Wednesday, December 2, 2009

Η άβολη αλήθεια για τα αρχαία ελληνικά

Έπειτα από μια περιέργως μακρά περίοδο σιωπής ήρθαν τις προηγούμενες ημέρες ξανά στην επιφάνεια οι αντιρρήσεις σχετικά με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Η αλλαγή της ηγεσίας στο Υπουργείο Παιδείας και οι μεταρρυθμιστικές προθέσεις της νέας Υπουργού ίσως θεωρήθηκαν μια αρκετά καλή ευκαιρία ώστε να τεθεί υπό συζήτηση και αυτό το θέμα και πιθανώς να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα ξεκίνησαν αυτή τη φορά με τη δημοσιοποίηση της πρότασης του σεβαστού καθηγητή Εμμ. Κριαρά προς τον κ. Γ. Παπανδρέου (σε μια κατ΄ιδίαν συνάντησή τους) να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο και να υπάρχει μόνο στις τάξεις του Λυκείου. Το σκεπτικό είναι ότι η ταυτόχρονη διδασκαλία της Νέας και της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας οδηγεί τα παιδιά σε σύγχυση και τελικά τα δυσκολεύει στη χρήση ακόμα και της μητρικής τους γλώσσας.

Νομίζω ότι για ένα ζήτημα τόσο σημαντικό και συνάμα τόσο τετριμμένο και πολυσυζητημένο, για το οποίο έχουν ακουστεί δεκάδες ή και εκατοντάδες απόψεις ειδικών και μη, θα πρέπει επιτέλους να ακουστεί όλη η αλήθεια και να παραμεριστούν οι όποιες ιδεολογικές ή πολιτικές σκοπιμότητες και προκαταλήψεις. Στα αυτιά κάποιων αυτή η φράση μπορεί να ηχεί παραπλανητική ή παραπειστική. Κι αυτό γιατί η έννοια αλήθεια, όπως και πολλές άλλες αφηρημένες έννοιες στο νεοελληνικό λεξιλόγιο (βλ. δημοκρατία, ελευθερία κλπ.), έχουν απογυμνωθεί από κάθε ίχνος καθολικής αξίας και δεν αντιστοιχούν πλέον σε κανένα κοινό σημείο αναφοράς, αφού ο καθένας τις ερμηνεύει και τις εννοεί κατά το δοκούν. Κι όμως, ορισμένα πράγματα είναι και παραμένουν αντικειμενικά. Για ορισμένα πράγματα δεν χωρούν διαφωνίες, όσο κι αν επιμένουμε να μην συναινούμε. Έτσι και για το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσουμε ορισμένα αδιαμφισβήτητα δεδομένα, που όσο κι αν μας ενοχλούν, όσο κι αν αναιρούν πιθανώς την προσωπική θεωρία μας, υπάρχουν και δεν αλλοιώνονται. Θα προσπαθήσω να τα απαριθμήσω.

1. Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο ελληνικό σχολείο είναι αποδεδειγμένα αποτυχημένη. Τις αποδείξεις τις έχουμε πρόχειρες. Οι μαθητές δηλώνουν ότι υποφέρουν στη διάρκεια του συγκεκριμένου μαθήματος και ότι δυσκολεύονται να το κατανοήσουν. Όταν βγουν από το Γυμνάσιο ή και από το Λύκειο και αφού έχουν δημιουργήσει έναν απίστευτο κυκεώνα γραμματικών και συντακτικών φαινομένων στο μυαλό τους, δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε καν μια απλή φράση σε αττική διάλεκτο. Όσοι, λοιπόν, επιμένουν στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης είτε δεν έχουν επαφή με την σχολική πραγματικότητα, είτε δεν μπορούν να την αξιολογήσουν σωστά είτε (απλούστατα) δεν ενδιαφέρονται για τη βελτίωσή της.

2. Η αιτία αυτής της αποτυχίας δεν είναι τα ίδια τα αρχαία ελληνικά αλλά η μέθοδος και ο τρόπος της διδασκαλίας τους. Αυτό αποδεικνύεται αυτονόητα από το γεγονός ότι τα παιδιά της ηλικίας των 12 ετών που καλούνται να μάθουν να διαβάζουν αρχαία ελληνικά, μια γλώσσα που είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι, πρόγονος της μητρικής τους γλώσσας – αυτά τα παιδιά έχουν ήδη μάθει να μιλούν άλλες γλώσσες που λεξιλογικά, γραμματικά, συντακτικά ακόμα και οπτικά είναι εντελώς ξένες με τη μητρική τους γλώσσα. Τούτο, λοιπόν, δείχνει ότι προφανώς αν τα παιδιά διδαχτούν τα αρχαία ελληνικά με τον ίδιο τρόπο που διδάσκονται τις ξένες γλώσσες δεν θα έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα. Πρακτικά τούτο σημαίνει δύο πράγματα. Κατ΄ αρχήν πρέπει να αντικατασταθούν τα αποσπάσματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με απλά, τεχνητά κείμενα αρχαίας ελληνικής, επικοινωνιακού κυρίως χαρακτήρα, που θα εξοικειώνουν τα παιδιά με τις βασικές (γραμματικές και συντακτικές) δομές και λέξεις της αρχαίας ελληνικής. Ο αρχικός στόχος αυτού του μαθήματος άλλωστε δεν είναι η γνωριμία με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά η κατανόηση αρχαίων ελληνικών κειμένων. Ο αρχαιογνωστικός σκοπός θα υπηρετηθεί στην ώρα του, όταν τα παιδιά θα έχουν κατακτήσει την αρχαία ελληνική γλώσσα και θα μπορούν να προσπελάσουν και πρωτότυπα αρχαία κείμενα. Το δεύτερο απαραίτητο βήμα είναι η κατάργηση όχι της γραμματικής και του συντακτικού αλλά του στείρου γραμματικού και συντακτικού σχολαστικισμού. Όποια γραμματική ή συντακτική γνώση της αρχαίας ελληνικής παίρνουν τα παιδιά, θα πρέπει να δίνεται πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του αρχαίου λόγου, έστω του τεχνητού και του απλοϊκού, ώστε να γίνεται αντιληπτή η λειτουργικότητά της. Η απομνημόνευση τύπων και όρων, αν δεν συνοδεύεται από μια λεκτική επαλήθευσή τους μέσα σε λόγο κατανοητό, είναι γνώση τελείως άχρηστη που παρεμποδίζει την κατάκτηση κάθε γλώσσας.

3. Η παράλληλη διδασκαλία αρχαίας και νεοελληνικής γλώσσας δεν επιφέρει καμία απολύτως σύγχυση στα παιδιά. Υπάρχει και εδώ μια αυτονόητη εξήγηση. Τα παιδιά στην ηλικία των 12 ετών (όταν ξεκινούν δηλαδή το Γυμνάσιο και τα αρχαία ελληνικά) όχι μόνο έχουν κατακτήσει τη μητρική τους γλώσσα αλλά είναι προ πολλού άριστοι ομιλητές της (ήδη από τα 5 χρόνια τους). Η διδασκαλία της αρχαίας λοιπόν δεν ταυτίζεται με κάποιο διαμορφωτικό στάδιο της μητρικής ώστε να προκαλείται σύγχυση, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ταυτίζεται με ένα στάδιο στη διάρκεια του οποίου το παιδί έχει πλήρη συνείδηση της γλωσσικής του αυτονομίας και της ικανότητάς του να μιλά παράλληλα και άλλες γλώσσες χωρίς να επηρεάζεται στο παραμικρό η μητρική του. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ένας από τους βασικούς στόχους του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, όπως περιγράφεται και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, δεν είναι φυσικά η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, αλλά η συνειδητοποίηση των κανόνων της ήδη κατακτημένης από τους μαθητές μητρικής γλώσσας. Στην πρώτη Γυμνασίου, λοιπόν, το παιδί γνωρίζει ήδη ότι ο «ναύτης» έχει γενική «του ναύτη» και η νέα γενική «του ναύτου» (που μαθαίνει στα αρχαία ελληνικά) δεν έρχεται να την αμφισβητήσει, γιατί απλούστατα προέρχεται από παλιότερη μορφή της γλώσσας και δεν χρησιμοποιείται στον σύγχρονο λόγο.

4. Η χρησιμότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για τα παιδιά δεν μετριέται απλά και μόνο με τους υλιστικούς και ανταλλακτικούς (ουσιαστικά οικονομικούς) όρους της σύγχρονης πραγματικότητας. Το ότι «δεν θα την μιλήσουν ποτέ όταν θα τελειώσουν το σχολείο», όπως λένε οι περισσότεροι μαθητές αλλά και πολλοί «μεγάλοι», δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για την αξία της. Η προσφορά του μαθήματος αυτού είναι κατά κύριο λόγο διανοητική και πνευματική, βαθύτερη και δομική. Η αρχαία ελληνική γλώσσα, είτε μας αρέσει είτε όχι, χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες από κάθε τομέα του επιστητού και της ανθρώπινης δημιουργικότητας σαν όχημα έκφρασης και σαν μέσο διατύπωσης αφηρημένων και συνθετικών όρων και εννοιών. Λόγω αυτού του αέναου σμιλέματός της όχι μόνο φέρει έναν μεγάλο λεξιλογικό θησαυρό, αλλά (το κυριότερο) έχει αποκτήσει μια εκφραστική και συντακτική πολυπλοκότητα και πυκνότητα, η μελέτη της οποίας αποτελεί από μόνη της μια πνευματική, λογική, σχεδόν μαθηματική άσκηση. Μια άσκηση η οποία ακονίζει τη σκέψη και χτίζει τελικά έναν άνθρωπο ορθολογικά και νηφάλια σκεπτόμενο, συγκροτημένο και οργανωμένο, έτοιμο να αντιμετωπίσει τις διανοητικές προκλήσεις του κόσμου. Αλλά και η ίδια η λεξιλογική και ετυμολογική αφθονία της αρχαίας ελληνικής είναι μια μοναδική ευκαιρία για το παιδί ώστε να κατανοήσει το δικό του λεξιλόγιο καλύτερα (μέσα από την ανίχνευση και το συσχετισμό των λέξεων) αλλά και να το διευρύνει, άρα μια ευκαιρία ώστε να γίνει πιο πλήρης (όχι δηλαδή απλά ικανός) ομιλητής της γλώσσας του. Δυστυχώς, βέβαια, κάποιους (ακόμα και γλωσσολόγους!) τους απασχολεί μόνο η ικανότητα της επικοινωνίας όχι και η ποιότητά της…

5. Είναι γνωστό ότι τα αρχαία ελληνικά τυγχάνουν παγκόσμιας αναγνώρισης. Δεκάδες πανεπιστήμια στο εξωτερικό έχουν έδρες γύρω από την αρχαία ελληνική φιλολογία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα αρχαία ελληνικά, παρότι δύσκολα και ανοίκεια για τους Ευρωπαίους μαθητές, αποτελούν σταθερό μάθημα του εκπαιδευτικού συστήματος. Μια τεράστια βιβλιογραφία αναπτύσσεται κάθε χρόνο γύρω από την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία και δεκάδες άνθρωποι ασχολούνται συστηματικά με αυτήν. Είναι γνωστό π.χ. σε όσους ασχολούνται με την αρχαία ελληνική γλώσσα το κολοσσιαίο πραγματικά εγχείρημα του πανεπιστημίου Irvine της California, το Thesaurus Linguae Graecae (TLG), ένα πρόγραμμα δηλαδή ψηφιοποίησης όλων των σωζόμενων αρχαίων ελληνικών κειμένων, που απαίτησε χιλιάδες ώρες δακτυλογράφησης. Πρόσφατα, εξάλλου, μάθαμε και για μια διαδικτυακή εφημερίδα (www.akwn.net), προσωπικό πόνημα ενός Ισπανού καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, στην οποία όλα τα νέα του κόσμου γράφονται στα αρχαία ελληνικά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν τόσο άμεση σχέση με την Ελλάδα και την γλώσσα της όσο εμείς, έχουν πέσει, άραγε, σε τόσο μεγάλη πλάνη ή χάνουν άσκοπα τον πολύτιμο καιρό τους ασχολούμενοι με τα αρχαία ελληνικά; Το ερώτημα δεν αντέχει καν σε απάντηση, προφανώς.

Φυσικά μπορεί ο καθένας να έχει τη δική του άποψη γύρω και από το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, όπως επίσης μπορεί ο καθένας να μην αποδέχεται ορισμένα αδιαμφισβήτητα αντικειμενικά δεδομένα. Αυτό, όμως, που δεν επιτρέπεται είναι η εγωιστική τάση αυτές οι προσωπικές (ιδεολογικά προκαθορισμένες) απόψεις να επιβάλλονται στο σύνολο της κοινωνίας και να παρουσιάζονται μέσα από λαϊκίστικες, απλοϊκές και αφοριστικές γενικεύσεις σαν να είναι αυτές η πραγματικότητα. Το κράτος και η κοινωνία που έχουν την ευθύνη της διαπαιδαγώγησης και της παίδευσης των αυριανών πολιτών πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους στην ευκολία και στην ήσσονα προσπάθεια που κάποιοι πρεσβεύουν και να δουν κατάματα την αλήθεια: πρέπει να εκτιμήσουν ποια είναι τα δύσκολα στην απόκτησή τους αλλά απαραίτητα εφόδια και ποια τα εκ πρώτης όψεως ευχάριστα αλλά αφόρητα βαρίδια για την πορεία μας προς το μέλλον. Για να γίνει, βέβαια, αυτό πρέπει να μπορούμε να κάνουμε και τη διαλογή, να έχουμε δηλαδή τα κατάλληλα κριτήρια. Όσο η πρακτική χρησιμότητα και η ανταλλακτική αξία παραμένουν τα μοναδικά μας κριτήρια για τα πάντα, θα βρισκόμαστε σε λανθασμένη πορεία. Και πάντα θα κατηγορούμε και θα στηλιτεύουμε τα «άχρηστα» αρχαία ελληνικά που δεν αποφέρουν υλικό κέρδος ή άμεσες επαγγελματικές προοπτικές.