Monday, April 29, 2013

Γιατί ο Καβάφης σήμερα;



Μέσα στον αποπνικτικό οικονομικό περίγυρο έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητο μέχρι στιγμής το γεγονός ότι διανύουμε το «έτος Καβάφη», λόγω της συμπλήρωσης  150 χρόνων από τη γέννηση και 80 χρόνων από το θάνατο του ποιητή. Μάλλον άγνωστο είναι επίσης ότι σήμερα, 29 Απριλίου, είναι  διπλή επέτειος για τον μεγάλο Αλεξανδρινό, ο οποίος είχε το σπάνιο ομολογουμένως «προνόμιο» να  πεθάνει την ημέρα των γενεθλίων του (σε ηλικία ακριβώς 70 χρόνων). Ο ίδιος ίσως να μην ενοχλούνταν ιδιαίτερα με αυτή τη σύγχρονη αδιαφορία. Όχι μόνο λόγω της έμφυτης σεμνότητάς του, αλλά κυρίως επειδή έδινε σημασία περισσότερο «στα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε»[1] των ολίγων παρά στο εύκολο χειροκρότημα ή στην εφήμερη αναγνώριση.
Με αυτή όμως την υπενθύμιση αναδύεται και το καίριο ερώτημα: τελικά ο Καβάφης για ποιους πραγματικά είναι; Μόνο για τους ολίγους και τους «μυημένους» ή για τους πολλούς, για τον κάθε άνθρωπο; Προχωρώντας λίγο παραπέρα και παραφράζοντας τη φρασεολογία ενός ποιήματός του[2]: τι κομίζει στη σημερινή εποχή η ποίησή του; Απλώς ένα απαράμιλλο αισθητικό παράδειγμα, ή και ορισμένα βαθύτερα, επίκαιρα ίσως, μηνύματα; Οι ερωτήσεις μοιάζουν ρητορικές, σχεδόν προσχηματικές, και έτσι είναι πράγματι. Γιατί ακόμη αν ο ίδιος ο Καβάφης κράτησε τον εαυτό του επιμελώς στο ημίφως και μακριά από την τύρβη της Αγοράς (με την αρχαία έννοια της λέξης), το έργο του τελικά τον «προδίδει» και τον οδηγεί με έναν τρόπο αναπόδραστο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Εδώ βέβαια βρίσκεται η σημερινή μας ευθύνη. Αυτό το ενδιαφέρον έχει ατονήσει και πρέπει να αναθερμανθεί. Πρέπει να κατανοήσουμε σε τι συνίσταται η αξία της ποίησης του Καβάφη, κυρίως όμως να ανακαλύψουμε ποιες κατευθυντήριες γραμμές θα μπορούσε να μας προσφέρει μέσα στην επώδυνη συγκυρία που διανύουμε. Το έργο αυτό δεν είναι αποκλειστικά φιλολογικό ή τουλάχιστον δεν πρέπει να κινείται μέσα στον σχολαστικό πολλές φορές χώρο της υψηλής λογοτεχνικής ανάλυσης. Αντιθέτως, αν ο Καβάφης όντως κομίζει κάτι που αξίζει εμείς να το προσλάβουμε, είναι περισσότερο ένα πολιτισμικό και ηθικό παράδειγμα, μια συγκροτημένη στάση ζωής – ατομική αλλά και συλλογική –, που μπορεί να γίνει αντιληπτή και ανεξάρτητα από το βαθμό πρόσληψης της αισθητικής αξίας του έργου του.
Το πιο ηχηρό μήνυμα της ποίησης του Καβάφη αφορά τη σχέση του ανθρώπου με το ιστορικό παρελθόν. Τα πολλά και γνωστά ιστορικά ποιήματά του δεν πρέπει να ιδωθούν μόνο ως μια λογοτεχνική άσκηση και η ιστορική γνώση την οποία ενσωματώνουν δεν πρέπει να εκληφθεί μόνο σαν ένας πρόσφορος καμβάς, σαν ένα πρόσχημα που βρίσκει ο Καβάφης ώστε να προωθήσει άλλα θέματα. Πίσω από αυτές τις υπαρκτές λογοτεχνικές λειτουργίες της ιστορικής επιφάνειας πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αυταξία που έχει η ιστορική γνώση. Εδώ ας θυμηθούμε ότι ο Καβάφης ήταν ένας δεινός ιστοριοδίφης, ένας βαθύς γνώστης γενικά της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και ειδικότερα της ελληνιστικής-αλεξανδρινής εποχής. Ο ίδιος μάλιστα ένιωθε, κατά δήλωσή του, πολύ οικείος με την ιστορική επιστήμη[3]. Τα ιστορικά ποιήματά του λοιπόν συνιστούν στην πραγματικότητα ένα βαθύτερο μάθημα ιστορικής συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας, μια υποδειγματική σπουδή του παρελθόντος. Ο Καβάφης με τα ιστορικά του ποιήματα τελικά μάς προτρέπει να μαθαίνουμε και κυρίως να μελετούμε την ιστορία. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στο βαθμό που ορισμένα ποιήματά του καθιστούν το ιστορικό παρελθόν και ένα μέσο κατανόησης της σύγχρονης πραγματικότητας μέσω της περίφημης «αντικειμενικής συστοιχίας» (την οποία είχε εντοπίσει ο Σεφέρης σε γνωστό δοκίμιό του[4]), της ικανότητας δηλαδή του ποιητή να βρίσκει τις ιστορικές αναλογίες παρελθόντος-παρόντος με έναν τρόπο εξαιρετικά εύστοχο. Αυτός ο ιστορικός στοχασμός που πηγάζει από τη βαθιά ιστορική γνώση θα ήταν σίγουρα ένα χρήσιμο εφόδιο στις σημερινές αντίξοες περιστάσεις, κυρίως επειδή δεν έχουμε επαρκώς αντιληφθεί τις βαθύτατα ιστορικές καταβολές τους.
Εξίσου επίκαιρο είναι και ένα άλλο στοιχείο της ποίησης του Καβάφη: η περίοδος της ελληνικής ιστορίας που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως πρώτη λογοτεχνική ύλη. Η εμμονή του Καβάφη με την αλεξανδρινή-ελληνιστική εποχή και γενικότερα με την περίοδο του αυτοκρατορικού ελληνισμού (όχι του ελληνισμού της πόλης-κράτους) δεν είναι ένα επιπλέον λογοτεχνικό εργαλείο στα χέρια του. Δεν πρέπει επίσης να θεωρείται απλώς σαν μια αναπόφευκτη αυτοβιογραφική επίδραση, επειδή έζησε και ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο κέντρο της ελληνιστικής αρχαιότητας, στην Αλεξάνδρεια. Η ιστορική εστίαση του Καβάφη σε αυτή την εκδοχή του ελληνικού πολιτισμού έχει ταυτόχρονα και ένα ιδεολογικό, πολιτισμικό, σχεδόν φιλοσοφικό βάρος. Είναι μια συνειδητή προτίμηση που ισοδυναμεί με κοσμοθεωρητική πρόταση. Η αλεξανδρινή εποχή είναι για τον Καβάφη η στιγμή που ο ελληνισμός αποκτά πλέον τις πραγματικές του διαστάσεις και εκπληρώνει τη βαθύτερη ουσία του. Είναι η φάση κατά την οποία διαμορφώνει την οικουμενική ταυτότητά του και μετατρέπεται πλέον από κατηγορία δηλωτική καταγωγής σε κατηγορία δηλωτική πολιτισμού. Είναι η στιγμή που το όραμα του Ισοκράτη («μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας»[5]) έχει μετατραπεί σε ιστορική πραγματικότητα μέσω της συνένωσης δεκάδων διαφορετικών λαών κάτω από την «Κοινήν Ελληνική Λαλιά», με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πολιτιστικό επίπεδο. Αυτή λοιπόν η καβαφική εκδοχή του ελληνισμού, του κοσμοπολίτικου και ανοιχτού στο διαφορετικό, του δεκτικού σε κάθε είδους ώσμωση, του υφιστάμενου – κατά την καβαφική φρασεολογία – την «ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών»[6], μέσα από την οποία δεν φθείρεται αλλά παραδόξως ανανεώνεται και επιβιώνει, θα μπορούσε να είναι στις μέρες μας ένα ακόμα πανίσχυρο αντίδοτο. Όχι μόνο για την αντιμετώπιση της ίδιας της κρίσης, η οποία είναι εντέλει πολιτισμική και έχει προκληθεί από την σταδιακή αλλοτρίωση αυτής ακριβώς της οικουμενικής ελληνικής ταυτότητας, αλλά και για την καταπολέμηση μιας στρεβλής εικόνας για τον ελληνισμό, που καλλιεργείται τελευταία από διάφορες πλευρές, κοντινές σε μας ή και πιο μακρινές.
Η επικαιρότητα του Καβάφη έγκειται και σε ένα τρίτο, εξίσου καίριο σημείο: στην πρωτοποριακή διάσταση του έργου του. Πολλοί Έλληνες λογοτέχνες, κυρίως ποιητές, είναι γνωστοί διεθνώς και έχουν τιμηθεί με παγκόσμιου κύρους διακρίσεις (Σεφέρης, Ελύτης). Κανείς όμως δεν έχει αφήσει τόσο ιδιαίτερο στίγμα όσο ο Καβάφης, ο οποίος σε αντίθεση με τους υπολοίπους δεν ακολούθησε ποτέ ένα ρεύμα ή μια τάση αλλά στην πραγματικότητα δημιούργησε δική του ατομική «σχολή», ένα απόλυτα προσωπικό ύφος, μια εντελώς πρωτότυπη έκφραση. Ο ίδιος εξομολογείται σε ένα από τα «Κρυμμένα ποιήματά» του: «…στη μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) / που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί / απ’ τες πολλές μονάδες μία. Μες στ’ ολικό ποσό / δεν αριθμήθηκα»[7]). Ο Καβάφης δεν είναι μιμητής, ετερόφωτη καλλιτεχνική ύπαρξη, καταναλωτής ξένων προτύπων. Αντιθέτως, είναι τολμηρός παραγωγός πολιτισμού, δημιουργός μιας νέας ιδιαίτερης ταυτότητας. Τέτοια ετερότητα ο σημερινός ελληνισμός δυστυχώς έχει σταματήσει να παράγει σε όλα τα επίπεδα. Η καινοτομία, η πρωτοτυπία και η διαφοροποίηση είναι στοιχεία που έχουν πλέον εξαφανιστεί μπροστά στην εύκολη λύση του μιμητισμού και της «κατανάλωσης» ξένων πολιτισμικών παραδειγμάτων, προϊόντων και νοοτροπιών. Γεγονός που γίνεται ακόμα πιο τραγικό, αν αναλογιστούμε ότι ο ελληνισμός διαχρονικά, ειδικά ο παροικιακός και εξωελλαδικός, ήταν πρότυπο πολιτιστικής ιδιαιτερότητας με τεράστια αφομοιωτική δύναμη – τυπική τέτοια περίπτωση αποτελεί βεβαίως και ο αιγυπτιώτης Καβάφης.
Η γενική ανυποληψία στην οποία έχει περιπέσει σήμερα ο Καβάφης, παρ’ όλες τις δυνάμεις που κρύβει μέσα το έργο του, προβληματίζει. Εξίσου, όμως, πρέπει να προβληματίζει και η αδυναμία της πνευματικής ελίτ του τόπου μας αφ’ ενός να προβάλει προσωπικότητες του βεληνεκούς του Καβάφη, αφ’ ετέρου να προσπαθήσει να παραγάγει έργο εφάμιλλο του έργου του Καβάφη. Και εδώ ο Αλεξανδρινός δίνει την απάντησή του, όχι τόσο με τα ποιήματά του, όσο με τη στάση ζωής που τήρησε. Μια στάση αυστηρής συνέπειας και ακεραιότητας, που αρμόζει σε έναν πραγματικό, όχι κατ’ όνομα, διανοούμενο. Μια στάση ηγετική αλλά και ταυτόχρονα υπηρετική απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Ο Καβάφης ήταν σίγουρα μέλος μιας ελίτ, ένας άνθρωπος που κρατιόταν μακριά από το πλήθος. Την ίδια στιγμή όμως ήταν ένας αφοσιωμένος υπηρέτης της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας, ένας συνειδητός Έλληνας. Έκανε το καθήκον του ως γνήσιος πνευματικός άνθρωπος. Οι σημερινές ελίτ, πνευματικές, πολιτικές, οικονομικές, έχουν άραγε συναίσθηση της ευθύνης τους και του ηγετικού τους ρόλου απέναντι στην κοινωνία; Η απάντηση είναι οδυνηρά εύκολη.


[1] Πρβ. το ποίημα «Η Σατραπεία», Κ.Π. Καβάφη, Άπαντα (Ίκαρος 1966) σελ. Α 16.
[2] Πρβ. το ποίημα «Εκόμισα εις την Τέχνη», Κ.Π. Καβάφη, Άπαντα (Ίκαρος 1966) σελ. Β 27.
[3] «Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός∙ ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον∙ αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορία» (Γ. Λεχωνίτη, Καβαφικά αυτοσχόλια [Αλεξάνδρεια 1942] σελ. 22).
[4] Γ. Σεφέρης «Κ.Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ: παράλληλοι», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τόμ. 3, (Ιούν. 1947), σελ. 33-43.
[5] Ισοκράτους, Πανηγυρικός 50, 7.
[6] Από το ποίημα «Στα 200 π.Χ.», Κ.Π. Καβάφη, Άπαντα (Ίκαρος 1966) σελ. Β 88.
[7] Από το ποίημα «Πρόσθεσις», Κ. Π. Καβάφη, Κρυμμένα ποιήματα (Ίκαρος 1993).