Thursday, November 5, 2009

Η ιστορική αυτογνωσία μονόδρομος για το μέλλον

Μέσα από καθημερινές εμπειρίες διαπιστώνουμε ότι το πρότυπο της ευνο-μούμενης, συντεταγμένης και αξιοκρατικής πολιτείας των ευρωπαϊκών κρατών, στο οποίο είχε εξ αρχής βασιστεί το νεοελληνικό κράτος, παραμένει μέχρι και σήμερα μια ουτοπία. Η διαφθορά και η ασυδοσία στον χώρο της πολιτικής, η ιδιοτέλεια και η καταχρηστική νοοτροπία των συντεχνιών και των διαφόρων «κοινωνικών ομάδων», η απουσία ισχυρών αξιοκρατικών θεσμών και αντικειμενικών κριτηρίων ποιότητας, καθώς και η έμπρακτη ακύρωση της ισότητας και των δικαιωμάτων των πολιτών είναι μερικές μόνο από τις εκδηλώσεις αυτής της αποτυχίας. Πολλά ακόμη παρόμοια φαινόμενα, γνωστά εν πολλοίς, κατατρύχουν διαρκώς το ελληνικό κράτος και κρατούν δέσμιες τις παραγωγικές δυνάμεις του.
Αρκετοί φρονούν ότι η αυτή η δυσλειτουργία κράτους και κοινωνίας είναι ζή-τημα επιλογών και βούλησης. Βούλησης κυρίως πολιτικής και κυβερνητικής και δευτερευόντως ατομικής και ιδιωτικής. Κατά την άποψη αυτή, η ευθύνη βαρύνει πρώτα απ’ όλα τους εκάστοτε κατόχους της εξουσίας, οι οποίοι, παρότι έχουν την δυνατότητα, αρνούνται να διορθώσουν τις στρεβλώσεις μέσα από θεσμικές παρεμβάσεις ή και ρήξεις, επιλέγοντας έτσι την προάσπιση των ίδιων συμφερόντων τους. Σε δεύτερη συνήθως μοίρα (γιατί άραγε;) θεωρείται ότι έχουν ευθύνες και οι ίδιοι οι πολίτες, επειδή δεν συντάσσονται με τους νόμους και τους κανόνες του κράτους και αντίθετα διαλέγουν, και αυτοί από ατομικό συμφέρον ωθούμενοι, να παρακάμψουν κάθε συντεταγμένη διαδικασία και έτσι να ακυρώσουν έμπρακτα κάθε έννοια ευνομίας.
Εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Αν όλα τα προβλήματα ήταν αποκλειστικά ζήτημα επιλογών και αποφάσεων, θα ήταν πολύ πιο εύκολη και η λύση τους. Θα χρειαζόντουσαν μόνο οι κατάλληλες και ορθές αποφάσεις. Τα πράγματα φυσικά δεν είναι τόσο απλά. Προφανώς υπάρχουν ισχυροί εξωτερικοί παράγοντες που μας εμποδίζουν να πράξουμε το σωστό, ακόμα κι αν έχουμε καλές προθέσεις. Το ποιοι είναι αυτοί αποτελεί βέβαια θέμα συζήτησης. Εν προκειμένω στο ζήτημα της δυσλειτουργίας του ελληνικού κράτους μια διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι την παρανομία, την παραβατικότητα και την γενική αδυναμία κρατικής συγκρότησης και οργάνωσης την έχουμε περίπου στο DNA μας και γι΄ αυτό το λόγο ποτέ δεν θα ξεφύγουμε από όλα αυτά τα δεινά. Είναι πολύ βολικό αυτό το υποτιθέμενο «γενετικό σφάλμα» της ελληνικής φυλής κυρίως επειδή μεταθέτει όλο το πρόβλημα σε έναν χώρο ουσιαστικά ανεξερεύνητο, σε ένα πεδίο τελικά μεταφυσικό. Βολικό είναι και το να χρεώνουμε όλες τις κακοδαιμονίες μας στο «σύστημα», καθώς και σε αύτη την περίπτωση αναφερόμαστε σε κάτι αόριστο, νεφελώδες και αφηρημένο, σε μια μηχανική κατάσταση πλήρως απρόσωπη και ρευστή.
Αυτό που μας εμποδίζει να προοδεύσουμε και να προσαρμοστούμε, όπως επιθυμούμε, στα ευρωπαϊκά πρότυπα, ίσως να είναι κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο και αντικειμενικό, που είτε το αγνοούμε είτε το υποτιμούμε: το ίδιο μας το ιστορικό παρελθόν. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η σημερινή κατάσταση δεν θα ήταν τέτοια αν οι Έλληνες δεν είχαν βιώσει ως λαός μια μακρά αλυσίδα πολύ συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων, πραγματικά δομικών και καταστατικών και όχι περιστασιακών ή επιφανειακών. Φυσικά ο λόγος δεν είναι μόνο για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, που ενοχοποιείται με την πρώτη ευκαιρία. Παρότι πολλές από τις αρνητικές πτυχές της σύγχρονης Ελλάδας, σαν αυτές που παρατέθηκαν στην αρχή του σημειώματος, μπορούν πράγματι να αναχθούν σε εκείνα τα χρόνια, το πρόβλημα έχει βαθύτερες, πιο διαχρονικές διαστάσεις. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή σύλληψη του έθνους όχι μόνο ως πολιτιστικής κοινότητας αλλά και ως κράτους, ως μιας πολιτικά οργανωμένης δηλαδή οντότητας που συνενώνει μια ευρεία ομάδα ανθρώπων επί τη βάσει συγκεκριμένων καθολικών κανόνων (βλ. Σύνταγμα), ποτέ δεν ευνοήθηκε από τις εξελίξεις της ελληνικής ιστορίας αλλά και από την ίδια την γεωγραφική διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου. Οι Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ζούσαν πάντοτε έναν βίο κοινοτικό, τοπικό, γεωγραφικά κατακερματισμένο και σταθερά αποκεντρωτικό. Ας θυμηθούμε ότι ο φύσει τοπικός θεσμός της πόλης-κράτος ακόμα και όταν κατέρρευσε, αντικαταστάθηκε από μια παρόμοια κοινοτική και τοπική μορφή ζωής λόγω της υπαγωγής των Ελλήνων στο διοικητικά χαλαρό πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι αυτό γιατί ειδικά για τις επαρχίες της Ελλάδας οι Ρωμαίοι επέτρεψαν ένα καθεστώς ιδιότυπης τοπικής αυτοδιοίκησης και ενδιαφέρονταν κυρίως για την νομιμοφροσύνη των Ελλήνων προς τον αυτοκράτορα. Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε και στην περίοδο του Βυζαντίου, κατά την οποία, ως γνωστόν, προστατεύθηκε μεθοδικά από την αυτοκρατορική εξουσία η μικρή ιδιοκτησία και έτσι διατηρήθηκαν οι μικρές αγροτικές κοινότητες των ελλαδικών (και γενικότερα των βαλκανικών) επαρχιών και δεν αντικαταστάθηκαν, όπως έγινε στην Δύση, με μικρές ηγεμονίες φεουδαρχών, με συγκεντρωτικές δηλαδή κρατικές οντότητες. Κατά την Τουρκοκρατία, τέλος, οι τοπικές κοινότητες των Ελλήνων εξακολούθησαν να είναι οι κύριοι πυρήνες της ιστορικής τους επιβίωσης, χάρη και πάλι σε ένα ευνοϊκό πλαίσιο χαλαρής κεντρικής διοίκησης, παρόμοιο με το ρωμαϊκό.
Αυτή η πραγματικά αδιάλειπτη μορφή βίου καλλιέργησε στον ελληνικό λαό βαθείς εθισμούς, δομικά χαρακτηριστικά. Αυτά όμως, όταν ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, αγνοήθηκαν πλήρως στο όνομα του εξευρωπαϊσμού και της προόδου. Ένας λαός που είχε συνηθίσει για αιώνες να οργανώνεται και να διοικείται τοπικά από τους προύχοντες των επιμέρους κοινοτήτων του, να απονέμει δικαιοσύνη με βάση τους εθιμικούς κανόνες που προκύπτουν εμπειρικά μέσα από την κοινοτική συμβίωση, καθώς και να διαχωρίζεται εσωτερικά λόγω γεωγραφικών παραγόντων ή και πολεμικών συγκρούσεων – ένας τέτοιος λαός κλήθηκε μέσα σε μια νύχτα να προσαρμοστεί και να υπακούσει σε ένα μοντέλο οργάνωσης, αυτό του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους, που βασιζόταν στην απόλυτα συγκεντρωτική διοίκηση και στην αναγνώριση ενός καθολικού προγραμματικού νόμου, του Συντάγματος, που καταργούσε κάθε τοπικό ή ειδικό προνόμιο. Όση ιδεολογική προετοιμασία κι αν είχε γίνει από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, ήταν φύσει αδύνατον να επιτύχει αυτό το βίαιο και χονδροειδές εγχείρημα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη σοβαρή αντίδραση της ελληνικής πραγματικότητας ήρθε πολύ σύντομα: ήταν η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια το 1831 από τους τοπικούς άρχοντες της Πελοποννήσου, που δεν ένιωσαν απλώς ότι απειλούνται τα συμφέροντά τους, αλλά και ότι αμφισβητείται ένας παγιωμένος και αυτονόητος τρόπος βίου.
Πώς είμαστε βέβαιοι ότι όλες αυτές οι βαθιά ριζωμένες συνήθειες δεν καθορίζουν τις πράξεις μας μέχρι και σήμερα; Το ότι ανήκουμε στην Ευρώπη πολιτικοοικονομικά και από άποψη βιοτικού επιπέδου δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι έχουμε αφομοιώσει και την ευρωπαϊκή κουλτούρα που γέννησε αυτόν τον τρόπο ζωής. Οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής αλλάζουν γρήγορα και εύκολα, αλλά οι νοοτροπίες και οι αξίες δεν έχουν εξίσου γραμμική εξέλιξη, πολύ περισσότερο όταν έχουν μεγάλο ιστορικό βάθος. Όλα τα διασπαστικά και διαλυτικά φαινόμενα του νεοελληνικού κράτους, η πάγια αδυναμία πολιτικών και πολιτών να συντονιστούν σε μια ενιαία οργάνωση και να συναινέσουν, η επίμονη κυριαρχία των επιμέρους συμφερόντων και «σχέσεων» εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, όλα αυτά και πολλά παρόμοια δεν είναι παρά σαφείς ενδείξεις ότι αυτός ο λαός συνεχίζει να πορεύεται με τον ίδιο παραδοσιακό του κερματισμό και ότι ακόμα πιστεύει περισσότερο στο εμπειρικό φίλτρο των άμεσων κοινωνικών σχέσεων παρά σε προγραμματικές θεωρητικές αρχές, όπως είναι το Σύνταγμα και οι νόμοι. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε αναπαράγουμε καθημερινά νοοτροπίες και στάσεις ζωής που δεν έχουν καμία σχέση με το σύγχρονο και ευρωπαϊκό μας φαίνεσθαι αλλά με μια παλιότερη μορφή ζωής.
Οι προβληματισμοί αυτοί δεν είναι αναγκαστικά απαισιόδοξοι. Διέξοδος από τα προβλήματα σίγουρα υπάρχει. Αν, όμως, δεν συνειδητοποιήσουμε και κυρίως αν δεν παραδεχτούμε αυτές τις ιστορικές μας καταβολές που συνεχίζουν να μας επηρεάζουν και να μας κρατούν δέσμιους, δεν πρόκειται να προοδεύσουμε. Μόνο έτσι θα μάθουμε τι πραγματικά πρέπει να αλλάξουμε και από τι πρέπει να απαλλαγούμε. Από τη στιγμή που είμαστε προέκταση του παρελθόντος και καθοριζόμαστε από αυτό, μόνο μέσα από τη γνώση και τη μελέτη του θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε καλύτερα και τη δική μας εποχή και να προχωρήσουμε στο μέλλον.