώσει στο Χριστιανισμό κάποια από τα σημερινά της γνωρίσματα. Η χριστιανική θρησκεία, παρότι είναι ένα στοιχείο που ακόμα και σήμερα συνέχει την Ευρώπη, δεν αντιμετωπίζεται ως ένα κοινό σημείο αναφοράς του δυτικού κόσμου. Αυτή η μονόπλευρη αντιμετώπιση των ριζών του δυτικού πολιτισμού δεν οφείλεται μόνο στην εξιδανικευμένη προβολή και επάνοδο της αρχαιότητας στα νεότερα χρόνια και στη «σπίλωση» του χριστιανικού Μεσαίωνα από την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό, αλλά και στην ευρύτερη στάση που έχει υιοθετήσει ο νεότερος δυτικός κόσμος απέναντι στο φαινόμενο της θρησκείας και κυρίως απέναντι στο ρόλο που αυτό διαδραματίζει ή που πρέπει να διαδραματίζει στην πολιτισμική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Στην πραγματικότητα η ίδια η φύση της νεωτερικότητας οδηγεί σε μια de facto υποτίμηση της θρησκείας ως ενός πολιτισμικού φαινομένου. Ο νεότερος πολιτισμός είναι χαρακτηριστικά κοσμικός, ανθρωποκεντρικός (ας προσθέσουμε: ατομοκεντρικός) και υλιστικός. Οι πνευματικές δραστηριότητες και ανησυχίες του νεωτερικού ανθρώπου, όταν δεν εξαλείφονται, παραμένουν στραμμένες προς τον αισθητό κόσμο. Αλλά και όταν έχουν κάποια μεταφυσική στόχευση, παραμένουν αυστηρά στο ατομικό επίπεδο, θεωρούνται μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Με αυτό τον τρόπο η θρησκεία γίνεται ουσιαστικά μια σκέτη πίστη, ένα προσωπικά επιλεγμένο σύστημα μεταφυσικών πεποιθήσεων που δεν ξεπερνά τα όρια του ατόμου και δεν έχει αλληλεπίδραση με την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό της καθημερινότητας. Είναι μια ατομική, υπαρξιακή ανησυχία που δεν μετασχηματίζεται απαραίτητα σε ένα πολιτισμικό ρεύμα ή σε μια κοινότητα ή ομάδα θρησκευτική. Η σχέση συνεπώς της θρησκείας με το πολιτισμικό γίγνεσθαι και με την εξέλιξη του κόσμου αποκόπτεται. Η θρησκεία περιορίζεται στα δικά της χωράφια, τα μεταφυσικά και υπερβατολογικά, και δεν γίνεται ένας παράγοντας πολιτισμικής και κοινωνικής διαμόρφωσης. Είναι περιττό βέβαια να αναφέρουμε ότι η νεωτερικότητα οφείλει αυτή την ατομοκεντρική αντιμετώπιση της θρησκείας στον Προτεσταντισμό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι η αστική νεωτερική ζωή γεννήθηκε και εδραιώθηκε ως πρότυπο κυρίως στις χώρες με την προτεσταντική παράδοση (Αγγλία, Γερμανία) και όχι τόσο στις ρωμαιοκαθολικές και πολύ περισσότερο στις ορθόδοξες. Ο Max Weber άλλωστε ήταν ο πρώτος που διέγνωσε τις βαθύτερες σχέσεις του Προτεσταντισμού με τη νεωτερικότητα.
Αυτή η προτεσταντικής προέλευσης θεώρηση της θρησκείας έχει διαδοθεί ακόμα και στις χώρες που δεν είναι προτεσταντικές και που έχουν μια πλήρως αντίθετη παράδοση, όπως η Ελλάδα. Το επίμονο π.χ. εδώ και χρόνια αίτημα για διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος εδράζεται ουσιαστικά σε μια ερμηνεία της θρησκείας ως μιας αποκλειστικά ατομικής εκδήλωσης, χωρίς ευρύτερες, κοινωνικές ή πολιτισμικές, παραμέτρους. Η εξέλιξη της κοσμικής ζωής στο μοντέρνο αστικό κράτος δεν περιλαμβάνει ως ενεργό της παράγοντα τη θρησκεία, η οποία γίνεται πλέον ατομική υπόθεση του κάθε πολίτη ξεχωριστά. Η πιο απτή εκδήλωση αυτής της αντιμετώπισης της θρησκείας είναι η απάντηση που παίρνουμε όταν ρωτάμε κάποιον γιατί δεν εκκλησιάζεται: «Μη σε ενδιαφέρει, είναι ατομική μου υπόθεση, έχω τη θρησκεία μέσα μου». Σε αυτό το σημείο ο απομονωτισμός της θρησκείας από την κοσμική καθημερινότητα παίρνει την πιο εκλαϊκευμένη μορφή του.
Αυτή η αντιμετώπιση, όμως, της θρησκείας από το νεότερο δυτικό κόσμο ως ενός ατομικού χαρακτηριστικού, ως ενός αυστηρά προσωπικού δεδομένου, είναι ορθή και βάσιμη; Προφανώς όχι. Κάθε θρησκεία δεν είναι μόνο δόγμα και πίστη, δεν είναι μόνο μια αμιγώς ατομική πνευματική διαδικασία, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα σύνθετο πολιτιστικό φαινόμενο, μια ανθρώπινη εκδήλωση που πραγματώνεται μέσα στον κόσμο και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική, πολιτισμική ακόμα και οικονομική εξέλιξή του. Είναι εντελώς άτοπο και ανεδαφικό να υποστηρίζει κανείς ότι οι άνθρωποι απλά πιστεύουν σε ένα Θεό χωρίς αυτή η πίστη τους να επηρεάζει σε κάποιο βαθμό την καθημερινή τους ζωή, τον πολιτισμό και την κουλτούρα τους. Όση πνευματικότητα κι αν περιέχει η θρησκεία έχει ταυτόχρονα και το κοσμικό και εμπράγματο σκέλος της.
Στην περίπτωση του Χριστιανισμού όλα αυτά ισχύουν σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από κάθε άλλη θρησκεία. Η χριστιανική θρησκεία, στην ορθόδοξη προπάντων εκδοχή της, κρατά μια ακριβέστατη ισορροπία ανάμεσα στην πίστη, το δόγμα και τη θεωρία από τη μία πλευρά, και στην πράξη και την εφαρμογή από την άλλη πλευρά. Ο Χριστιανισμός, παρότι έχει ανοιχτά κατηγορηθεί ως μια θρησκεία ολοκληρωτικά πνευματική, αναχωρητική και απόκοσμη, έχει στην πραγματικότητα την ίδια στιγμή και ένα χαρακτήρα έντονα βιωματικό, πρακτικό και «ακτιβιστικό». Ο Λόγος του Θεού δεν είναι για το Χριστιανισμό ένας ξύλινος, ανεφάρμοστος και αφ’ εαυτού νόμος, αλλά μια επιταγή που απαιτεί έμπρακτη και εγκόσμια εκπλήρωση. Η κοινωνία, η καθημερινή ζωή, όλες οι εκφάνσεις του εγκόσμιου βίου των ανθρώπων είναι για το Χριστιανισμό το πεδίο στο οποίο υποχρεωτικά πρέπει να εφαρμοστούν οι θείες εντολές ώστε να επέλθει εν τέλει η κατάκτηση της Βασιλείας των Ουρανών.
Ο Χριστιανισμός συνεπώς είναι μια θρησκεία που κατεξοχήν συμμετέχει στον πολιτισμό και διαμορφώνει τον πολιτισμό. Είναι μια γενεσιουργός δυναμη εξέλιξης και αναπροσαρμογής όλων σχεδόν των πλευρών του ανθρώπινου πολιτισμού, από την οικογένεια και την εργασία μέχρι την εκπαίδευση και την επιστήμη. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως θρησκεία, αλλά και ως πολιτισμικό φαινόμενο. Όχι μόνο ως μια ατομική μεταφυσική ανησυχία, αλλά ως μία συλλογική επιλογή κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης. Ο Χριστιανισμός άλλωστε είναι πάνω από όλα «κοινωνία» – με την αρχαία έννοια της λέξης – και η λέξη Εκκλησία δηλώνει εξίσου ότι οι πιστοί του Χριστού συνιστούν ταυτόχρονα μια οργανωμένη εγκόσμια εκδήλωση.
Εδώ βέβαια επιστρέφουμε αβίαστα στο σημείο περίπου απ’ όπου ξεκινήσαμε. Όλα αυτά σημαίνουν όχι μόνο ότι ο Χριστιανισμός δεν είχε ισχνή συνεισφορά στον δυτικό πολιτισμό, αλλά ότι υπήρξε μια δυναμική συνιστώσα της εξέλιξής του με καθοριστική σε πολλά σημεία επιρροή. Μέσα από το πρακτικό μέρος του Χριστιανισμού επιχειρήθηκε – αν δεν κατορθώθηκε πλήρως ή αμέσως – η εφαρμογή επαναστατικών αντιλήψεων και ιδεών. Η παραδοσιακά κατώτερη θέση της γυναίκας ήρθε έμπρακτα πλέον σε αμφισβήτηση μέσα από τα χριστιανικά διδάγματα. Το ίδιο ίσχυσε για πολλές ακόμα διακρίσεις (φυλετικές, γλωσσικές, κοινωνικές, ταξικές). Οι πολυκατηγορημένοι, ακόμα, χριστιανοί ηγεμόνες του Μεσαίωνα (και εννοούμε κυρίως τους Βυζαντινούς), μέσα από τον καταδικαστέο σήμερα εναγκαλισμό τους με τη θρησκεία και την Εκκλησία, έκαναν τελικά και κάτι καλό. Η νομοθεσία τους άρχισε με αυτό τον τρόπο να προσαρμόζεται σταδιακά στις χριστιανικές επιταγές ή έστω να επηρεάζεται από το ανθρωπιστικό πνεύμα της απόλυτης και απροϋπόθετης χριστιανικής αγάπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα βέβαια ήταν το νομοθετικό έργο «Εκλογή» του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου το οποίο, επηρεασμένο σαφέστατα από τις χριστιανικές αρχές, επιδιώξε μια «διόρθωσιν επί το φιλανθρωπότερον», προσφέροντας έτσι πρωτοφανή προστασία σε κοινωνικές ομάδες που μέχρι τότε ανήκαν στο περιθώριο. Πολλά, εξάλλου, από τα ακριβοθώρητα κεκτημένα του νεότερου κόσμου στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ατομικής αξιοπρέπειας δεν θα ήταν εφικτά αν δεν είχε προλειανθεί από τον χριστιανικό Μεσαίωνα το πολιτισμικό, κοινωνικό και νομοθετικό έδαφος. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, όλα αυτά βέβαια δε σημαίνουν ότι στο Μεσαίωνα ο κόσμος ήταν ιδανικός. Για πρώτη, όμως, φόρα τέθηκαν τότε στο επίπεδο της θεωρίας αλλά και στο θεσμικό επίπεδο της νομοθεσίας και της εξουσίας ορισμένες πραγματικά ανθρωπιστικές αρχές, που ποτέ μέχρι τότε, ακόμα και στα λαμπρά χρόνια της αρχαιότητας, δεν είχε αποτολμηθεί σχεδόν ούτε καν να διατυπωθούν.
Εάν ο δυτικός κόσμος παραδεχόταν κάποια στιγμή ότι ως προς ένα μεγάλο μέρος του είναι ουσιαστικά και κατά βάθος χριστιανικός, θα προχωρούσε στην πραγματικότητα σε μια κίνηση αυτοχειριασμού. Κι αυτό γιατί με αυτό τον τρόπο θα αναγνώριζε ότι το στοιχείο απέναντι στο οποίο κατεξοχήν αντιτάχθηκε και εξεγέρθηκε, δηλαδή η χριστιανική θρησκεία, έχει ένα βαθύτερο δομικό ρόλο μέσα σε αυτόν. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή η αυτοκαταστροφική παραδοχή θα αποκαθιστούσε το χαμένο αυτοσεβασμό και τη χαμένη αυτογνωσία του, θα ήταν δηλαδή προς όφελός του. Η πολιτισμική συνείδηση που έχει χτιστεί από τη δυτική νεωτερικότητα οφείλει να γίνει πιο ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της και να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στο παρελθόν της. Η πραγματική ταυτότητα του δυτικού κόσμου δεν είναι μόνο αυτή που γνωρίζουμε, η εκκοσμικευμένη και αποχριστιανοποιημένη. Και όσο περνάει ο καιρός όλα δείχνουν ότι ο χριστιανικός χαρακτήρας της Ευρώπης θα γίνεται όλο και περισσότερο το κυρίαρχο διακριτικό της στοιχείο απέναντι στον κόσμο της Ανατολής, η βασική ειδοποιός πολιτισμική της διαφορά. Ας δούμε λοιπόν επιτέλους τον εαυτό μας στον καθρέφτη όπως πραγματικά είναι και όχι όπως οι νεωτερικές μας εμμονές μάς έχουν μάθει να τον βλέπουμε….
ΠΟΣΟ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ;


Παρότι διανύουμε εδώ και πολλά χρόνια τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο επίπεδο μια εποχή σχετικισμού και σκεπτικισμού, κατά την οποία οι περισσότερες αξίες και βεβαιότητες ακόμα και του πιο πρόσφατου παρελθόντος αμφισβητούνται, ελέγχονται και απομυθοποιούνται, κάποιες πραγματικά ελάχιστες ιδέες και πεποιθήσεις διατηρούνται αλώβητες και ανεπηρέαστες και έχουν ουσιαστικά – αν όχι και τυπικά – μια πολύ υψηλή θέση στο πανανθρώπινο και κυρίως στο δυτικό σύστημα αξιών. Παραδόξως η σύγχρονη εποχή, που δεν προλαβαίνει πολλές φορές ούτε και η ίδια να ανταποκριθεί στην ταχύτητα των αλλαγών της και στις διαρκείς αναπροσαρμογές της ιεραρχίας των αξιών της, διατηρεί μια βαθύτερη και δυσδιάκριτη μεν, αλλά σαφέστατη πίστη και βεβαιότητα γύρω από ορισμένα ζητήματα.
Μία από αυτές τις ελάχιστες ανθεκτικές ακόμα παραδοχές, ίσως και η σημαντικότερη, είναι η κλασικότητα και η διαχρονικότητα της αρχαιότητας, κυρίως της ελληνικής αλλά και της ρωμαϊκής – άρα συνολικά της ελληνορωμαϊκής. Δεν υπάρχει ίσως καμία άλλη ιστορική και πολιτισμική περίοδος της ανθρωπότητας που να έχει γνωρίσει τόσο ευρεία στο χώρο και το χρόνο αποδοχή και αναγνώριση ή να έχει τεθεί τόσο συστηματικά και προσεκτικά στο απυρόβλητο. Η αρχαία Ελλάδα και η προέκτασή της, η Ρώμη, αποτελούν από την Αναγέννηση και μετά τα δυτικά θέσφατα, τις απώτατες αρχές και τις ανώτατες αξίες του νεότερου δυτικού πολιτισμού, τις έδρες και τα θεμέλια της νεότερης δυτικής συνείδησης, τις απόλυτες και πρώτες πηγές των αξιών και των ιδανικών του νεότερου και σύγχρονου κόσμου. Παρότι από ένα σημείο και έπειτα η ρητή αναφορά ή παραπομπή στα ιστορικά αυτά ορόσημα εγκαταλείφθηκε, και παρότι ορισμένες φορές η διαχρονικότητά τους τέθηκε σοβαρά εν αμφιβόλω χάριν νέων προτύπων, παραμένουν μέχρι και σήμερα ένα αναπόσπαστο, το βαθύτερο ίσως και πιο πρωταρχικό και ιερό, κύτταρο της νεότερης δυτικής συνείδησης, που με κάθε ευκαιρία αναδύεται και εκδηλώνεται και που αναγνωρίζεται από όλους, ακόμα και τους πιο σχετικιστές, ως μια αξία που έχει περάσει πλέον πέρα και πάνω από το χωροχρόνο.
Αυτή η καθολική αναγνώριση της αρχαιότητας, σημειωτέον όχι μόνο από τους νόμιμους «απογόνους» της (π.χ. για λόγους εθνικιστικούς) αλλά από την ανθρωπότητα γενικότερα, ως της απώτατης αξίας που συνέχει εν είδει υποβάθρου τον σημερινό πλουραλιστικό και εξελισσόμενο κόσμο, ο οποίος μάλιστα έχει αυτοπροσδιοριστεί ανοιχτά απέναντι στην προνεωτερική εποχή ως «μοντέρνος», δεν είναι οπωσδήποτε αναίτια και αβάσιμη. Είναι γνωστό ότι η μακραίωνη αυτή ιστορική περίοδος έδωσε στην ανθρωπότητα μια τεράστια, πρωτόγνωρη ώθηση σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, και ότι θεμελίωσε ορισμένες πραγματικά διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία και ο ανθρωπισμός, που συνέβαλαν στο σύγχρονο ανθρώπινο επίτευγμα. Ένα σημείο, ωστόσο, γύρω από το οποίο εγείρονται μεγάλα προβλήματα και ερωτήματα είναι όχι το αν, αλλά το κατά πόσον η αρχαιότητα υπήρξε μια ιστορική περίοδος τόσο πρότυπη και κλασική όσο νομίζουμε. Και κάτι ακόμα: όχι το αν, αλλά το κατά πόσον το σύγχρονο πολιτισμικό οικοδόμημα της Δύσης, και μάλιστα στις πιο θετικές του εκδοχές, έχει την καταγωγή του και την προέλευσή του στην αρχαιότητα τόσο πολύ και τόσο αποκλειστικά όσο νομίζουμε.
Το ότι οι προβληματισμοί αυτοί ίσως να φαίνονται δυνάμει ρεβιζιονιστικοί και βλάσφημοι δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητο. Χάρη στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό (στην Ελλάδα χάρη στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό) η αρχαιότητα εμφυσήθηκε στο συλλογικό φαντασιακό του δυτικού ανθρώπου σχεδόν με όρους ουτοπίας και «χρυσής εποχής» και προβλήθηκε ως το ανώτατο και αξεπέραστο πρότυπο για την πρόοδο και την ευτυχία. Σε αυτή την διαμεσολαβημένη, ωστόσο, εικόνα της αρχαιότητας με την οποία τράφηκε η Δύση βρίσκεται η απάντηση στους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν παραπάνω. Οι λόγιοι της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, στο πλαίσιο της ρήξης τους με τον Μεσαιωνικό κόσμο, έδωσαν έμφαση αποκλειστικά στις θετικές πλευρές της αρχαιότητας, στα χαρακτηριστικά της δηλαδή εκείνα με τα οποία θα μπορούσαν να «χτυπήσουν»καλύτερα το κατεστημένο της εποχής τους και τα οποία έλειπαν από αυτό. Τις μελανές και αρνητικές πλευρές εκείνου του κόσμου τον οποίο επιστράτευαν ως όπλο τους, παρότι προφανώς τις γνώριζαν, τις απέκρυψαν και τις αποσιώπησαν με τρόπο αρκετά προσεκτικό και συστηματικό. Η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα με αυτό τον τρόπο έγινε, λίγο έως πολύ, ένα λόγιο συμπίλημα όμορφων και λαμπρών «ενσταντανέ», ένα απάνθισμα επιτευγμάτων και παραδειγμάτων προς μίμησιν, και ταυτίστηκε στο σύνολό της και εντελώς σχηματικά και συμβατικά με την κλασική Αθήνα του Περικλή, των φώτων, της δημοκρατίας και του Παρθενώνα, με ιστορικά δηλαδή αποσπάσματα και κομματάκια. Και την ίδια στιγμή αφαιρέθηκαν από αυτήν όλα όσα θα μπορούσαν να «χαλάσουν» αυτή την όμορφη εικόνα της και να αναιρέσουν πολύ σοβαρά την ισχύ και την αξία της ως προτύπου· όλα όσα θα μπορούσαν να δείξουν ότι η αρχαιότητα δεν είναι τελικά τόσο κλασική και διαχρονική όσο φαινομενικά δείχνει.
Ποιά είναι αυτά; Παρότι η ερώτηση μοιάζει αρχικά χωρίς ικανή απάντηση, μια πιο προσεκτική και – το κυριότερο – πιο αμερόληπτη και απροκατάληπτη εξέταση της αρχαιότητας μας δείχνει το δρόμο. Πίσω από τον όντως λαμπρό και μοναδικό κόσμο των γραμμάτων, της φιλοσοφίας και της τέχνης της αρχαιότητας, που ακόμα και σήμερα μας επηρεάζει βαθύτατα και μας απασχολεί σοβαρά, κρύβεται ένας πολιτισμός με χαρακτηριστικά που μόνο ως διαχρονικά και κλασικά δε θα μπορούσαμε να τα δούμε. Φαινόμενα όπως αυτά του μισογυνισμού και της δουλείας, που στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα είχαν μια πραγματικά σπάνια στην ιστορία ισχύ και διάδοση, δεν είναι σε καμία περίπτωση θετικά πρότυπα. Ο αυστηρός ακόμα πολιτισμικός – αν όχι φυλετικός – διαχωρισμός των αρχαίων Ελλήνων από τους βαρβάρους (πας μη Έλλην βάρβαρος) και η ρητή πίστη των Ελλήνων αλλά και των Ρωμαίων στην ανωτερότητά τους απέναντι στους άλλους είναι στοιχεία που δεν μπορούν να θεωρηθούν πρότυπο σε καμία περίπτωση από το σύγχρονο κόσμο. Εξάλλου, οι αυστηρές κοινωνικές διακρίσεις και τα αυστηρά ταξικά στεγανά που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα και κυρίως στη Ρώμη και που εμπόδιζαν την ατομική εξέλιξη και πρόοδο, είναι πλέον διαδικασίες ιστορικά καταδικασμένες και παρωχημένες. Δε χρειάζεται να αναφερθούμε βέβαια εκτενώς στις βαθιές αριστοκρατικές και «ευγενικές» αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη και που μόνο για πολύ μικρά χρονικά διαστήματα δημοκρατίας γνώρισαν αμφισβήτηση. Αλλά ακόμα και στο χώρο του πνεύματος και του πολιτισμού, όπου όλα μοιάζουν πρότυπα και αξεπέραστα, η αρχαιότητα δεν έχει πάντα να μας δώσει τις καλύτερες συμβουλές. Η θανάτωση του Σωκράτη επειδή «εισάγει καινά δαιμόνια», η τιμωρία του Φρυνίχου για την τραγωδία του «Άλωσις Μιλήτου» καθώς και το κάψιμο (!) των αιρετικών βιβλίων του σοφιστή Πρωταγόρα στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. δείχνουν αν μη τι άλλο ότι τα πράγματα δεν ήταν τελικά μόνο όπως ακριβώς τα γνωρίζουμε….
Το ότι η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα περιέχει και αρνητικές πλευρές δε σημαίνει βέβαια ότι παύει να είναι και κλασική. Σημαίνει, όμως, ότι δεν είναι στο σύνολό της κλασική και διαχρονική, άρα και ότι για το σημερινό κόσμο δεν μπορεί να αποτελεί ένα απόλυτο θέσφατο, μια πηγή αξιών και προτύπων με αδιαμφισβήτητο κύρος. Παρότι με αυτό τον τρόπο καταστρέφεται αρκετά ο αψεγάδιαστος μύθος της αρχαιότητας, από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα μεγάλο κέρδος για μας: η διαπίστωση ότι τελικά η ανθρωπότητα προοδεύει και εξελίσσεται. Το ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί την μοναδική μήτρα του σύγχρονου πολιτισμού φανερώνει ότι μετά από αυτή την ιστορική περίοδο ήρθε κάτι νέο που συμπλήρωσε και βελτίωσε ακόμα περισσότερο το προϋπάρχον πολιτισμικό οικοδόμημα. Πολλές από τις πτυχές του σύγχρονου κόσμου για τις οποίες υπερηφανευόμαστε και σεμνυνόμαστε δεν έχουν απαραίτητα την καταγωγή τους σε αυτή τη μακρινή ιδανική εποχή, αλλά σε κάτι νεότερο και καινούριο.
Εδώ πρέπει να αναφερθούμε βέβαια στον Χριστιανισμό. Οι λόγιοι της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, για τους δικούς τους απόλυτα κατανοητούς λόγους και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, πραγματοποίησαν ένα ανιστορικό και αντιεπιστημονικό άλμα που διέγραψε και αγνόησε αυτή τη συνεισφορά του Χριστιανισμού στην ανθρωπότητα. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Χριστιανισμός υπήρξε το δεύτερο εκείνο πολιτισμικό συστατικό που μετά την αρχαιότητα ώθησε τον δυτικό κόσμο προς την ανάπτυξη και την εξέλιξή του. Ο ανθρωπισμός της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, στις αρχές του οποίου βασίστηκε όλη η νεωτερικότητα, χρωστά στον Χριστιανισμό ένα αρκετά μεγάλο μερίδιο. Η χριστιανική διδασκαλία, με την κατάργηση των κοινωνικών, σεξιστικών, εθνικών και πάσης φύσεως διαχωρισμών που προϋπήρχαν, αποκρυστάλλωσε τελικά αυτή τη στροφή προς τον άνθρωπο που είχε προσπαθήσει να ολοκληρώσει η αρχαιότητα. Μέσα από τη μεσαιωνική (βυζαντινή κυρίως) νομοθεσία που επηρεάστηκε από το πνεύμα του Χριστιανισμού, τέθηκαν οι βάσεις για τις νεότερες ανθρωπιστικές κατακτήσεις του δυτικού κόσμου (π.χ. κατάργηση της δουλείας). Η συνεισφορά ακόμα του Χριστιανισμού στην πνευματική εκτόξευση της Δύσης ήταν εξίσου σημαντική. Η πνευματικότητα και η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της αναγκαιότητας της ύλης που προάγει η χριστιανική θρησκεία, αποτέλεσαν μια πολιτισμική επανάσταση που συντέλεσε βαθύτερα στη διαμόρφωση των νεότερων φιλελεύθερων ιδεών και κινημάτων, όπως του ρομαντισμού. Η πολιτισμική, όμως, προσφορά του Χριστιανισμού στη Δύση απαιτεί χωριστή εξετάση.
Τέτοιες αναθεωρήσεις της ιστορίας όπως αυτή που αφορά την αρχαιότητα, τις περισσότερες φορές θεωρούνται αιρετικές και επικίνδυνες. Οι άνθρωποι, φαίνεται, έχουν την ανάγκη να παρακολουθούν μια συγκεκριμένη νόρμα και θέλουν να νιώθουν την ασφάλεια ότι συμμετέχουν σε μια κοινά αποδεκτή και παγιωμένη συλλογική συνείδηση που δε χωρά αμφισβήτηση. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι και πρέπει να είναι κάπως διαφορετική. Ο αντίλογος ειδικά όσον αφορά ζητήματα ιστορικά είναι απαραίτητος. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί κάποια μικρή έστω προσέγγιση της αλήθειας. Αν είναι αιρετικές, άδικες ή μεροληπτικές οι αναθεωρήσεις που γίνονται, θα αποδειχτεί ή θα διαψευστεί στην πορεία. Σημασία έχει προπάντων ο διάλογος. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση φάνηκε ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια διαλόγου. Θα εξετάσουμε όμως και άλλες περιπτώσεις….