Tuesday, October 16, 2007

Νεοπαγανισμός: μια πνευματική στένωση επανακάμπτει

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στη χώρα μας μια στροφή ενός μικρού αλλά όχι αμελητέου αριθμού συμπολιτών μας προς την αρχαία ελληνική θρησκεία, τη λατρεία δηλαδή του δωδεκάθεου του Ολύμπου. Έχουν έρθει μάλιστα αρκετές φορές στο προσκήνιο της επικαιρότητας οι προσπάθειες αυτών των αναβιωτών του αρχαίου ελληνικού παγανισμού να αναγνωριστεί επίσημα από το ελληνικό κράτος η θρησκεία τους, καθώς και να τους επιτρέπεται να ασκούν τις λατρευτικές τελετές τους στους αρχαιοελληνικούς ναούς που σώζονται σήμερα στην ελληνική επικράτεια. Ταυτόχρονα, γίνεται όλο και πιο αισθητή η παρουσία τους μέσα από τη συνεχώς αυξανόμενη κυκλοφορία εντύπων σχετικών με τη θρησκεια τους, καθώς και μέσα από διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.
Η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε αυτό το φαινόμενο του νεοπαγανισμού έχει συνήθως σκωπτικό χαρακτήρα. Οι εμφανίσεις που πραγματοποιούν οι σύγχρονοι ειδωλολάτρες ντυμένοι με χλαμύδες και χιτώνες, καθώς και οι τελετές που συχνά πυκνά διοργανώνουν με ιδιαίτερο ζήλο και στόμφο σε αρχαιολογικές τοποθεσίες, συγκεντρώνουν τα περίεργα βλέμματα και κυρίως τα πικρόχολα και καυστικά σχόλια σχεδόν όλων μας. Η λατρεία του Απόλλωνα, του Δία και των άλλων θεών και θεαινών του δωδεκάθεου του Ολύμπου, καθώς και η επίκλησή τους ως ανώτατων όντων, ηχούν στα αυτιά των περισσότερων στη σημερινή εποχή μάλλον κωμικές και γραφικές.

Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τόσο φαιδρό ούτε αφορά απλά και μόνο την αισθητική ή το γούστο μας – τί μας αρέσει δηλαδή να βλέπουμε και τί όχι ή τί θεωρούμε αστείο και τί όχι. Στην πραγματικότητα έχει πολύ πιο ουσιαστικές και πιο σοβαρές – αν όχι ανησυχητικές – προεκτάσεις, καθώς σχετίζεται με τις κατευθύνσεις που παίρνουν στη σημερινή εποχή οι βαθύτερες, μεταφυσικές ανησυχίες των ανθρώπων, και με τις γενικότερες αντιλήψεις που σχηματίζουν για τον κόσμο και τη ζωή. Ιδιαίτερα δε σε μια κατά συντριπτική πλειοψηφία χριστιανική κοινωνία, όπως είναι (έστω και κατ΄ όνομα) η νεοελληνική, η επάνοδος του παγανισμού δεν πρέπει να θεωρείται απλά και μόνο σαν μια αξιοπερίεργη ή και διασκεδαστική ιδιορρυθμία της ιστορίας των θρησκειών, αλλά σαν την επανάκαμψη εκείνης ακριβώς της θρησκευτικής και ευρύτερα πνευματικής και πολιτισμικής στένωσης και «αναπηρίας» των αρχαίων χρόνων, την οποία μπόρεσε να γιατρέψει ο Χριστιανισμός μετά τη νίκη του επί των «εθνικών» κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, και από την οποία τήρησε από την αρχή μια εκ διαμέτρου αντίθετη θέση. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι σε μια χριστιανική κοινωνία αναγεννάται ο παγανιστικός τρόπος σκέψης πρέπει να θεωρείται σαν μια ανησυχητική οπισθοδρόμηση.
Ας μιλήσουμε, όμως, πιο συγκεκριμένα. Η κατεξοχήν θρησκευτική πλάνη την οποία ο νεοπαγανισμός επαναφέρει και βγάζει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, και η οποία πυροδοτεί ουσιαστικά και την αναγέννηση μιας σειράς διάφορων παρωχημένων κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων, είναι ο ανθρωπομορφισμός του θείου. Η πίστη που προτείνει σε μια σειρά από θεότητες οι οποίες δεν είναι οντότητες ανεξάρτητες και ανώτερες από τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς του φυσικού και υλικού κόσμου, οντότητες δηλαδή πραγματικά υπερβατικές, αλλά αποτελούν στην πραγματικότητα προβολές και είδωλα, απεικάσματα της ανθρώπινης εμπειρίας και σκέψης, όχι μόνο αδικεί και υποτιμά πλήρως τη φυσική και αυτονόητη έννοια του θεού ως ανώτατου και όντως όντος, αλλά εγκλωβίζει γενικότερα τα όρια της ανθρώπινης νόησης και αντίληψης στα στενά όρια της ύλης και της απτής, εμπειρικής πραγματικότητας, και οδηγεί αναπόφευκτα σε μια γενικευμένη υποτίμηση κάθε μη φυσικού στοιχείου. Ως αποτέλεσμα αυτής της θρησκευτικής στένωσης και κατ΄ απόλυτη αντιστοιχία με αυτήν, οι ψυχικές και πνευματικές, μη φυσικές δηλαδή, δυνάμεις του ανθρώπου ταυτίζονται πλήρως μέσα στο πλαίσιο του παγανισμού με την υλική και σωματική διάσταση. Με αυτό τον τρόπο, ο νους, τα συναισθήματα, το ήθος και εντέλει κάθετι που δεν είναι υλικό αλλά πνευματικό και μη ορατό, παύουν να είναι ένα κομμάτι του ανθρώπου ανεξάρτητο από την επίγεια παρουσία του και κατανοούνται μόνο σε συνάρτηση με όρους υλικούς και φυσικούς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολύ περιορισμένης γνωσιολογικής δυνατότητας στην οποία οδηγεί το αρχαιοελληνικό παγανιστικό πνεύμα, όπως και κάθε παγανισμός γενικότερα, είναι η σημασιολογική ιστορία και η ετυμολογία των αρχαιοελληνικών λέξεων «πονηρός» και «μοχθηρός». Ο σωματικός και φυσικός πόνος και ο μόχθος των χειρωνάκτων ήταν ταυτόχρονα για τους παγανιστές της αρχαιότητας και μια ιδιότητά που αναγκαστικά συνεπαγόταν και την ηθική αχρειότητά τους: έτσι ένα στοιχείο μη φυσικό και υλικό αλλά πνευματικό (το ήθος) κατανοούνταν με όρους υλικούς. Είναι φανερό και ξεκάθαρο πόσο επικίνδυνες κοινωνικές και ταξικές αντιλήψεις γεννά αυτή η συλλογιστική (π.χ. η εργατική τάξη είναι ανήθικη ή αντίστροφα οι πλούσιοι είναι και ενάρετοι). Ενδεικτικά και χωρίς να τα αναλύσω, παραθέτω και τα εξίσου χαρακτηριστικά παραδείγματα της λέξης «ευγενής» και της φράσης «νους υγιής εν σώματι υγιεί», που βασίζονται στην ίδια επιστημολογική στένωση.
Αυτή την εξαιρετικά απλοϊκή, αφελή θα λέγαμε, αντίληψη για τον κόσμο, η οποία τα αντιλαμβάνεται όλα μέσα στην ενότητα της ύλης και ως εκ τούτου καταντά άκαμπτη, μονοδιάστατη και ολοκληρωτική, ήρθε να την αναθεωρήσει προς όφελος όχι μόνο της θρησκευτικής μας ωρίμανσης ως ανθρώπων αλλά και της διανοητικής μας εξέλιξης η θρησκεία του Χριστιανισμού μέσα από το παράδειγμα του Ιησού Χριστού. Η ενανθρώπηση του Χριστού και η εκ νέου θεοποίησή του κατά την Ανάληψή του όχι μόνο κατέδειξαν ότι ο μεταφυσικός κόσμος υπάρχει χωριστά από τον υλικό και απτό, άρα ότι ο Θεός είναι όντως υπαρκτός (ο Ων), υπερβατικός και ανεξάρτητος από τις υλικές δεσμεύσεις (όχι δηλαδή ανθρωπόμορφος), αλλά μας δίδαξαν και για τη γενικότερη κατανόηση του κόσμου ότι τα φαινόμενα, η υλική πραγματικότητα που πιάνεται και νιώθεται, δεν μπορούν να μας δώσουν την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Με άλλα λόγια, ο Χριστιανισμός εισήγαγε στον πολιτισμό την έννοια του βάθους και της αποκάλυψης ενός βαθύτερου περιεχομένου που υπάρχει πίσω από ό,τι φαίνεται, και έτσι άνοιξε τις πύλες για το διαφορετικό και το Άλλο, μας απελευθέρωσε από την καταναγκαστική ομοιότητα με την οποία μας δεσμεύει όλους ως φυσικά όντα η ύλη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ταυτόχρονα και την χαώδη διαφορά της χριστιανικής κοσμοαντίληψης με την παγανιστική, ήταν η αδυναμία των Ρωμαίων (οι οποίοι ήταν επίσης ειδωλολάτρες) να αποδεχθούν και να κατανοήσουν κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια την αλληλεγγύη και την αγάπη που κήρυσσε ο Χριστιανισμός για ομάδες του πληθυσμού που κατ’ αυτούς ήταν ανήθικες λόγω είτε της εργασίας τους είτε της εξωτερικής τους εμφάνισης είτε της υγείας τους (π.χ. δούλους, ανάπηρους, άρρωστους), λόγω δηλαδή φυσικών και υλικών ιδιοτήτων που είχαν και όχι πνευματικών ή ψυχικών.
Είναι αρκετά προφανές ότι με το νεοπαγανισμό πραγματοποιείται μια γενική οπισθοδρόμηση, θρησκευτική και πολιτισμική, η οποία επαναφέρει έναν τρόπο σκέψης καθαρά ανθρώπινο και συμβατικό, αλλά την ίδια στιγμή ελλιπή και «ανάπηρο», από τον οποίο είναι ομολογουμένως αρκετά δύσκολο να ξεφύγουμε. Επαναφέρει αυτό που η ορθόδοξη υμνογραφία μας έχει ονομάσει «γεώδες φρόνημα», την ανικανότητα ή την αδιαφορία μας να δούμε πέρα και πίσω από την υλική και φυσική πραγματικότητα. Δεν έχουμε βέβαια κανένα δικαίωμα ως χριστιανική πλειοψηφία να απαγορεύουμε στον οποιονδήποτε να ακολουθεί όποια θρησκεία θέλει, άρα και τον παγανισμό. Είναι όμως πραγματικά κρίμα να μην τονίζουμε τις μεγάλες ουσιαστικές διαφορές και την ανανεωτική δύναμη που έφερε μετά από αυτή την «παιδική» εποχή της ανθρώπινης σκέψης η ώριμη θεολογική και γενικότερα κοσμοθεωρητική αντίληψη του Χριστιανισμού. Φαίνεται πάντως ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη διάθεση για τέτοιου είδους συζητήσεις σε μια «Δίχως Θεό», όπως θα έλεγε και ο Τερζάκης, εποχή σαν και τη σημερινή….