Monday, April 29, 2013

Γιατί ο Καβάφης σήμερα;



Μέσα στον αποπνικτικό οικονομικό περίγυρο έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητο μέχρι στιγμής το γεγονός ότι διανύουμε το «έτος Καβάφη», λόγω της συμπλήρωσης  150 χρόνων από τη γέννηση και 80 χρόνων από το θάνατο του ποιητή. Μάλλον άγνωστο είναι επίσης ότι σήμερα, 29 Απριλίου, είναι  διπλή επέτειος για τον μεγάλο Αλεξανδρινό, ο οποίος είχε το σπάνιο ομολογουμένως «προνόμιο» να  πεθάνει την ημέρα των γενεθλίων του (σε ηλικία ακριβώς 70 χρόνων). Ο ίδιος ίσως να μην ενοχλούνταν ιδιαίτερα με αυτή τη σύγχρονη αδιαφορία. Όχι μόνο λόγω της έμφυτης σεμνότητάς του, αλλά κυρίως επειδή έδινε σημασία περισσότερο «στα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε»[1] των ολίγων παρά στο εύκολο χειροκρότημα ή στην εφήμερη αναγνώριση.
Με αυτή όμως την υπενθύμιση αναδύεται και το καίριο ερώτημα: τελικά ο Καβάφης για ποιους πραγματικά είναι; Μόνο για τους ολίγους και τους «μυημένους» ή για τους πολλούς, για τον κάθε άνθρωπο; Προχωρώντας λίγο παραπέρα και παραφράζοντας τη φρασεολογία ενός ποιήματός του[2]: τι κομίζει στη σημερινή εποχή η ποίησή του; Απλώς ένα απαράμιλλο αισθητικό παράδειγμα, ή και ορισμένα βαθύτερα, επίκαιρα ίσως, μηνύματα; Οι ερωτήσεις μοιάζουν ρητορικές, σχεδόν προσχηματικές, και έτσι είναι πράγματι. Γιατί ακόμη αν ο ίδιος ο Καβάφης κράτησε τον εαυτό του επιμελώς στο ημίφως και μακριά από την τύρβη της Αγοράς (με την αρχαία έννοια της λέξης), το έργο του τελικά τον «προδίδει» και τον οδηγεί με έναν τρόπο αναπόδραστο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Εδώ βέβαια βρίσκεται η σημερινή μας ευθύνη. Αυτό το ενδιαφέρον έχει ατονήσει και πρέπει να αναθερμανθεί. Πρέπει να κατανοήσουμε σε τι συνίσταται η αξία της ποίησης του Καβάφη, κυρίως όμως να ανακαλύψουμε ποιες κατευθυντήριες γραμμές θα μπορούσε να μας προσφέρει μέσα στην επώδυνη συγκυρία που διανύουμε. Το έργο αυτό δεν είναι αποκλειστικά φιλολογικό ή τουλάχιστον δεν πρέπει να κινείται μέσα στον σχολαστικό πολλές φορές χώρο της υψηλής λογοτεχνικής ανάλυσης. Αντιθέτως, αν ο Καβάφης όντως κομίζει κάτι που αξίζει εμείς να το προσλάβουμε, είναι περισσότερο ένα πολιτισμικό και ηθικό παράδειγμα, μια συγκροτημένη στάση ζωής – ατομική αλλά και συλλογική –, που μπορεί να γίνει αντιληπτή και ανεξάρτητα από το βαθμό πρόσληψης της αισθητικής αξίας του έργου του.
Το πιο ηχηρό μήνυμα της ποίησης του Καβάφη αφορά τη σχέση του ανθρώπου με το ιστορικό παρελθόν. Τα πολλά και γνωστά ιστορικά ποιήματά του δεν πρέπει να ιδωθούν μόνο ως μια λογοτεχνική άσκηση και η ιστορική γνώση την οποία ενσωματώνουν δεν πρέπει να εκληφθεί μόνο σαν ένας πρόσφορος καμβάς, σαν ένα πρόσχημα που βρίσκει ο Καβάφης ώστε να προωθήσει άλλα θέματα. Πίσω από αυτές τις υπαρκτές λογοτεχνικές λειτουργίες της ιστορικής επιφάνειας πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αυταξία που έχει η ιστορική γνώση. Εδώ ας θυμηθούμε ότι ο Καβάφης ήταν ένας δεινός ιστοριοδίφης, ένας βαθύς γνώστης γενικά της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και ειδικότερα της ελληνιστικής-αλεξανδρινής εποχής. Ο ίδιος μάλιστα ένιωθε, κατά δήλωσή του, πολύ οικείος με την ιστορική επιστήμη[3]. Τα ιστορικά ποιήματά του λοιπόν συνιστούν στην πραγματικότητα ένα βαθύτερο μάθημα ιστορικής συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας, μια υποδειγματική σπουδή του παρελθόντος. Ο Καβάφης με τα ιστορικά του ποιήματα τελικά μάς προτρέπει να μαθαίνουμε και κυρίως να μελετούμε την ιστορία. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στο βαθμό που ορισμένα ποιήματά του καθιστούν το ιστορικό παρελθόν και ένα μέσο κατανόησης της σύγχρονης πραγματικότητας μέσω της περίφημης «αντικειμενικής συστοιχίας» (την οποία είχε εντοπίσει ο Σεφέρης σε γνωστό δοκίμιό του[4]), της ικανότητας δηλαδή του ποιητή να βρίσκει τις ιστορικές αναλογίες παρελθόντος-παρόντος με έναν τρόπο εξαιρετικά εύστοχο. Αυτός ο ιστορικός στοχασμός που πηγάζει από τη βαθιά ιστορική γνώση θα ήταν σίγουρα ένα χρήσιμο εφόδιο στις σημερινές αντίξοες περιστάσεις, κυρίως επειδή δεν έχουμε επαρκώς αντιληφθεί τις βαθύτατα ιστορικές καταβολές τους.
Εξίσου επίκαιρο είναι και ένα άλλο στοιχείο της ποίησης του Καβάφη: η περίοδος της ελληνικής ιστορίας που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως πρώτη λογοτεχνική ύλη. Η εμμονή του Καβάφη με την αλεξανδρινή-ελληνιστική εποχή και γενικότερα με την περίοδο του αυτοκρατορικού ελληνισμού (όχι του ελληνισμού της πόλης-κράτους) δεν είναι ένα επιπλέον λογοτεχνικό εργαλείο στα χέρια του. Δεν πρέπει επίσης να θεωρείται απλώς σαν μια αναπόφευκτη αυτοβιογραφική επίδραση, επειδή έζησε και ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο κέντρο της ελληνιστικής αρχαιότητας, στην Αλεξάνδρεια. Η ιστορική εστίαση του Καβάφη σε αυτή την εκδοχή του ελληνικού πολιτισμού έχει ταυτόχρονα και ένα ιδεολογικό, πολιτισμικό, σχεδόν φιλοσοφικό βάρος. Είναι μια συνειδητή προτίμηση που ισοδυναμεί με κοσμοθεωρητική πρόταση. Η αλεξανδρινή εποχή είναι για τον Καβάφη η στιγμή που ο ελληνισμός αποκτά πλέον τις πραγματικές του διαστάσεις και εκπληρώνει τη βαθύτερη ουσία του. Είναι η φάση κατά την οποία διαμορφώνει την οικουμενική ταυτότητά του και μετατρέπεται πλέον από κατηγορία δηλωτική καταγωγής σε κατηγορία δηλωτική πολιτισμού. Είναι η στιγμή που το όραμα του Ισοκράτη («μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας»[5]) έχει μετατραπεί σε ιστορική πραγματικότητα μέσω της συνένωσης δεκάδων διαφορετικών λαών κάτω από την «Κοινήν Ελληνική Λαλιά», με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πολιτιστικό επίπεδο. Αυτή λοιπόν η καβαφική εκδοχή του ελληνισμού, του κοσμοπολίτικου και ανοιχτού στο διαφορετικό, του δεκτικού σε κάθε είδους ώσμωση, του υφιστάμενου – κατά την καβαφική φρασεολογία – την «ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών»[6], μέσα από την οποία δεν φθείρεται αλλά παραδόξως ανανεώνεται και επιβιώνει, θα μπορούσε να είναι στις μέρες μας ένα ακόμα πανίσχυρο αντίδοτο. Όχι μόνο για την αντιμετώπιση της ίδιας της κρίσης, η οποία είναι εντέλει πολιτισμική και έχει προκληθεί από την σταδιακή αλλοτρίωση αυτής ακριβώς της οικουμενικής ελληνικής ταυτότητας, αλλά και για την καταπολέμηση μιας στρεβλής εικόνας για τον ελληνισμό, που καλλιεργείται τελευταία από διάφορες πλευρές, κοντινές σε μας ή και πιο μακρινές.
Η επικαιρότητα του Καβάφη έγκειται και σε ένα τρίτο, εξίσου καίριο σημείο: στην πρωτοποριακή διάσταση του έργου του. Πολλοί Έλληνες λογοτέχνες, κυρίως ποιητές, είναι γνωστοί διεθνώς και έχουν τιμηθεί με παγκόσμιου κύρους διακρίσεις (Σεφέρης, Ελύτης). Κανείς όμως δεν έχει αφήσει τόσο ιδιαίτερο στίγμα όσο ο Καβάφης, ο οποίος σε αντίθεση με τους υπολοίπους δεν ακολούθησε ποτέ ένα ρεύμα ή μια τάση αλλά στην πραγματικότητα δημιούργησε δική του ατομική «σχολή», ένα απόλυτα προσωπικό ύφος, μια εντελώς πρωτότυπη έκφραση. Ο ίδιος εξομολογείται σε ένα από τα «Κρυμμένα ποιήματά» του: «…στη μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) / που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί / απ’ τες πολλές μονάδες μία. Μες στ’ ολικό ποσό / δεν αριθμήθηκα»[7]). Ο Καβάφης δεν είναι μιμητής, ετερόφωτη καλλιτεχνική ύπαρξη, καταναλωτής ξένων προτύπων. Αντιθέτως, είναι τολμηρός παραγωγός πολιτισμού, δημιουργός μιας νέας ιδιαίτερης ταυτότητας. Τέτοια ετερότητα ο σημερινός ελληνισμός δυστυχώς έχει σταματήσει να παράγει σε όλα τα επίπεδα. Η καινοτομία, η πρωτοτυπία και η διαφοροποίηση είναι στοιχεία που έχουν πλέον εξαφανιστεί μπροστά στην εύκολη λύση του μιμητισμού και της «κατανάλωσης» ξένων πολιτισμικών παραδειγμάτων, προϊόντων και νοοτροπιών. Γεγονός που γίνεται ακόμα πιο τραγικό, αν αναλογιστούμε ότι ο ελληνισμός διαχρονικά, ειδικά ο παροικιακός και εξωελλαδικός, ήταν πρότυπο πολιτιστικής ιδιαιτερότητας με τεράστια αφομοιωτική δύναμη – τυπική τέτοια περίπτωση αποτελεί βεβαίως και ο αιγυπτιώτης Καβάφης.
Η γενική ανυποληψία στην οποία έχει περιπέσει σήμερα ο Καβάφης, παρ’ όλες τις δυνάμεις που κρύβει μέσα το έργο του, προβληματίζει. Εξίσου, όμως, πρέπει να προβληματίζει και η αδυναμία της πνευματικής ελίτ του τόπου μας αφ’ ενός να προβάλει προσωπικότητες του βεληνεκούς του Καβάφη, αφ’ ετέρου να προσπαθήσει να παραγάγει έργο εφάμιλλο του έργου του Καβάφη. Και εδώ ο Αλεξανδρινός δίνει την απάντησή του, όχι τόσο με τα ποιήματά του, όσο με τη στάση ζωής που τήρησε. Μια στάση αυστηρής συνέπειας και ακεραιότητας, που αρμόζει σε έναν πραγματικό, όχι κατ’ όνομα, διανοούμενο. Μια στάση ηγετική αλλά και ταυτόχρονα υπηρετική απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Ο Καβάφης ήταν σίγουρα μέλος μιας ελίτ, ένας άνθρωπος που κρατιόταν μακριά από το πλήθος. Την ίδια στιγμή όμως ήταν ένας αφοσιωμένος υπηρέτης της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας, ένας συνειδητός Έλληνας. Έκανε το καθήκον του ως γνήσιος πνευματικός άνθρωπος. Οι σημερινές ελίτ, πνευματικές, πολιτικές, οικονομικές, έχουν άραγε συναίσθηση της ευθύνης τους και του ηγετικού τους ρόλου απέναντι στην κοινωνία; Η απάντηση είναι οδυνηρά εύκολη.


[1] Πρβ. το ποίημα «Η Σατραπεία», Κ.Π. Καβάφη, Άπαντα (Ίκαρος 1966) σελ. Α 16.
[2] Πρβ. το ποίημα «Εκόμισα εις την Τέχνη», Κ.Π. Καβάφη, Άπαντα (Ίκαρος 1966) σελ. Β 27.
[3] «Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός∙ ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον∙ αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορία» (Γ. Λεχωνίτη, Καβαφικά αυτοσχόλια [Αλεξάνδρεια 1942] σελ. 22).
[4] Γ. Σεφέρης «Κ.Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ: παράλληλοι», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τόμ. 3, (Ιούν. 1947), σελ. 33-43.
[5] Ισοκράτους, Πανηγυρικός 50, 7.
[6] Από το ποίημα «Στα 200 π.Χ.», Κ.Π. Καβάφη, Άπαντα (Ίκαρος 1966) σελ. Β 88.
[7] Από το ποίημα «Πρόσθεσις», Κ. Π. Καβάφη, Κρυμμένα ποιήματα (Ίκαρος 1993).

Wednesday, April 21, 2010

Ανάταξη πνευματική και ηθική, όχι μόνο οικονομική

Πού βρίσκεται η κινητήρια δύναμη της ιστορικής εξέλιξης; Ποιος είναι ο κύριος γενεσιουργός παράγοντας των ανθρώπινων πράξεων; Παρότι σε αυτές τις θεμελιώδεις απορίες έχουν δοθεί ποικίλες απαντήσεις από τη φιλοσοφία της ιστορίας, κυριαρχεί πλέον η άποψη ότι το ιστορικό γίγνεσθαι έχει ερμηνεία βασικά υλιστική. Οι υλικοί όροι της ζωής (οι οικονομικοί συσχετισμοί, η μορφή και η διαχείριση της παραγωγής, η κατανομή του παραγόμενου πλούτου και οι σχετικοί ταξικοί ανταγωνισμοί) αποτελούν, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, την αφετηρία κάθε αποτίμησης που διατυπώνεται σήμερα για τον ρου της παλαιότερης και της σύγχρονης ζωής. Από την άλλη πλευρά, οι πνευματικές, ψυχικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου, οι ιδέες του και τα συναισθήματά του, η συνείδησή του, εν γένει το άυλο, μεταφυσικό και μη μετρήσιμο μέρος της ύπαρξής του, – όλα τούτα είτε αγνοούνται είτε, στην καλύτερη περίπτωση, θεωρούνται απλώς τα μεταβλητά παρεπόμενα ή συμπτώματα των εκάστοτε υλικών προϋποθέσεων της ζωής του: κοντολογίς, θεωρούνται ένα απλό «εποικοδόμημα».

Παραδόξως, η εγκυρότητα αυτής της κυρίαρχης υλιστικής κοσμοθεωρίας έχει ελεγχθεί πολλές φορές στο παρελθόν από το ίδιο το ιστορικό γίγνεσθαι και έχει αποδειχθεί τελικά πολύ μικρή ή μερική. Η εξήγηση των πάντων με βάση την οικονομία ή τη διαχείριση του πλούτου έχει καταστεί συχνά ανεπαρκής και ορισμένες φορές πλήρως άστοχη ή και επικίνδυνη. Η ιστορική εξέλιξη και εν γένει η ανθρώπινη ζωή έχουν αποδειχτεί πολύ πιο σύνθετα, απρόβλεπτα και αστάθμητα φαινόμενα, εφόσον ενεργούνται από όντα που δεν παράγουν και καταναλώνουν απλώς, αλλά που επιπρόσθετα σκέφτονται, αισθάνονται, φαντάζονται, ελπίζουν και έχουν ανάγκες βαθύτερες από την απλή επιβίωση. Τα σχετικά παραδείγματα είναι πολλά. Ας θυμηθούμε μόνο την ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού από μια ομάδα εθνών τα οποία δεν άντεχαν άλλο τη μονόπλευρη, άχαρη και αποστειρωμένη ηθικά και πνευματικά ζωή που τους είχε επιβληθεί στο όνομα μιας ελπιδοφόρας οικονομικής θεωρίας.

Τις ανεπάρκειες αυτού του μονομερούς τρόπου σκέψης φαίνεται πως ακόμα δεν τις έχουμε συνειδητοποιήσει ή δεν τις έχουμε καν αντιληφθεί. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι αναλύσεις τόσο για τα αίτια της γενικευμένης αποδιοργάνωσης του ελληνικού κράτους όσο και για τις πιθανές διεξόδους από αυτήν. Οι περισσότερες απαντήσεις που δίνονται και για τα δυο αυτά ζητούμενα έχουν εκκίνηση και προσανατολισμό υλιστικής αποκλειστικά φύσεως. Όλα τα σημερινά κακώς κείμενα παρουσιάζονται σαν αποτελέσματα απλώς της κακής διαχείρισης των υλικών προϋποθέσεων και όρων της ζωής μας: σαν αποτέλεσμα αφ’ ενός της αδιαφορίας για την παραγωγικότητα και για τη δίκαιη κατανομή του υπάρχοντος πλούτου αφ’ετέρου της διασπάθισης του δημόσιου και κοινοτικού χρήματος. Της ίδιας τάξεως είναι και οι λύσεις που προτείνονται για έξοδο από την κρίση. Αφορούν αποκλειστικά την οικονομική διαχείριση που πρέπει να εφαρμόσουμε στο εξής.

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι απλώς και μόνο οικονομικό, διαχειριστικό και τεχνοκρατικό ούτε και οι λύσεις του μπορούν να είναι τέτοιες μόνο. Η οικονομική και διοικητική αποσύνθεση του ελληνικού κράτους προκλήθηκε και από μια σύστοιχη ηθική και πνευματική αρνητική διαδικασία, γνωστή σε όλους μας: από τη σταδιακή και διογκούμενη χαλάρωση της κοινωνικής και εθνικής συνείδησης, από την αχόρταγη και αχαλίνωτη διάθεση για πλουτισμό, για επίδειξη και για κοινωνική ανέλιξη με κάθε μέσο, από την αδιαφορία και την ανευθυνότητα για τη δημόσια σφαίρα, από την κάμψη των κάθε είδους ηθικών αντιστάσεων, από την ανοχή μπροστά σε φαινόμενα ηθικού, πνευματικού και πολιτιστικού εκμαυλισμού, από την πλήρη απαξίωση και αποδόμηση, εντέλει, των κοινών αξιών και ιδανικών. Αν, συνεπώς, δεν αποκατασταθούν μαζί με τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας και τα ερειπωμένα ηθικά και πνευματικά μας ερείσματα ως ατόμων και ως πολιτών, δεν πρόκειται να υπάρξει συνολική, ουσιαστική και κυρίως μόνιμη και βιώσιμη λύση του ελληνικού προβλήματος. Η συρρίκνωση του δημόσιου χρέους, η τόνωση της ανάπτυξης και της παραγωγής καθώς και η αναδιανομή του υπαρκτού πλούτου θα είναι πολύ εφήμερα και εικονικά αποτελέσματα, αν δεν αναγεννηθεί η ηθική συνοχή της κοινωνίας μας, αν δεν αφυπνιστούν η συνείδηση και ο πατριωτισμός μας, αν δεν ανακαινιστούν οι ιδέες, το πνεύμα μας και το αισθητικό μας κριτήριο και αν δεν εξαλειφθούν παρασιτικές νοοτροπίες και ατομικοί εθισμοί που μας μαστίζουν και μας καθηλώνουν εδώ και δεκαετίες.

Φυσικά, είναι πολύ δύσκολο να αφυπνιστεί και να αντιδράσει μια κοινωνία που έχει βυθιστεί και εθιστεί στην υλιστική νοοτροπία και που λειτουργεί πλέον με τα ενστικτώδη αντανακλαστικά της επιβίωσης και της συντήρησης. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν διαθέτει πλέον στις δυνάμεις της κανένα αξιόλογο αντίβαρο ή όταν οι πνευματικοί της άνθρωποι, εκείνοι δηλαδή που οφείλουν να την κρατούν σε διανοητική και ηθική εγρήγορση, αδιαφορούν, συμβιβάζονται ή φιμώνονται. Υπάρχει, όμως, και μια παρηγορητική σκέψη. Η ανθρώπινη φύση, παρά την πολλαπλή διαστροφή που έχει επιχειρηθεί εις βάρος της, δεν έχει ακόμα αλλάξει, τα βασικά της συστατικά παραμένουν αναλλοίωτα. Μαζί με τα κατώτερα ένστικτα υπάρχουν ακόμα μέσα μας οι πνευματικές και ηθικές δυνάμεις μας, η συνείδηση, οι ιδέες, οι αξίες και τα συναισθήματά μας. Απαιτείται μόνο η αναζωογόνησή τους και η έμπρακτη ένταξή τους στην καθημερινή ζωή. Αυτό, όμως, σε αντίθεση με τα οικονομικά μέτρα, δεν μπορεί να επιβληθεί σε κανέναν διά νόμου. Είναι αυστηρά προσωπική ευθύνη του καθενός ξεχωριστά.

Thursday, March 4, 2010

Η ώρα της υπευθυνότητας έφτασε

Όλοι οι στοιχειωδώς πολιτισμένοι άνθρωποι συμφωνούν ότι η παραποιημένη παρουσίαση της Αφροδίτης της Μήλου στο γερμανικό περιοδικό Focus ήταν επιεικώς απαράδεκτη και προκλητική. Όχι μόνο λόγω της άσεμνης χειρονομίας και της ισοπεδωτικής εικόνας που δημιουργείται με αυτήν για την ποιότητα των Ελλήνων ως ανθρώπων, αλλά και για έναν ακόμα, ίσως σοβαρότερο, λόγο: για την παραβίαση της αισθητικής και καλλιτεχνικής αυτοτέλειας του συγκεκριμένου μνημείου. Οι χαλκευτές της Αφροδίτης της Μήλου, ακόμα και αν δεχτούμε ότι δεν ήθελαν να προσβάλουν τον ελληνικό λαό, θα έπρεπε τουλάχιστον να είχαν σεβαστεί την ιδιαίτερη μορφή αυτού του αγάλματος, τη μορφή δηλαδή με την οποία έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό και με την οποία έχει εντυπωθεί στην ψυχή κάθε φιλότεχνου ανθρώπου. Η παραποίηση μνημείων της τέχνης με τέτοιο αισθητικό βάρος ισοδυναμεί με αλλοίωση ή και καταστροφή της ταυτότητας και της μοναδικότητάς τους.

Όσο εύλογη, όμως, είναι η οργή μας για αυτό το γεγονός, τόσο εύλογα είναι και δύο ερωτήματα κλιμακωτής σημασίας που ανακύπτουν και εγείρονται από το ίδιο αυτό γεγονός. Το πρώτο είναι το εξής: γιατί ενδιαφερόμαστε για την πολιτιστική μας κληρονομιά μόνο όταν αυτή έρθει για κάποιο λόγο στο προσκήνιο της επικαιρότητας; Ο κομμός μας για την Αφροδίτη της Μήλου θα έπρεπε κανονικά να αποτελεί αποτέλεσμα και εκδήλωση ενός γενικότερου και συνεπούς ενδιαφέροντός μας για την αρχαία ελληνική τέχνη. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι τα ελληνικά Μουσεία αποτελούν τόπους σχεδόν άγνωστους για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, ακόμα και των δήθεν καλλιεργημένων. Πέρα από αυτό, υπάρχει μια γενική αδιαφορία και άγνοια για την πολιτιστική μας κληρονομιά. Αν γινόταν μια δημοσκόπηση, πολύ φοβάμαι ότι θα αποκαλυπτόταν πως σε ένα ανέλπιστα μεγάλο ποσοστό οι Έλληνες (ειδικά οι νεότεροι) δεν γνωρίζουν καν τι είναι η «Αφροδίτη της Μήλου». Με την πρόσφατη δημοσιότητα πολλοί ίσως είδαν για πρώτη φορά αυτό το μνημείο και έτσι έμαθαν λίγα πράγματα σχετικά με αυτό. Ας θυμηθούμε, εξάλλου, και το τραγικά μεγάλο ποσοστό Ελλήνων, ακόμα και κατοίκων του αττικού λεκανοπεδίου, που δεν έχουν επισκεφτεί έστω μια φορά την Ακρόπολη ή το Νέο της Μουσείο, αλλά διαμαρτύρονται έντονα για τη μη επιστροφή των Ελγινείων κάθε φορά που επανέρχεται το θέμα στην επικαιρότητα.

Το δεύτερο, όμως, και πιο καίριο ερώτημα είναι αυτό: εφόσον ενδιαφερόμα-στε για την πολιτιστική μας κληρονομιά (και δη για την αρχαία), γιατί μένουμε μόνο στο θαυμασμό γι΄ αυτήν και δεν έχουμε αξιοποιήσει έμπρακτα τον πλούτο της; Πιο συγκεκριμένα, γιατί δεν έχουμε εφαρμόσει στη σύγχρονη ζωή κάποιες από τις αρχές και τις αξίες της κληρονομιάς μας που θα μπορούσαν να μας έχουν καθοδηγήσει και να έχουν αποτρέψει τη δεινή και ταπεινωτική σημερινή μας θέση, αυτή τη θέση δηλαδή που εκμεταλλεύονται και οι παραποιητές της Αφροδίτης της Μήλου; Ότι υπάρχουν στην κληρονομιά μας ασφαλείς οδηγοί και αξιόπιστα σημεία αναφοράς είναι απόλυτα βέβαιο. Ένας πλούτος σοφίας, γεμάτος διαχρονικές αξίες, κείτεται σκονισμένος, αναξιοποίητος και ανεφάρμοστος. Η κλασική διάσταση, άλλωστε, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού για την οποία κομπάζουμε σημαίνει ακριβώς τούτο: ότι μπορεί να προσφέρει το παράδειγμά του σε κάθε εποχή.
Αν υπάρχει από αυτόν τον ατελείωτο θησαυρό κάτι που θα μπορούσε να μας έχει σώσει από το σημερινό ειδικά αδιέξοδο, τούτο, νομίζω, είναι μια άγνωστη στους πε-ρισσότερους φράση του Ηράκλειτου: «ήθος ανθρώπω δαίμων», που σημαίνει «μοίρα για τον άνθρωπο είναι ο χαρακτήρας του». Η πορεία της ζωής του ανθρώπου δεν είναι προδιαγεγραμμένη από κάποια αναγκαστική εξωτερική αιτία, αλλά καθορίζεται κάθε στιγμή από τις επιλογές του, από τις συνήθειές του, από την ανάληψη των ευθυνών του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και στους συνανθρώπους του. Αυτό, άλλωστε, σημαίνει ήθος στα αρχαία ελληνικά, όπως έδειξε αργότερα και ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια μιλώντας για τις ηθικές αρετές ως καθημερινές ενέργειες και για την προαίρεσιν, την προσωπική δηλαδή ευθύνη και πρωτοβουλία που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε αρετή. Αυτό το δίδαγμα το αγνοήσαμε και το παραμελήσαμε πλήρως. Αρνηθήκαμε πάντοτε τις ατομικές μας ευθύνες και κυρίως δεν συνειδητοποιήσαμε ποτέ ότι οι επιλογές μας ήταν εκείνες που καθόρισαν τη σημερινή μας τύχη. Οι επιλογές μας τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής μας. Πάντοτε πιστεύαμε ότι ευθύνονται εξωτερικοί παράγοντες για όλα τα κακώς κείμενα, ότι η ζωή μας δεν είναι στον δικό μας έλεγχο, εθελοτυφλώντας, όμως, μπροστά στη δική μας εξόφθαλμη ανευθυνότητα και αστοχία. Αν οι ηγέτες και οι κυβερνήτες μας π.χ. ήταν φαύλοι, αρνούμασταν την ευθύνη της εκλογής τους ή ακόμα χειρότερα της επανεκλογής τους από εμάς. Αν το κράτος ήταν διεφθαρμένο, αρνούμασταν τη δική μας προφανή συμμετοχή στη διαδικασία του ρουσφετιού. Αν τα κρατικά ταμεία ήταν άδεια, αρνούμασταν τη δική μας μικροκλοπή του φόρου ή τη δική μας εισφοροδιαφυγή ή τη δική μας παράνομη χρήση ενός ξένου βιβλιαρίου υγείας. Αν οι πόλεις μας ήταν άσχημες, άναρχες και απωθητικές αρνούμασταν τη δική μας βιασύνη, προχειρότητα και κυρίως τη δική μας ψύχωση με την ατομική ιδιοκτησία εις βάρος των άλλων. Αν τα τροχαία ατυχήματα ήταν πολλά, αρνούμασταν τη δική μας μέθη ή τη δική μας αλαζονεία στην οδήγηση. Αν οι παραλίες και τα βουνά ήταν μολυσμένα, αρνούμασταν τη δική μας αδιαφορία για το περιβάλλον. Τα παραδείγματα φυσικά δεν έχουν τέλος…

Όλα τούτα αποκαλύπτουν μερικές οδυνηρές και ενοχλητικές αλήθειες. Ότι η αρχαιότητα δεν είναι για μας παρά ένα αντικείμενο προς χρήση, μια δύναμη που μπορούμε να την εκμεταλλευόμαστε και να την επιστρατεύουμε όποτε βρισκόμαστε στα δύσκολα και που μετά από λίγο την αφήνουμε στην άκρη. Ότι βολευόμαστε στην εύκολη, εντυπωσιακή και μελοδραματική ρητορική γύρω από τους προγόνους μας, η οποία στην πραγματικότητα αναπληρώνει τα κενά που έχουν δημιουργηθεί από τη δική μας αβελτηρία και παθητικότητα. Ότι αποφεύγουμε να περάσουμε από τη θεωρητική, φιλολογική και ακαδημαϊκή ενασχόληση με την κληρονομιά μας στην απαιτητική εφαρμογή και ενσωμάτωσή της στον καθημερινό μας βίο. Πρέπει, λοιπόν, να καταλάβουμε επιτέλους ότι, αν δεν υποστηρίξουμε εμείς οι ίδιοι τον πολιτισμό μας μέσα από το σύγχρονο παράδειγμά μας, αν δεν είμαστε οι ίδιοι συνεπείς ανάμεσα στα λόγια και στα έργα μας, δεν μπορούμε να περιμένουμε καλύτερη αντιμετώπιση από τους άλλους λαούς. Όσο κι αν μας πληγώνουν εξευτελισμοί των μνημείων μας σαν αυτόν που υπέστη η Αφροδίτη της Μήλου, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς και γιατί φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Πρέπει να αντιληφθούμε μέσα από ποιες διαδικασίες δώσαμε σε αυτούς που κάποτε ξερίζωσαν κάθε ανθρωπιστική ιδέα το δικαίωμα να βεβηλώνουν τις δικές μας ανθρωπιστικές αξίες. Κοντολογίς, ήρθε η ώρα της ωριμότητας και της υπευθυνότητας, της ατομικής άρα και της συλλογικής. Αυτή θα είναι η καλύτερη και πιο αποστομωτική απάντηση.

Wednesday, December 2, 2009

Η άβολη αλήθεια για τα αρχαία ελληνικά

Έπειτα από μια περιέργως μακρά περίοδο σιωπής ήρθαν τις προηγούμενες ημέρες ξανά στην επιφάνεια οι αντιρρήσεις σχετικά με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Η αλλαγή της ηγεσίας στο Υπουργείο Παιδείας και οι μεταρρυθμιστικές προθέσεις της νέας Υπουργού ίσως θεωρήθηκαν μια αρκετά καλή ευκαιρία ώστε να τεθεί υπό συζήτηση και αυτό το θέμα και πιθανώς να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα ξεκίνησαν αυτή τη φορά με τη δημοσιοποίηση της πρότασης του σεβαστού καθηγητή Εμμ. Κριαρά προς τον κ. Γ. Παπανδρέου (σε μια κατ΄ιδίαν συνάντησή τους) να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο και να υπάρχει μόνο στις τάξεις του Λυκείου. Το σκεπτικό είναι ότι η ταυτόχρονη διδασκαλία της Νέας και της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας οδηγεί τα παιδιά σε σύγχυση και τελικά τα δυσκολεύει στη χρήση ακόμα και της μητρικής τους γλώσσας.

Νομίζω ότι για ένα ζήτημα τόσο σημαντικό και συνάμα τόσο τετριμμένο και πολυσυζητημένο, για το οποίο έχουν ακουστεί δεκάδες ή και εκατοντάδες απόψεις ειδικών και μη, θα πρέπει επιτέλους να ακουστεί όλη η αλήθεια και να παραμεριστούν οι όποιες ιδεολογικές ή πολιτικές σκοπιμότητες και προκαταλήψεις. Στα αυτιά κάποιων αυτή η φράση μπορεί να ηχεί παραπλανητική ή παραπειστική. Κι αυτό γιατί η έννοια αλήθεια, όπως και πολλές άλλες αφηρημένες έννοιες στο νεοελληνικό λεξιλόγιο (βλ. δημοκρατία, ελευθερία κλπ.), έχουν απογυμνωθεί από κάθε ίχνος καθολικής αξίας και δεν αντιστοιχούν πλέον σε κανένα κοινό σημείο αναφοράς, αφού ο καθένας τις ερμηνεύει και τις εννοεί κατά το δοκούν. Κι όμως, ορισμένα πράγματα είναι και παραμένουν αντικειμενικά. Για ορισμένα πράγματα δεν χωρούν διαφωνίες, όσο κι αν επιμένουμε να μην συναινούμε. Έτσι και για το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσουμε ορισμένα αδιαμφισβήτητα δεδομένα, που όσο κι αν μας ενοχλούν, όσο κι αν αναιρούν πιθανώς την προσωπική θεωρία μας, υπάρχουν και δεν αλλοιώνονται. Θα προσπαθήσω να τα απαριθμήσω.

1. Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο ελληνικό σχολείο είναι αποδεδειγμένα αποτυχημένη. Τις αποδείξεις τις έχουμε πρόχειρες. Οι μαθητές δηλώνουν ότι υποφέρουν στη διάρκεια του συγκεκριμένου μαθήματος και ότι δυσκολεύονται να το κατανοήσουν. Όταν βγουν από το Γυμνάσιο ή και από το Λύκειο και αφού έχουν δημιουργήσει έναν απίστευτο κυκεώνα γραμματικών και συντακτικών φαινομένων στο μυαλό τους, δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε καν μια απλή φράση σε αττική διάλεκτο. Όσοι, λοιπόν, επιμένουν στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης είτε δεν έχουν επαφή με την σχολική πραγματικότητα, είτε δεν μπορούν να την αξιολογήσουν σωστά είτε (απλούστατα) δεν ενδιαφέρονται για τη βελτίωσή της.

2. Η αιτία αυτής της αποτυχίας δεν είναι τα ίδια τα αρχαία ελληνικά αλλά η μέθοδος και ο τρόπος της διδασκαλίας τους. Αυτό αποδεικνύεται αυτονόητα από το γεγονός ότι τα παιδιά της ηλικίας των 12 ετών που καλούνται να μάθουν να διαβάζουν αρχαία ελληνικά, μια γλώσσα που είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι, πρόγονος της μητρικής τους γλώσσας – αυτά τα παιδιά έχουν ήδη μάθει να μιλούν άλλες γλώσσες που λεξιλογικά, γραμματικά, συντακτικά ακόμα και οπτικά είναι εντελώς ξένες με τη μητρική τους γλώσσα. Τούτο, λοιπόν, δείχνει ότι προφανώς αν τα παιδιά διδαχτούν τα αρχαία ελληνικά με τον ίδιο τρόπο που διδάσκονται τις ξένες γλώσσες δεν θα έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα. Πρακτικά τούτο σημαίνει δύο πράγματα. Κατ΄ αρχήν πρέπει να αντικατασταθούν τα αποσπάσματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με απλά, τεχνητά κείμενα αρχαίας ελληνικής, επικοινωνιακού κυρίως χαρακτήρα, που θα εξοικειώνουν τα παιδιά με τις βασικές (γραμματικές και συντακτικές) δομές και λέξεις της αρχαίας ελληνικής. Ο αρχικός στόχος αυτού του μαθήματος άλλωστε δεν είναι η γνωριμία με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά η κατανόηση αρχαίων ελληνικών κειμένων. Ο αρχαιογνωστικός σκοπός θα υπηρετηθεί στην ώρα του, όταν τα παιδιά θα έχουν κατακτήσει την αρχαία ελληνική γλώσσα και θα μπορούν να προσπελάσουν και πρωτότυπα αρχαία κείμενα. Το δεύτερο απαραίτητο βήμα είναι η κατάργηση όχι της γραμματικής και του συντακτικού αλλά του στείρου γραμματικού και συντακτικού σχολαστικισμού. Όποια γραμματική ή συντακτική γνώση της αρχαίας ελληνικής παίρνουν τα παιδιά, θα πρέπει να δίνεται πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του αρχαίου λόγου, έστω του τεχνητού και του απλοϊκού, ώστε να γίνεται αντιληπτή η λειτουργικότητά της. Η απομνημόνευση τύπων και όρων, αν δεν συνοδεύεται από μια λεκτική επαλήθευσή τους μέσα σε λόγο κατανοητό, είναι γνώση τελείως άχρηστη που παρεμποδίζει την κατάκτηση κάθε γλώσσας.

3. Η παράλληλη διδασκαλία αρχαίας και νεοελληνικής γλώσσας δεν επιφέρει καμία απολύτως σύγχυση στα παιδιά. Υπάρχει και εδώ μια αυτονόητη εξήγηση. Τα παιδιά στην ηλικία των 12 ετών (όταν ξεκινούν δηλαδή το Γυμνάσιο και τα αρχαία ελληνικά) όχι μόνο έχουν κατακτήσει τη μητρική τους γλώσσα αλλά είναι προ πολλού άριστοι ομιλητές της (ήδη από τα 5 χρόνια τους). Η διδασκαλία της αρχαίας λοιπόν δεν ταυτίζεται με κάποιο διαμορφωτικό στάδιο της μητρικής ώστε να προκαλείται σύγχυση, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ταυτίζεται με ένα στάδιο στη διάρκεια του οποίου το παιδί έχει πλήρη συνείδηση της γλωσσικής του αυτονομίας και της ικανότητάς του να μιλά παράλληλα και άλλες γλώσσες χωρίς να επηρεάζεται στο παραμικρό η μητρική του. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ένας από τους βασικούς στόχους του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, όπως περιγράφεται και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, δεν είναι φυσικά η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, αλλά η συνειδητοποίηση των κανόνων της ήδη κατακτημένης από τους μαθητές μητρικής γλώσσας. Στην πρώτη Γυμνασίου, λοιπόν, το παιδί γνωρίζει ήδη ότι ο «ναύτης» έχει γενική «του ναύτη» και η νέα γενική «του ναύτου» (που μαθαίνει στα αρχαία ελληνικά) δεν έρχεται να την αμφισβητήσει, γιατί απλούστατα προέρχεται από παλιότερη μορφή της γλώσσας και δεν χρησιμοποιείται στον σύγχρονο λόγο.

4. Η χρησιμότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για τα παιδιά δεν μετριέται απλά και μόνο με τους υλιστικούς και ανταλλακτικούς (ουσιαστικά οικονομικούς) όρους της σύγχρονης πραγματικότητας. Το ότι «δεν θα την μιλήσουν ποτέ όταν θα τελειώσουν το σχολείο», όπως λένε οι περισσότεροι μαθητές αλλά και πολλοί «μεγάλοι», δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για την αξία της. Η προσφορά του μαθήματος αυτού είναι κατά κύριο λόγο διανοητική και πνευματική, βαθύτερη και δομική. Η αρχαία ελληνική γλώσσα, είτε μας αρέσει είτε όχι, χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες από κάθε τομέα του επιστητού και της ανθρώπινης δημιουργικότητας σαν όχημα έκφρασης και σαν μέσο διατύπωσης αφηρημένων και συνθετικών όρων και εννοιών. Λόγω αυτού του αέναου σμιλέματός της όχι μόνο φέρει έναν μεγάλο λεξιλογικό θησαυρό, αλλά (το κυριότερο) έχει αποκτήσει μια εκφραστική και συντακτική πολυπλοκότητα και πυκνότητα, η μελέτη της οποίας αποτελεί από μόνη της μια πνευματική, λογική, σχεδόν μαθηματική άσκηση. Μια άσκηση η οποία ακονίζει τη σκέψη και χτίζει τελικά έναν άνθρωπο ορθολογικά και νηφάλια σκεπτόμενο, συγκροτημένο και οργανωμένο, έτοιμο να αντιμετωπίσει τις διανοητικές προκλήσεις του κόσμου. Αλλά και η ίδια η λεξιλογική και ετυμολογική αφθονία της αρχαίας ελληνικής είναι μια μοναδική ευκαιρία για το παιδί ώστε να κατανοήσει το δικό του λεξιλόγιο καλύτερα (μέσα από την ανίχνευση και το συσχετισμό των λέξεων) αλλά και να το διευρύνει, άρα μια ευκαιρία ώστε να γίνει πιο πλήρης (όχι δηλαδή απλά ικανός) ομιλητής της γλώσσας του. Δυστυχώς, βέβαια, κάποιους (ακόμα και γλωσσολόγους!) τους απασχολεί μόνο η ικανότητα της επικοινωνίας όχι και η ποιότητά της…

5. Είναι γνωστό ότι τα αρχαία ελληνικά τυγχάνουν παγκόσμιας αναγνώρισης. Δεκάδες πανεπιστήμια στο εξωτερικό έχουν έδρες γύρω από την αρχαία ελληνική φιλολογία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα αρχαία ελληνικά, παρότι δύσκολα και ανοίκεια για τους Ευρωπαίους μαθητές, αποτελούν σταθερό μάθημα του εκπαιδευτικού συστήματος. Μια τεράστια βιβλιογραφία αναπτύσσεται κάθε χρόνο γύρω από την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία και δεκάδες άνθρωποι ασχολούνται συστηματικά με αυτήν. Είναι γνωστό π.χ. σε όσους ασχολούνται με την αρχαία ελληνική γλώσσα το κολοσσιαίο πραγματικά εγχείρημα του πανεπιστημίου Irvine της California, το Thesaurus Linguae Graecae (TLG), ένα πρόγραμμα δηλαδή ψηφιοποίησης όλων των σωζόμενων αρχαίων ελληνικών κειμένων, που απαίτησε χιλιάδες ώρες δακτυλογράφησης. Πρόσφατα, εξάλλου, μάθαμε και για μια διαδικτυακή εφημερίδα (www.akwn.net), προσωπικό πόνημα ενός Ισπανού καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, στην οποία όλα τα νέα του κόσμου γράφονται στα αρχαία ελληνικά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν τόσο άμεση σχέση με την Ελλάδα και την γλώσσα της όσο εμείς, έχουν πέσει, άραγε, σε τόσο μεγάλη πλάνη ή χάνουν άσκοπα τον πολύτιμο καιρό τους ασχολούμενοι με τα αρχαία ελληνικά; Το ερώτημα δεν αντέχει καν σε απάντηση, προφανώς.

Φυσικά μπορεί ο καθένας να έχει τη δική του άποψη γύρω και από το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, όπως επίσης μπορεί ο καθένας να μην αποδέχεται ορισμένα αδιαμφισβήτητα αντικειμενικά δεδομένα. Αυτό, όμως, που δεν επιτρέπεται είναι η εγωιστική τάση αυτές οι προσωπικές (ιδεολογικά προκαθορισμένες) απόψεις να επιβάλλονται στο σύνολο της κοινωνίας και να παρουσιάζονται μέσα από λαϊκίστικες, απλοϊκές και αφοριστικές γενικεύσεις σαν να είναι αυτές η πραγματικότητα. Το κράτος και η κοινωνία που έχουν την ευθύνη της διαπαιδαγώγησης και της παίδευσης των αυριανών πολιτών πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους στην ευκολία και στην ήσσονα προσπάθεια που κάποιοι πρεσβεύουν και να δουν κατάματα την αλήθεια: πρέπει να εκτιμήσουν ποια είναι τα δύσκολα στην απόκτησή τους αλλά απαραίτητα εφόδια και ποια τα εκ πρώτης όψεως ευχάριστα αλλά αφόρητα βαρίδια για την πορεία μας προς το μέλλον. Για να γίνει, βέβαια, αυτό πρέπει να μπορούμε να κάνουμε και τη διαλογή, να έχουμε δηλαδή τα κατάλληλα κριτήρια. Όσο η πρακτική χρησιμότητα και η ανταλλακτική αξία παραμένουν τα μοναδικά μας κριτήρια για τα πάντα, θα βρισκόμαστε σε λανθασμένη πορεία. Και πάντα θα κατηγορούμε και θα στηλιτεύουμε τα «άχρηστα» αρχαία ελληνικά που δεν αποφέρουν υλικό κέρδος ή άμεσες επαγγελματικές προοπτικές.