Sunday, August 10, 2008

Χριστιανική θεωρία και πράξη: αλήθειες και παρανοήσεις

Σε πρόσφατο σημείωμα είχα μεταξύ άλλων υποστηρίξει ότι από τις προτάσεις που έχουν διαχρονικά διατυπωθεί για την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου ο Χριστιανισμός είναι η μοναδική η οποία μπορεί να υπερβεί και τελικά να συμφιλιώσει τις ποικίλες και συνήθως αντίρροπες κοσμοθεωρίες της σημερινής πλουραλιστικής και πολυφωνικής εποχής. Και τούτο γιατί η χριστιανική ιδέα της αγάπης ως μιας σχέσης προσώπων απαραίτητα αμοιβαίας και απροκατάληπτης είναι ένα μοντέλο καθολικής εφαρμογής, με βάση το οποίο μπορούν να συνυπάρξουν και να συσχετιστούν ισότιμα όλες οι ατομικές ιδιαιτερότητες, αυθύπαρκτες και αναλλοίωτες, σε μια πραγματική και κυριολεκτική συλλογικότητα.

Όπως θα έλεγε, όμως, και ο Αριστοτέλης, αυτή είναι απλά και μόνο μια δύναμις του Χριστιανισμού. Είναι δηλαδή μια δυνατότητα ή ικανότητα που διαθέτει από την ίδια του τη φύση, η οποία, όμως, για να ολοκληρωθεί και να πάψει να είναι θεωρητική και αφηρημένη πρέπει να γίνει και ενέργεια, να εφαρμοστεί δηλαδή και στην πράξη. Αυτή η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης γίνεται σαφής και από την ίδια την ιστορική διαδρομή του Χριστιανισμού μέχρι σήμερα. Οι επι γης εκπρόσωποι του Θεού και διερμηνευτές του λόγου Του ελάχιστες φορές έχουν αξιοποιήσει αυτή την καταλυτικά διαλλακτική και συναινετική δύναμη της χριστιανικής αγάπης, σχέσης και κοινωνίας και την έχουν αφήσει στο επίπεδο απλώς της δυνατότητας. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές έχουν επιλέξει το δρόμο της επιβολής, της αυθεντίας και της εξουσίας, το δρόμο δηλαδή της ατομικότητας, της ρήξης και της αντικοινωνικότητας, τον οποίο θα έπρεπε να αποφύγουν και να απορρίψουν. Με αυτό τον τρόπο, ο Χριστιανισμός, αντί να αποτελεί εκείνη τη μεγάλη αγκαλιά που όλα τα συνέχει, τα συστεγάζει, τα συμφιλιώνει και τα συσχετίζει, έχει καταντήσει να είναι μια ακόμα (ανάμεσα σε τόσες άλλες) οπτική γωνία, θεωρία και ερμηνεία του κόσμου, έχει γίνει δηλαδή μια ακόμα αίρεσις (με την αρχαία ελληνική σημασία, που θα πει «επιλογή ενός μέρους από το σύνολο») η οποία προσπαθεί να επιβληθεί στις άλλες. Τα παραδείγματα αυτής της εξουσιαστικής και αδιάλλακτης μορφής που έχει πάρει διαχρονικά ο Χριστιανισμός είναι πολλά. Ενδεικτικά μόνο ας θυμηθούμε την πολεμική στάση του απέναντι στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στο θέατρο και σε άλλες, a priori αφορισμένες ως «κοσμικές» και αντιχριστιανικές, δραστηριότητες.

Πάνω σε αυτή τη διαχρονική ανακολουθία θεωρίας και πράξης του Χριστιανισμού βασίζουν συνήθως τα επιχειρηματά τους όσοι θέλουν να τον διαβάλλουν, να τον αναιρέσουν και να τον ακυρώσουν. Τα τεκμήριά τους, βέβαια, είναι αδιαμφισβήτητα, αλλά πάντα αποφεύγουν, προφανώς εσκεμμένα, να κρίνουν και να αξιολογήσουν την πρακτική εφαρμογή και της δικής τους κοσμοθεωρίας και να αποτιμήσουν κατά πόσο παρέμειναν πιστοί στο πνεύμα της ή την πρόδωσαν τελικά. Η πικρή αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι κάθε θεωρία και κάθε προγραμματική διακήρυξη ποτέ δεν μπορεί να εφαρμοστεί ή να τηρηθεί στο ακέραιο. Είναι περίπου φυσικός νόμος να φθείρεται και να αλλοιώνεται οτιδήποτε κατεβαίνει στη σφαίρα του πραγματικού, του υλικού και του συγκεκριμένου, ακόμα και μια θεωρία ή μια ιδέα που θεωρητικά μοιάζει τέλεια ή απόλυτα εφικτή. Αυτή μάλιστα η διαχρονική αδυναμία εφαρμογής και πραγμάτωσης των μεγάλων οραμάτων, ιδεών και θεωριών είναι ίσως και ο βασικός λόγος για τον οποίο στη σημερινή μεταμοντέρνα, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, εποχή έχουν απαξιωθεί και ακυρωθεί πλήρως οι κάθε είδους ιδεολογίες ή θεωρίες. Μετά και την τελευταία και πιο βαρυγδουπη διάψευση, την κατάρρευση δηλαδή του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχουμε πλέον εισέλθει σε έναν κόσμο στον οποίο όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και σε καμία περίπτωση επί της αρχής. Κανείς δεν θέλει πλέον να πιστέψει ή να επενδύσει σε τίποτα για το μέλλον ή να εμπιστευτεί απλά και μόνο την καλή πρόθεση ή την καλή βούληση ενός ιδεολογικού προγράμματος, μιας θεωρίας ή και μιας θρησκείας, αν δεν δει απτά και βέβαια τα αποτελέσματά τους.

Πόσο δίκαιο και λογικό, όμως, είναι να καταδικάζονται συλλήβδην όλες οι θεωρίες, οι ιδέες και οι αρχές επειδή στο παρελθόν δεν εφαρμόστηκαν σωστά; Από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι σε αυτό τον ατελή κόσμο είναι αναπόφευκτο κάθε εφαρμογή να υπολείπεται της θεωρίας, δεν πρέπει πλέον να αναζητούμε το πρόγραμμα ή την διακήρυξη που θα μας δώσει το τέλειο αποτέλεσμα, αλλά να ελέγχουμε αν ένα πρόγραμμα ή μια διακήρυξη έχει αγαθή, ειλικρινή και καλή βούληση. Οι αποτυχημένες δοκιμές και απόπειρες του παρελθόντος δεν ακυρώνουν μια ιδέα ως ιδέα ούτε μπορούν να της αφαιρέσουν την απόλυτη αξία που έχει ως ιδέα. Χωρίς μια θεωρητική βάση, άλλωστε, ποτέ δε μπορεί να υπάρξει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα ή να γίνει κάποια ενέργεια. Η ίδια η ιστορία μάς διδάσκει ότι είναι πολύ δύσκολο για τον άνθρωπο να ζήσει για μεγάλο διάστημα χωρίς κάποιου είδους βεβαιότητα και σιγουριά, χωρίς κάποιο θεμέλιο ή κάποια αδιαπραγμάτευτη αρχή. Ακόμα και τα νεωτερικά κινήματα που ήρθαν να ανατρέψουν μια υποτιθέμενη μεταφυσική και υπερβατική λειτουργία της κοινωνίας που βασιζόταν σε a priori παραδοχές, καθιέρωσε τελικά νέες αρχές στη θέση των παλαιών – άλλαξε δηλαδή απλώς τα μέσα, όχι τον τρόπο λειτουργίας.

Για την περίπτωση του Χριστιανισμού, από την οποία ξεκινήσαμε, όλα αυτά συνεπάγονται ότι η ανακολουθία θεωρίας και πράξης που διαχρονικά τον χαρακτηρίζει δεν αποτελεί και απόδειξη ότι είναι πρακτικά ανεφάρμοστος. Η χριστιανική αγάπη και κοινωνία είναι ένας πολύ φιλόδοξος και υψηλός στόχος, που πρέπει όμως πάντα να κρίνεται ως τέτοιος και όχι ως προς την τελειότητα της πρακτικής του εφαρμογής. Αν λοιπόν κρίνουμε επί της αρχής το Χριστιανισμό, δηλαδή ως προς τη στοχοθεσία και το πρόγραμμά του, είναι η μοναδική πρόταση που μπορεί εκ της φύσεώς της να υπερκεράσει τις αντίρροπες προσεγγίσεις και ερμηνείες του κόσμου και να τις συζεύξει σε μια συνθετική και γι’ αυτό δημοκρατική και όχι τυραννική ή εξουσιαστική κοσμοθέαση. Οι υπόλοιπες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί διαχρονικά, επειδή ακριβώς επιλέγουν μόνο έναν τρόπο θέασης και κατανόησης της πραγματικότητας και αναιρούν όλους τους άλλους, αποτελούν απλώς θεωρίες ή ιδεολογίες – αλλά αυτό το ζήτημα θα το δούμε πιο αναλυτικά σε άλλο σημείωμα.