Monday, May 12, 2008

ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΜΕΣΟΝ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ Ή ΠΕΔΙΟ ΠΡΟΓΟΝΟΛΑΤΡΕΙΑΣ;

Σύμφωνα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα ένας από τους σημαντικότερους διδακτικούς σκοπούς του μαθήματος της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι «η γνώση του παρελθόντος για την κατανόηση του παρόντος και το σχεδιασμό του μέλλοντος». Τούτο σημαίνει ότι οι μαθητές μέσα από τη μελέτη των παλαιότερων ιστορικών γεγονότων πρέπει να καλλιεργήσουν εκείνη την ιστορική σκέψη και συνείδηση και να κατανοήσουν εκείνους τους ιστορικούς νόμους που θα τους επιτρέπουν τόσο να αντιλαμβάνονται και να ερμηνεύουν ορθά τον κόσμο στον οποίο ζουν, όσο και να παρεμβαίνουν στην πορεία του και έτσι να χαράσσουν το μέλλον του με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Ο βασικός διδακτικός σκοπός, λοιπόν, της Ιστορίας συνίσταται στη συνειδητοποίηση της ιστορικής συνέχειας και της άρρηκτης αλληλεξάρτησης του ιστορικού παρόντος και μέλλοντος με το ιστορικό παρελθόν.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός δεν πρέπει να υπάρχει στη διδασκαλία των ιστορικών γεγονότων κανένα απολύτως χάσμα. Οι μαθητές δομούν και σχηματίζουν την ιστορική τους συνείδηση και κατανοούν τους βαθύτερους νόμους της ιστορικής εξέλιξης μόνο μέσα από τη διαπίστωση της αιτιακής και αναγκαστικής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην τεράστια αλυσίδα των ιστορικών γεγονότων η οποία φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή. Αν αυτή η αλυσίδα σε κάποιο σημείο «κοπεί», η ιστορική γνώση παραμένει μια απλή πληροφορία, ασύνδετη με όλες τις άλλες, και δεν μπορεί να προκύψει από αυτήν ούτε ιστορική σκέψη ούτε ιστορική συνείδηση.
Είναι, ως εκ τούτου, ακόμα πιο αυτονόητο ότι, εφόσον σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας είναι η κατανόηση του παρόντος μέσα από τη γνώση του παρελθόντος, δεν πρέπει να υπάρχουν χάσματα στη διδασκαλία εκείνων κυρίως των ιστορικών γεγονότων ή περιόδων που μας βοηθούν περισσότερο από άλλα να κατανοήσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε τον σημερινό κόσμο. Παρότι η γνώση ολόκληρης της ιστορικής εξέλιξης είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε πώς έχουμε οδηγηθεί στο σήμερα, ορισμένες ιστορικές φάσεις έχουν συντελέσει πολύ πιο καθοριστικά στη διαμόρφωση του σημερινού κόσμου και έτσι μπορούν να μας δώσουν πολλές απαντήσεις για την προέλευση, την καταγωγή και το νόημα πολλών και σημαντικών πτυχών του σύγχρονου κόσμου. Εάν αγνοηθούν ή υποτιμηθούν αυτά τα γεγονότα κατά τη διδασκαλία του ιστορικού παρελθόντος, η κατανόηση του παρόντος γίνεται σαφώς πιο δύσκολη και προβληματική, αν όχι λανθασμένη και άστοχη, καθώς αναζητούνται σε λάθος σημείο οι απαντήσεις.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι κατανεμημένη η ιστορική ύλη στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι δυστυχώς ιδανικός ώστε να συμβαίνουν και τα δύο παραπάνω ατυχήματα: όχι μόνο δημιουργούνται τεράστια χάσματα στην ιστορική γνώση των μαθητών, αλλά και αγνοούνται ή (στην καλύτερη περίπτωση) διδάσκονται υπο πίεση και μέσα σε ελάχιστο χρόνο ιστορικές εποχές οι οποίες είναι εξαιρετικά χρήσιμες και απαραίτητες για την κατανόηση και την ερμηνεία του παρόντος και άρα και για το σχεδιασμό του μέλλοντος, όπως υπαγορεύει το Αναλυτικό Πρόγραμμα.
Τα σταθερά «θύματα» αυτού του παράδοξου και καταστροφικού για την ιστορική συνείδηση των μαθητών διδακτικού προγραμματισμού είναι η αλεξανδρινή (ή ελληνιστική) εποχή και η ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή (ή γνωστή αλλιώς και ως Ύστερη Αρχαιότητα). Το μεγαλύτερο, κατ’ αρχήν, μέρος των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας της Α΄ Γυμνασίου και της Α’ Λυκείου, από τα οποία γίνεται η διδασκαλία της αρχαίας Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφορά την Προϊστορική, την Αρχαϊκή και την Κλασική περίοδο της αρχαιότητας και μόνο το τελευταίο μέρος τους, το οποίο και είναι σαφώς συντομότερο και συνοπτικότερο, αφορά την αλεξανδρινή και την αυτοκρατορική εποχή. Σα να μη φτάνει αυτή η ελλειπτική και βιαστική παρουσίαση αυτών των ιστορικών περιόδων, έρχεται και η ίδια η διδακτική πραγματικότητα που ολοκληρώνει το πρόβλημα. Όσοι διδάσκουν Ιστορία στην Α΄ Γυμνασίου και στην Α΄ Λυκείου μπορούν να βεβαιώσουν ότι τις περισσότερες σχολικές χρονιές η ύλη που διεκπεραιώνεται φτάνει μετά βίας στο τέλος της κλασικής εποχής και έτσι αυτές οι λίγες έστω σελίδες που αφορούν τα ελληνιστικά και αυτοκρατορικά χρόνια καταντούν στην πράξη άχρηστες. Το αποτέλεσμα είναι θλιβερό: μια τεράστια ιστορική περίοδος, άνω των 600 ετών, πλούσια σε σημαντικότατα και καθοριστικά για την ιστορική συνέχεια γεγονότα, παραμένει τελείως άγνωστη και σκοτεινή για τους μαθητές, οι οποίοι καλούνται στην αρχή της Β’ Γυμνασίου και της Β’ Λυκείου, παρότι έχουν προφανώς χάσει πλήρως την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας και εξέλιξης, να γνωρίσουν και να κατανοήσουν (περίπου σε ένα ιστορικό κενό ή με βάση την αρχή της… παρθενογένεσης) το ιστορικό φαινόμενο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του μετέπειτα δηλαδή Βυζαντίου.
Το χειρότερο, ωστόσο, είναι ότι οι ιστορικές περίοδοι που παραμένουν άγνωστες και σκοτεινές για τους μαθητές (η ελληνιστική και η αυτοκρατορική) αποτελούν τις δύο αρχικές και, γι’ αυτό το λόγο, πιο καθοριστικές πιθανότατα φάσεις της μακράς εξέλιξης που οδήγησε στη διαμόρφωση του σημερινού δυτικού πολιτισμού, μέρος του οποίου είμαστε και εμείς. Αποτελούν, δηλαδή, εκείνες τις ιστορικές φάσεις που κατεξοχήν θα έπρεπε να γνωρίσουν ώστε να μπορούν να κατανοήσουν το παρόν και να ανιχνεύσουν τις πραγματικές ρίζες του. Η στροφή από τον τοπικό και περιορισμένης πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής εμβέλειας θεσμό της πόλης-κράτος προς τον οικουμενικό, πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό θεσμό του βασιλείου και της αυτοκρατορίας, που πραγματοποιήθηκε αρχικά κατά τα ελληνιστικά χρόνια και ολοκληρώθηκε από τη ρωμαϊκή ενοποίηση της Μεσογείου, υπήρξε στην πραγματικότητα η ιδρυτική πράξη και ο θεμέλιος λίθος του πλουραλιστικού και παγκοσμιοποιημένου μοντέλου του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Είτε κάτω από την εξουσία ενός ελληνιστικού μονάρχη είτε κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων, οι άνθρωποι αυτής της μακράς ιστορικής εποχής ήταν εκείνοι που για πρώτη φορά είδαν, ερμήνευσαν και βίωσαν τον κόσμο σε όλες του τις πτυχές μέσα από την ίδια μακροκλίμακα και την ίδια ευρεία προοπτική με τις οποίες τον αντιμετωπίζουμε και εμείς σήμερα. Στα ελληνιστικά και αυτοκρατορικά χρόνια δημιουργήθηκαν π.χ. οι πρώτες πολύβουες και χαώδεις μεγαλουπόλεις-χωνευτήρια σαν αυτές που κυριαρχούν και σήμερα, ενώ τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά και το φαινόμενο της ανθρώπινης μάζας καθώς και τα αναπόφευκτα επακόλουθά του, όπως π.χ. ο ατομισμός, η μαζική διασκέδαση – φαινόμενα που χαρακτηρίζουν κατεξοχήν τη σύγχρονη αστική κοινωνία. Κατ’ αυτές, εξάλλου, τις ιστορικές περιόδους τέθηκαν ουσιαστικά οι βάσεις για την ταξική-οικονομική διαστρωμάτωση της κοινωνίας που υφίσταται και σήμερα, καθώς η συνάθροιση για πρώτη φορά χιλιάδων ανθρώπων σε μεγάλα αστικά κέντρα οδήγησε αναπόφευκτα στο διαχωρισμό τους με βάση όχι πλέον κληρονομικά ή παραδοσιακά αλλά οικονομικά χαρακτηριστικά. Η επιθυμία, ακόμα, για διαρκώς νέα γνώση και για την κατανόηση του κόσμου, που κυριάρχησε κατά τα ελληνιστικά χρόνια και η οποία εκφράστηκε μέσα από την ίδρυση βιβλιοθηκών, τη διάδοση της εκπαίδευσης και την εμφάνιση του βιβλίου ως νέου μέσου μόρφωσης, υπήρξαν στην πραγματικότητα τα πρώτα και καθοριστικά βήματα για την αξία που έχουν στο σύγχρονο δυτικό κόσμο η γνώση και η επιστήμη ως πολιτιστικά και πνευματικά αγαθά.
Στη θέση αυτών και πολλών ακόμα σημαντικών εξελίξεων, που πραγματικά προδιέγραψαν την πορεία του δυτικού κόσμου και του έδωσαν τα κύρια σημερινά γνωρίσματά του, οι μαθητές αποστηθίζουν λεπτομέρειες, πολλές φορές εξαντλητικές, για εποχές πολύ παλαιότερες ή έστω για εποχές οι οποίες δεν μπορούν εξίσου να τους βοηθήσουν «να κατανοήσουν το παρόν μέσα από τη γνώση του παρελθόντος». Η κλασική περίοδος π.χ. της ελληνικής αρχαιότητας που αποτελεί συνήθως το επίκεντρο της διδασκαλίας στο μάθημα της αρχαίας Ιστορίας, παρότι έχει να επιδείξει ένα πραγματικά κολοσσιαίο πνευματικό έργο, πολλές φορές δεν είναι διόλου δόκιμη ή κατάλληλη ώστε να καταλάβουμε και να αποκωδικοποιήσουμε το σημερινό κόσμο. Πολλοί σημερινοί θεσμοί (π.χ. η δημοκρατία) οφείλουν την καταγωγή τους σε εκείνη τη λαμπρή περίοδο, αλλά όχι φυσικά με τη μορφή που είχαν τότε και, το κυριότερο, όχι με το νόημα και το ειδικό βάρος που είχαν τότε. Η αρχαία Αθήνα και η αρχαία Σπάρτη είναι ντυμένες με μια αξεπέραστη, σχεδόν μυθική αίγλη, αλλά μπροστά στην Αλεξάνδρεια, την Πέργαμο, την Αντιόχεια και κυρίως μπροστά στη μεγάλη Ρώμη μοιάζουν με μικρές, ευτυχισμένες, αλλά πολύ μακρινές κωμοπόλεις που τελικά δεν έχουν πολλά να μας πουν για το δικό μας κόσμο, για τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε και άρα για τα σημεία του τα οποία πρέπει να αναθεωρήσουμε ή να διορθώσουμε.
Καλό θα ήταν, λοιπόν, για τη συνέπεια των διδακτικών σκοπών της αρχαίας κυρίως Ιστορίας με τη διδακτική της εφαρμογή να δοθεί έμφαση και σε εκείνες τις ιστορικές περιόδους που τελικά ενεργοποιούν τους μαθητές να ενδιαφερθούν για τη σύγχρονη ζωή και όχι μόνο σε αυτές που τους καλλιεργούν ένα θεμιτό μεν αλλά μάλλον συντηρητικό και παθητικό αίσθημα θαυμασμού και περηφάνειας για τους αρχαίους προγόνους μας. Για να γίνει, όμως, αυτό θα πρέπει πρώτα να απομυθοποιηθεί η κλασική αρχαιότητα στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Δυστυχώς είναι ακόμα πολύ νωρίς για μια τόσο προοδευτική εξέλιξη…