Wednesday, February 18, 2009

Δαρβινισμός: επιστήμη χωριζομένη αρετής

Τον τελευταίο καιρό βρίσκεται για ακόμα μια φορά στο προσκήνιο της επικαιρότητας η περίφημη «θεωρία της εξέλιξης». Αιτία γι’ αυτό δεν είναι μόνο η συμπλήρωση διακοσίων χρόνων (1809-2009) από τη γέννηση του εισηγητή της, του Charles Darwin – γνωστότερου, ελληνιστί, και ως Δαρβίνου –, αλλά και ο γενικότερος «πόλεμος» που έχει ξεσπάσει και μαίνεται κυρίως στις Η.Π.Α. μεταξύ αφ’ ενός του επιστημονικού κόσμου, αφ’ετέρου των υποστηρικτών του λεγόμενου «ευφυούς σχεδίου». Οι επιστήμονες (οι βιολόγοι για την ακρίβεια) υποστηρίζουν ότι η θεωρία του Δαρβίνου είναι όχι μόνο σωστή ως θεωρία, αλλά και πλήρως αποδεδειγμένη. Η ασύλληπτη βιοποικιλότητα που υπάρχει στον πλανήτη μας είναι γι’ αυτούς η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι οι ζωντανοί οργανισμοί δέχονται συνεχή επίδραση από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και ότι συνεπώς εξελίσσονται και μεταβάλλονται διαρκώς, προσαρμοζόμενοι πάντοτε στις εξωτερικές ανάγκες. Αντίθετα, οι οπαδοί του «ευφυούς σχεδίου» ή, αλλιώς, «δημιουργιστές» πρεσβεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε βάση ενός πολύ συγκεκριμένου προγράμματος, μέσα στο οποίο υπήρχαν εξ αρχής και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί στη μορφή που τους γνωρίζουμε σήμερα. Γι’ αυτούς η θεωρία της εξέλιξης αποτελεί άρνηση της ύπαρξης μιας ανώτερης (προφανώς θεϊκής) βούλησης η οποία ρυθμίζει και κανονίζει την πορεία του κόσμου, και ταυτόχρονα παραδοχή ότι όλα είναι αφημένα στο έλεος ενός απρόσωπου φυσικού μηχανισμού.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερες γνώσεις Βιολογίας και Χριστιανικής Θεολογίας για να καταλάβει αφ’ ενός ότι η επιστημονική κοινότητα διαπίστωνει κάτι σχεδόν αυταπόδεικτο, αφ’ετέρου ότι οι «δημιουργιστές» μάλλον έχουν μείνει στο γράμμα παρά έχουν εισχωρήσει στο πνεύμα της Βίβλου. Είναι προφανές ότι το φαινόμενο της ζωής υπόκειται στους νόμους και στους περιορισμούς του γήινου περιβάλλοντος και ότι, κατά συνέπεια, δεν είναι στατικό, αναλλοίωτο ή υπερκόσμιο. Η ζωή διαμείβεται μέσα στο δυναμικό και αεικίνητο πλαίσιο του χωροχρόνου και είναι απόλυτα φυσιολογικό να λαμβάνει πολλές και ποικίλες μορφές. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικά ασύμβατο με την χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου ούτε και με την ακλόνητη πίστη του Χριστιανισμού ότι ο κόσμος ελέγχεται και κυβερνάται πλήρως από τη δύναμη και τη βούληση του Θεού και όχι απλώς από μια αλυσίδα αιτίων και αιτιατών. Η βιβλική περιγραφή της Γενέσως είναι προφανέστατα αλληγορική και συμβολική και η κατά γράμμα ερμηνεία της δεν μας προσφέρει καμιά ασφαλή πληροφορία για τα πραγματικά στάδια της δημιουργίας του κόσμου. Πέραν τούτου, η ίδια η παρουσία του Θεού στον κόσμο και η ένταξή του ως ανθρώπου στους βιολογικούς και φυσικούς μηχανισμούς της ζωής είναι η ανώτατη απόδειξη ότι η μεταφυσική τελεολογία μπορεί να συνυπάρχει με την φυσική αιτιοκρατία. Η ύπαρξη μιας αλυσίδας φυσικών αιτίων και αποτελεσμάτων είναι ένα γεγονός εντελώς άλλης τάξεως από την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης η οποία μπορεί να αποτελεί απλώς την αρχή όλων αυτών. Ο φυσικός κόσμος υπάρχει και λειτουργεί παράλληλα με την ανώτερη υπερφυσική δύναμη που τον έχει δημιουργήσει και του έχει δώσει την αρχική πνοή. Αυτά τα δύο δεν αλληλοαποκλείονται, όπως πιστεύουν οι «δημιουργιστές». Ο ίδιος ο Δαρβίνος άλλωστε σε ορισμένα σημεία του έργου του, τα οποία προφανώς εσκεμμένα δεν έχουν τύχει της δέουσας προσοχής, αναγνωρίζει όντας αγνωστικιστής την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης που κινεί τους μηχανισμούς της φύσης.
Στη διαμάχη, συνεπώς, που έχει ξεσπάσει, το δίκιο φαίνεται να βρίσκεται με το μέρος της «θεωρίας της εξέλιξης». Για να είναι, όμως, μια επιστημονική θεωρία αποδεκτή αρκεί άραγε να είναι ορθή αποκλειστικά και μόνο ως επιστημονική θεωρία ή μήπως πρέπει να εκπληροί και ορισμένες άλλες προϋποθέσεις που δεν εμπίπτουν στο δικό της στενό χώρο; Η επιστήμη στη νεότερη εκδοχή της, όπως δηλαδή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, έχει δημιουργήσει την αρκετά αλαζονική και εγωιστική απαίτηση να μην λογοδοτεί και να μην αξιολογείται για τίποτα άλλο εκτός από την επιστημονική της εγκυρότητα και ορθότητα. Έχει την απαίτηση να αποτελεί έναν ξεχωριστό, κλειστό κόσμο μέσα στον υπόλοιπο κόσμο ή πάνω από αυτόν. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να ισχύει. Κάθε πράξη, κάθε δήλωση, κάθε ενέργειά μας δεν εξαντλείται ποτέ στον εαυτό της, αντίθετα αποτελεί ταυτόχρονα μια στάση που παίρνουμε και μια απάντηση που δίνουμε στα θεμελιώδη υπαρξιακά, οντολογικά, κοινωνικά και ηθικά ερωτήματα που θέτει αναγκαστικά και αναπόδραστα η ίδια η πραγματικότητα και που είναι άρρηκτα συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, άρα και η επιστήμη, είναι κατά συνέπεια μια πράξη ηθικού βάρους και πολιτικής σημασίας, με την έννοια ότι προτείνει και κομίζει πάντα ένα συγκεκριμένο τρόπο του υπάρχειν μέσα στον κόσμο, μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και φιλοσοφία.
Υπό αυτό το πρίσμα η «θεωρία της εξέλιξης», η κατά τ’ άλλα ακέραιη επιστημονικά, βρίσκεται ξαφνικά προ των ευθυνών της. Ποια είναι αλήθεια η ηθική πρόταση και στάση που κομίζει; Ποιο είναι το πρότυπο κοινωνικής και ηθικής ζωής το οποίο προτείνει; Οι απαντήσεις είναι μάλλον απογοητευτικές. Διαβάζοντας κανείς στην «Καταγωγή των ειδών» του Δαρβίνου για την διαδικασία της φυσικής επιλογής, σύμφωνα με την οποία η φύση επιλέγει τον ισχυρότερο, ικανότερο και πιο ευπροσάρμοστο οργανισμό, αποκομίζει ταυτόχρονα και το ηθικό μήνυμα ότι γενικώς επιβιώνει ο ισχυρότερος και αφανίζεται ο πιο αδύναμος. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα διαρκή και αμείλικτο ανταγωνισμό επιβίωσης στον οποίο προφανώς όλα επιτρέπονται αρκεί να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εφόσον όλη η ύπαρξη στρέφεται γύρω από την επιβίωση, συμπεραίνουμε ότι γενικώς όλα κρίνονται μόνο στη διαχείριση των υλικών αγαθών και κάθε ενασχόληση με όσα ξεπερνούν αυτές τις ανάγκες είναι περιττή. Η οπτική γωνία του Δαρβίνου απέναντι στο φαινόμενο της ζωής μάς οδηγεί αναπόφευκτα σε έναν άκρατο υλισμό, σε έναν στυγνό και υπολογιστικό ατομισμό, που κατευθύνεται από τα πιο χαμηλά ένστικτα, και σε μια πλήρη αδιαφορία για τη συνύπαρξή μας με τους υπόλοιπους άρα για την ύπαρξη κοινωνίας.
Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι η «θεωρία της εξέλιξης» περιέγραψε τις διαδικασίες και τις αιτιακές σχέσεις μέσα από τις οποίες ο κόσμος έφτασε στη σημερινή του μορφή, αλλά στο ότι μέσα από αυτή την μονόπλευρα φυσιοκρατική ερμηνεία του φαινομένου της ζωής υποβάθμισε και υποβίβασε τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζωικού βασιλείου, προβάλλοντας ως μοναδικό λόγο της ύπαρξής του την επιβίωση και την αυτοσυντήρηση και αγνοώντας ταυτόχρονα την έμφυτη ηθική και κοινωνικοπολιτική διάστασή του. Οι βασικές ενστάσεις, με άλλα λόγια, κατά του δαρβινισμού δεν εγείρονται από το χώρο της θρησκείας αλλά από τον χώρο της φιλοσοφίας και πιο συγκεκριμένα της ηθικής. Η επιστήμη είναι ελεύθερη να προοδέυει και να κατακτά καινούριους τομείς της γνώσης. Ταυτόχρονα, όμως, με κάθε της βήμα παίρνει και μια θέση πάνω στα ηθικά ερωτήματα και διλήμματα που μας θέτει η ίδια η εμπλοκή μας με αυτό τον κόσμο. Όταν δεν το λαμβάνει αυτό υπ’ όψιν ή όταν οι απαντήσεις που δίνει όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα στη λύση αυτών των μεγάλων προβλημάτων αλλά την παρεμποδίζουν, όλη η γνωστική της δύναμη χάνει την αξία της και καταντά μια μορφή κουτοπονηριάς και εξυπνακισμού. Ο Πλάτων είχε προειδοποιήσει στον Μενέξενό του γι’ αυτό το ενδεχόμενο (246e): «Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία οὐ σοφία φαίνεται». Πόσο γνώριζε ο Δαρβίνος αυτή την απόλυτη ανάγκη για προαγωγή της ἀρετῆς; Μάλλον καθόλου…