Friday, August 21, 2009

Το Βυζάντιο, ο κ. Γαβράς και το πνευματικό φέουδο "Ελλάς"...

Ότι η Ελλάδα κατέχει πολλές παγκόσμιες πρωτοτυπίες και αποκλειστικότητες είναι γνωστό και επιβεβαιώνεται από καθημερινά παραδείγματα. Συνήθως νομίζουμε ότι αυτές οι ελληνικές ιδιαιτερότητες ευδοκιμούν σε διοικητικά, οργανωτικά, νομοθετικά ή τεχνικά ζητήματα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι τούτο συμβαίνει και ως προς τα πνευματικά και πολιτιστικά ζητήματα της χώρας μας. Είναι πολλές οι «πατέντες» που έχουμε κατοχυρώσει και σε αυτό τον τομέα, αλλά η πιο κραυγαλέα είναι η παγκόσμια αποκλειστικότητα της πολιτιστικής αυτοχειρίας και αυτοκαταστροφής. Είμαστε η μοναδική χώρα που αντί να προβάλλει την προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό και αντί να πανηγυρίζει για την αναγνώριση από άλλους λαούς αυτής της προσφοράς, αναιρεί, αμφισβητεί, αποδομεί και κατεδαφίζει η ίδια τον πολιτισμό της, δημιουργώντας ή υποδαυλίζοντας στο εσωτερικό της διχασμούς και άγονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις.

Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αμφισβητείται εμπεριστατωμένα η μέχρι πρότινος κυρίαρχη αντίληψη ότι οι Άραβες και όχι οι χριστιανοί ήταν εκείνοι που κατά τα μεσαιωνικά χρόνια διέσωσαν και διέδοσαν την αρχαία ελληνική γραμματεία στην Δυτική Ευρώπη. Η μεταλαμπάδευση της αρχαίας σοφίας στον νεότερο κόσμο ανιχνεύεται και πιστώνεται πλέον σε έναν πολύ πιο οικείο με την Ευρώπη, αλλά μέχρι τώρα παραγνωρισμένο, χώρο: στο Βυζάντιο. Πολλοί Ευρωπαίοι ιστορικοί, εγκαταλείποντας (έστω και αργά) την προκατάληψη του Διαφωτισμού ότι ο χριστιανικός Μεσαίωνας κατεδίωξε τον αρχαίο κόσμο και τον πολιτισμό του, αναγνωρίζουν πλέον ότι η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός δεν θα είχαν ποτέ προκύψει εάν στα μοναστήρια κυρίως της ελληνόφωνης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και λιγότερο σε αυτά της Δυτικής) δεν υπήρχε ένα πυκνό δίκτυο αντιγραφικών κέντρων που διέσωσε τα πολύτιμα κείμενα των συγγραφέων της αρχαιότητας. Γίνεται, επίσης, επιτέλους ευρέως αποδεκτό ότι υπήρξε καθοριστική η συμβολή δεκάδων λογίων της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι από τον 13ο αιώνα είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν κυρίως στην ιταλική χερσόνησο και οι οποίοι όχι μόνο κουβαλούσαν μαζί τους τα πολύτιμα κείμενα της αρχαιότητας, αλλά αποτελούσαν ουσιαστικά πυρήνες ελληνομάθειας και αρχαιογνωσίας σε μια Δυτική Ευρώπη που για αιώνες είχε αποκοπεί σχεδόν τελείως από την ελληνορωμαϊκή παράδοση. Αυτή η ιστοριογραφική τάση εδραιώθηκε και συστηματοποιήθηκε μάλιστα ακόμα περισσότερο χάρη στο βιβλίο του Γάλλου καθηγητή της Μεσαιωνικής Ιστορίας Συλβαίν Γκουγκενέμ «Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ: Οι ελληνικές ρίζες της Χριστιανικής Ευρώπης», το οποίο κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά και μεταφράστηκε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ολκός». Ο συγγραφέας, αναγνωρίζει μεν την προσφορά των Αράβων στην μετάφραση κυρίως του Αριστοτέλη στα λατινικά, αλλα μέσα από μια πληθώρα ιστορικών τεκμηρίων αποδεικνύει ότι η κύρια και διαρκής πηγή της αρχαίας γνώσης για την Δύτικη Ευρώπη ήταν η Ανατολική ελληνόφωνη Αυτοκρατορία (το Βυζάντιο) και τα μοναστήρια της.

Η κοινή λογική λέει ότι εφόσον οι Ευρωπαίοι άρχισαν να αναγνωρίζουν ότ το Βυζάντιο είχε μια καθοριστική συμβολή στον νεότερο δυτικό πολιτισμό, εμείς, ως οι κύριοι ιστορικοί και πολιτισμικοί απόγονοι (του Βυζαντίου), θα έπρεπε να την αναδεικνύουμε ακόμα περισσότερο και να επιχαίρουμε μάλιστα για το γεγονός ότι επιτέλους έτυχε της αντιμετώπισης που της άξιζε μετά τόσους αιώνες υποτίμησης. Κάπου εδώ, όμως, εμφανίζεται η παγκόσμια ελληνική αποκλειστικότητα του πολιτιστικού αυτοχειριασμού. Γιατί όσο συνέβαιναν στην Ευρώπη όλα αυτά, στην Ελλάδα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: ο κ. Κώστας Γαβράς στο φιλμ που δημιούργησε για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης πραγματοποιούσε την πλήρη αποδόμηση και κατεδάφιση της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας, παρουσιάζοντάς την με έναν τρόπο ισοπεδωτικό ως μια απόλυτα σκοταδιστική και θεοκρατική λαίλαπα που αφάνισε οτιδήποτε αρχαιοελληνικό. Η σκηνή του φιλμ στην οποία ορθόδοξοι ιερείς παρουσιάζονται να αφαιρούν από τον Παρθενώνα γλυπτά, πέρα από ιστορικά ανακριβής σχετικά με τις καταστροφές του μνημείου, είναι και συμβολική της έμμονης αυτοκαταστροφικής αντίληψης που κυριαρχεί στη χώρα μας ότι ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός ποτέ δεν συμβιβάστηκαν και – ακόμα χειρότερα – ότι ο χριστιανισμός μάς απέκοψε τελείως από τις αρχαίες ελληνικές καταβολές μας. Για τα δεκάδες αντιγραφικά κέντρα της βυζαντινής περιόδου, για την αδιάκοπη και σταθερή παρουσία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην εκπαίδευση του Βυζαντίου, ακόμα και για την πολύ γρήγορη κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας επί της λατινικής, κοντολογίς για την τελική σύζευξη του ελληνισμού με τον χριστιανισμό που αναγνωρίζουν πλέον ακόμα και οι Ευρωπαίοι – για όλα αυτά δεν υπήρχε ούτε ένα διαθέσιμο δευτερόλεπτο συμβολικού χρόνου σε αυτό το φιλμ του κ. Γαβρά, το οποίο είναι εγκεκριμένο μάλιστα και από το (κατ’ όνομα μόνον) Υπουργείο Πολιτισμού.

Αυτά τα πράγματα, βέβαια, ούτε τυχαίνουν με κάποιο μεταφυσικό και ανεξήγητο τρόπο ούτε είναι απροσεξίες. Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν ότι όλη αυτή η κωμικοτραγική και παρανοϊκή κατάσταση δυστυχώς οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένες επιλογές, προθέσεις και ιδέες. Ο κ. Γαβράς γνωρίζει προφανώς πολύ καλά την πραγματικότητα και έχει ακούσει σίγουρα για τις νεότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις στον χώρο της μεσαιωνικής ιστοριογραφίας – ο ίδιος άλλωστε ζει μόνιμα στην Γαλλία. Αρνείται, όμως, να τα παραδεχτεί όλα αυτά επειδή παραμένει θλιβερά αγκυλωμένος στο νεφελώδες, ασυνάρτητο και κακοφορμισμένο πλέον ιδεολόγημα της ελληνικής Αριστεράς το οποίο κατεδαφίζει αδιακρίτως (με την υποψία του κρυφοφασισμού ή του κρυφοχουντισμού) οτιδήποτε έχει σχέση με τις έννοιες του έθνους και της ιστορικής συνέχειας.

Το κύριο πρόβλημα, όμως, δεν βρίσκεται στο τι πιστεύει ο κ. Γαβράς – ακόμα και η πλάνη, άλλωστε, είναι προσωπικό δικαίωμα. Βρίσκεται στο ότι αυτό που πίστεύει ο κ. Γαβράς δεν είναι μια από τις απόψεις που κυκλοφορούν σχετικά με την ιστορία μας, αλλά η μοναδική άποψη. Η ελληνική Αριστερά, εκμεταλλευόμενη και καπηλευόμενη την ηθική της νίκη μετά τον Εμφύλιο και την καταδίωξη που υπέστη μέχρι και την Μεταπολίτευση, έχει δημιουργήσει από το 1974 και μετά στην Ελλάδα ένα από τα πιο ολοκληρωτικά και πιο παρωχημένα πνευματικά καθεστώτα στην Ευρώπη. Το πατριωτικό-μαρξιστικό-υλιστικό-διαφωτιστικό-λαοκεντρικό συνονθύλευμά της είναι η μοναδική πολιτιστική πρόταση που ακούγεται σε αυτή την χώρα και αυτή που έχει τελικά επιβληθεί de facto ως διακριτικό στοιχείο κουλτούρας και καλλιέργειας. Σε όλα τα πνευματικά ζητήματα η αριστερόστροφη εκδοχή είναι πάντοτε η κυρίαρχη, πάντοτε η πιο προοδευτική, δημοκρατική και ευρωπαϊκή, και όλες οι άλλες, αν μπορέσουν βέβαια να ακουστούν, είναι a priori συντηρητικές, επικίνδυνες και αντιδραστικές. Οι αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί» διανοούμενοι έχουν συλλάβει την πνευματική κοινότητα της Ελλάδας σαν ένα φέουδο στο οποίο ασκούν κατά βούληση εξουσία και στο οποίο όλοι είναι υποχρεωμένοι, ακόμα κι αν έχουν διαφορετική άποψη, να υπακούν ή να σέβονται τις επιταγές και τις επιθυμίες της αλάνθαστης αριστερής ελίτ, η οποία έχει προφανώς κάποιο φυσικό χάρισμα, μυστικό για τους υπόλοιπους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι αντιδράσεις για το φιλμ του κ. Γαβρά πολύ γρήγορα καταπνίγηκαν και τελικά αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή χωρίς περικοπές (στο όνομα δήθεν της ελευθερίας της έκφρασης).

Η ηγεμονία είναι ό,τι πιο ασύμβατο με τον εκ φύσεως δημοκρατικό και ανοιχτό χώρο του πνεύματος και του πολιτισμού. Κι όμως στην Ελλάδα, στη χώρα των παγκόσμιων αποκλειστικοτήτων, αυτό το ασυμβίβαστο έχει τελικά υπερκεραστεί και μια ομάδα ανθρώπων, που ξεκινά (υποτίθεται) από τις αρχές της ανοχής και της δημοκρατίας, λυμαίνεται και ιδιοποιείται τον χώρο των ιδεών που δεν ανήκει ποτέ σε κανέναν. Αυτή η ελληνική αποκλειστικότητα, όμως, είναι πολύ πιο βαριά και ανησυχητική από οποιαδήποτε άλλη, ακόμα και από την μανία αυτοκαταστροφής. Η μετατροπή της πνευματικής μας ζωής σε τσιφλίκι είναι δείκτης γενικότερης αποτελμάτωσης, συντήρησης και οπισθοδρόμησης: κοινωνικής, οικονομικής, ηθικής, παραγωγικής. Όταν οι πνευματικοί άνθρωποι ενός τόπου, αντί να παρακολουθούν, ως οφείλουν, την εποχή τους και να προσφέρουν σύγχρονα και ρεαλιστικά παραδείγματα πρόοδου, κοιτάζουν επίμονα προς τα πίσω και αυτοικανοποιούνται με τις προσωπικές τους ιδεολογικές εμμονές, δεν πρέπει να περιμένουμε πάρα πολλά από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα το οποίο συνήθως τους ακολουθεί και τους μιμείται. Ας μην απορούμε, λοιπόν, για τους νέους που με το «έτσι θέλω» καταστρέφουν τις ξένες περιουσίες ή καταπατούν το πανεπιστημιακό άσυλο. Κάποιος τους έχει εμφυσήσει αυτή την ασύδοτη νοοτροπία….