Sunday, August 10, 2008

Χριστιανική θεωρία και πράξη: αλήθειες και παρανοήσεις

Σε πρόσφατο σημείωμα είχα μεταξύ άλλων υποστηρίξει ότι από τις προτάσεις που έχουν διαχρονικά διατυπωθεί για την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου ο Χριστιανισμός είναι η μοναδική η οποία μπορεί να υπερβεί και τελικά να συμφιλιώσει τις ποικίλες και συνήθως αντίρροπες κοσμοθεωρίες της σημερινής πλουραλιστικής και πολυφωνικής εποχής. Και τούτο γιατί η χριστιανική ιδέα της αγάπης ως μιας σχέσης προσώπων απαραίτητα αμοιβαίας και απροκατάληπτης είναι ένα μοντέλο καθολικής εφαρμογής, με βάση το οποίο μπορούν να συνυπάρξουν και να συσχετιστούν ισότιμα όλες οι ατομικές ιδιαιτερότητες, αυθύπαρκτες και αναλλοίωτες, σε μια πραγματική και κυριολεκτική συλλογικότητα.

Όπως θα έλεγε, όμως, και ο Αριστοτέλης, αυτή είναι απλά και μόνο μια δύναμις του Χριστιανισμού. Είναι δηλαδή μια δυνατότητα ή ικανότητα που διαθέτει από την ίδια του τη φύση, η οποία, όμως, για να ολοκληρωθεί και να πάψει να είναι θεωρητική και αφηρημένη πρέπει να γίνει και ενέργεια, να εφαρμοστεί δηλαδή και στην πράξη. Αυτή η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης γίνεται σαφής και από την ίδια την ιστορική διαδρομή του Χριστιανισμού μέχρι σήμερα. Οι επι γης εκπρόσωποι του Θεού και διερμηνευτές του λόγου Του ελάχιστες φορές έχουν αξιοποιήσει αυτή την καταλυτικά διαλλακτική και συναινετική δύναμη της χριστιανικής αγάπης, σχέσης και κοινωνίας και την έχουν αφήσει στο επίπεδο απλώς της δυνατότητας. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές έχουν επιλέξει το δρόμο της επιβολής, της αυθεντίας και της εξουσίας, το δρόμο δηλαδή της ατομικότητας, της ρήξης και της αντικοινωνικότητας, τον οποίο θα έπρεπε να αποφύγουν και να απορρίψουν. Με αυτό τον τρόπο, ο Χριστιανισμός, αντί να αποτελεί εκείνη τη μεγάλη αγκαλιά που όλα τα συνέχει, τα συστεγάζει, τα συμφιλιώνει και τα συσχετίζει, έχει καταντήσει να είναι μια ακόμα (ανάμεσα σε τόσες άλλες) οπτική γωνία, θεωρία και ερμηνεία του κόσμου, έχει γίνει δηλαδή μια ακόμα αίρεσις (με την αρχαία ελληνική σημασία, που θα πει «επιλογή ενός μέρους από το σύνολο») η οποία προσπαθεί να επιβληθεί στις άλλες. Τα παραδείγματα αυτής της εξουσιαστικής και αδιάλλακτης μορφής που έχει πάρει διαχρονικά ο Χριστιανισμός είναι πολλά. Ενδεικτικά μόνο ας θυμηθούμε την πολεμική στάση του απέναντι στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στο θέατρο και σε άλλες, a priori αφορισμένες ως «κοσμικές» και αντιχριστιανικές, δραστηριότητες.

Πάνω σε αυτή τη διαχρονική ανακολουθία θεωρίας και πράξης του Χριστιανισμού βασίζουν συνήθως τα επιχειρηματά τους όσοι θέλουν να τον διαβάλλουν, να τον αναιρέσουν και να τον ακυρώσουν. Τα τεκμήριά τους, βέβαια, είναι αδιαμφισβήτητα, αλλά πάντα αποφεύγουν, προφανώς εσκεμμένα, να κρίνουν και να αξιολογήσουν την πρακτική εφαρμογή και της δικής τους κοσμοθεωρίας και να αποτιμήσουν κατά πόσο παρέμειναν πιστοί στο πνεύμα της ή την πρόδωσαν τελικά. Η πικρή αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι κάθε θεωρία και κάθε προγραμματική διακήρυξη ποτέ δεν μπορεί να εφαρμοστεί ή να τηρηθεί στο ακέραιο. Είναι περίπου φυσικός νόμος να φθείρεται και να αλλοιώνεται οτιδήποτε κατεβαίνει στη σφαίρα του πραγματικού, του υλικού και του συγκεκριμένου, ακόμα και μια θεωρία ή μια ιδέα που θεωρητικά μοιάζει τέλεια ή απόλυτα εφικτή. Αυτή μάλιστα η διαχρονική αδυναμία εφαρμογής και πραγμάτωσης των μεγάλων οραμάτων, ιδεών και θεωριών είναι ίσως και ο βασικός λόγος για τον οποίο στη σημερινή μεταμοντέρνα, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, εποχή έχουν απαξιωθεί και ακυρωθεί πλήρως οι κάθε είδους ιδεολογίες ή θεωρίες. Μετά και την τελευταία και πιο βαρυγδουπη διάψευση, την κατάρρευση δηλαδή του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχουμε πλέον εισέλθει σε έναν κόσμο στον οποίο όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και σε καμία περίπτωση επί της αρχής. Κανείς δεν θέλει πλέον να πιστέψει ή να επενδύσει σε τίποτα για το μέλλον ή να εμπιστευτεί απλά και μόνο την καλή πρόθεση ή την καλή βούληση ενός ιδεολογικού προγράμματος, μιας θεωρίας ή και μιας θρησκείας, αν δεν δει απτά και βέβαια τα αποτελέσματά τους.

Πόσο δίκαιο και λογικό, όμως, είναι να καταδικάζονται συλλήβδην όλες οι θεωρίες, οι ιδέες και οι αρχές επειδή στο παρελθόν δεν εφαρμόστηκαν σωστά; Από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι σε αυτό τον ατελή κόσμο είναι αναπόφευκτο κάθε εφαρμογή να υπολείπεται της θεωρίας, δεν πρέπει πλέον να αναζητούμε το πρόγραμμα ή την διακήρυξη που θα μας δώσει το τέλειο αποτέλεσμα, αλλά να ελέγχουμε αν ένα πρόγραμμα ή μια διακήρυξη έχει αγαθή, ειλικρινή και καλή βούληση. Οι αποτυχημένες δοκιμές και απόπειρες του παρελθόντος δεν ακυρώνουν μια ιδέα ως ιδέα ούτε μπορούν να της αφαιρέσουν την απόλυτη αξία που έχει ως ιδέα. Χωρίς μια θεωρητική βάση, άλλωστε, ποτέ δε μπορεί να υπάρξει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα ή να γίνει κάποια ενέργεια. Η ίδια η ιστορία μάς διδάσκει ότι είναι πολύ δύσκολο για τον άνθρωπο να ζήσει για μεγάλο διάστημα χωρίς κάποιου είδους βεβαιότητα και σιγουριά, χωρίς κάποιο θεμέλιο ή κάποια αδιαπραγμάτευτη αρχή. Ακόμα και τα νεωτερικά κινήματα που ήρθαν να ανατρέψουν μια υποτιθέμενη μεταφυσική και υπερβατική λειτουργία της κοινωνίας που βασιζόταν σε a priori παραδοχές, καθιέρωσε τελικά νέες αρχές στη θέση των παλαιών – άλλαξε δηλαδή απλώς τα μέσα, όχι τον τρόπο λειτουργίας.

Για την περίπτωση του Χριστιανισμού, από την οποία ξεκινήσαμε, όλα αυτά συνεπάγονται ότι η ανακολουθία θεωρίας και πράξης που διαχρονικά τον χαρακτηρίζει δεν αποτελεί και απόδειξη ότι είναι πρακτικά ανεφάρμοστος. Η χριστιανική αγάπη και κοινωνία είναι ένας πολύ φιλόδοξος και υψηλός στόχος, που πρέπει όμως πάντα να κρίνεται ως τέτοιος και όχι ως προς την τελειότητα της πρακτικής του εφαρμογής. Αν λοιπόν κρίνουμε επί της αρχής το Χριστιανισμό, δηλαδή ως προς τη στοχοθεσία και το πρόγραμμά του, είναι η μοναδική πρόταση που μπορεί εκ της φύσεώς της να υπερκεράσει τις αντίρροπες προσεγγίσεις και ερμηνείες του κόσμου και να τις συζεύξει σε μια συνθετική και γι’ αυτό δημοκρατική και όχι τυραννική ή εξουσιαστική κοσμοθέαση. Οι υπόλοιπες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί διαχρονικά, επειδή ακριβώς επιλέγουν μόνο έναν τρόπο θέασης και κατανόησης της πραγματικότητας και αναιρούν όλους τους άλλους, αποτελούν απλώς θεωρίες ή ιδεολογίες – αλλά αυτό το ζήτημα θα το δούμε πιο αναλυτικά σε άλλο σημείωμα.

Saturday, July 5, 2008

Η χριστιανική σχέση ως απάντηση στο σύγχρονο σχετικισμό

Έχει υποστηριχτεί πολλές φορές ότι ο σύγχρονος πολιτισμός είναι κατεξοχήν πλουραλιστικός και πολυφωνικός – και πράγματι έτσι είναι. Στη σημερινή εποχή διατυπώνονται και διακινούνται ελεύθερα κάθε είδους απόψεις, τάσεις, ιδέες, προσεγγίσεις και θεωρίες για τον κόσμο και για τα ερωτήματα που θέτει η ίδια η παρουσία μας σε μέσα σε αυτόν. Η αλήθεια δεν είναι πλέον μία, μονοσήμαντη και καθολική, όπως συνέβαινε κατά την προνεωτερική εποχή, όταν οι εκάστοτε φορείς της οικονομικής ή πνευματικής εξουσίας δημιουργούσαν ασφυκτικά σχήματα στα οποία έπρεπε όλοι να προσαρμόζονται. Αντίθετα, υπάρχουν τόσες αλήθειες και τόσες βεβαιότητες, όσες είναι και οι οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί κανείς να αντικρύσει και να ερμηνεύσει τον κόσμο: η αλήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, η αλήθεια της ψυχολογίας, η αλήθεια της οικονομίας και του χρήματος, η αλήθεια του ηδονισμού και της ευδαιμονίας, η αλήθεια της τέχνης, η αλήθεια της θρησκείας κ.ο.κ. Έτσι, κατά ορισμένους όλα είναι απλώς αιτία και αποτέλεσμα∙ κατ’ άλλους όλα εξηγούνται με βάση το υποσυνείδητο και τα ορμέμφυτα της ψυχής∙ κατ’ άλλους τα πάντα τα καθορίζει η διαχείριση του πλούτου και της παραγωγής∙ κατ’ άλλους όλα εξηγούνται στη βάση της τάσης του ανθρώπου για ευδαιμονία και ηδονή∙ κατ’ άλλους η τέχνη είναι ο μοναδικός αληθινός κόσμος∙ κατ’ άλλους, τέλος, όλα βρίσκουν τη δικαίωσή τους σε έναν άλλο κόσμο, υπερβατικό και μεταφυσικό.
Αυτή η ατελείωτη πολυτροπία και πολυφωνία του μοντέρνου κόσμου φαίνεται να έχει μια σαφώς δημοκρατική διάσταση. Κάθε άποψη και κάθε θεώρηση του κόσμου έχει το δικαίωμα να ακουστεί και να διεκδικήσει όσο και όλες οι άλλες την κατάκτηση της αλήθειας. Κανείς φεουδάρχης, κανείς αυτοκράτορας ή κανείς κληρικός δεν μπορεί πλέον να επιβάλει σε κανέναν με τη βία τη δική του αλήθεια, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Πολύ γρήγορα, όμως, αναρωτιέται κανείς κατά πόσον αυτή η ποικιλία απόψεων και ιδεών μπορεί, έτσι όπως την ξέρουμε, να διέπεται από τα κύρια, σχεδόν καταστατικά, γνώρισματα κάθε δημοκρατίας: από τη συλλογικότητα και την κοινωνικότητα. Κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας έχει εγκαθιδρύσει μια δική του αλήθεια και έχει χτίσει ένα δικό του στέρεο οικοδόμημα, αλλά μόνο σε σχέση με τον εαυτό του. Οι ιδέες επιτέλους απελευθερώθηκαν και σχημάτισαν μια μεγάλη «αγορά ιδεών», αλλά δεν επικοινωνούν ή δεν συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Βρήκαμε πολλούς τρόπους να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τον κόσμο, αλλά παραλείψαμε να βρούμε και τον τρόπο με τον οποίο όλοι αυτοί οι τρόποι θα μπορούσαν να συνυπάρξουν και να συσχετιστούν, χωρίς βέβαια να αλλοιωθούν ή να επηρεαστούν και χωρίς να χάσει ο καθένας τους την ιδιαιτερότητά του. Έτσι η σύγχρονη «δημοκρατία των ιδεών» δε βασίζεται σε όρους σχέσης και συνάφειας, όπως κάθε πραγματική δημοκρατία, αλλά σε όρους ρήξης και αντίθεσης. Αυτό που έχουμε καταφέρει είναι να έχουμε αντικαταστήσει τον κόσμο της μίας και μοναδικής αυθεντίας με έναν κόσμο άπειρων και ατελείωτων αυθεντιών εξίσου τυραννικών με τις παλαιές αυθεντίες – άρα με έναν κόσμο ατομικιστικό και σχετικιστικό.
Το μεγάλο ζητούμενο, κατά συνέπεια, δεν είναι να περιορίσουμε ή να καταστείλουμε τον πλουραλισμό, αλλά να διασφαλίσουμε τη συλλογική και κοινωνική του διάσταση. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι η υπέρβαση (όχι η κατάργηση) των στεγανών και των διαχωριστικών γραμμών μέσα από μια κοσμοαντίληψη της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό θα είναι η διάθεση για συσχετισμό, συναίνεση και αλληλεγγύη μεταξύ των διαφορετικών απόψεων. Αν εξετάσουμε διαχρονικά την ιστορία των ιδεών και των θεωριών που έχουν προταθεί για την ερμηνεία του κόσμου, αυτή την κοσμοαντίληψη μπορεί να μας την προσφέρει κατεξοχήν ο Χριστιανισμός. Παρότι το πνεύμα του έχει πέσει και συνεχίζει να πέφτει θύμα οικτρής παρανόησης και παρότι πολλές φορές έχει καταστεί ο ίδιος αμείλικτη αυθεντία, έχει εκείνο το χαρακτηριστικό που είναι απαραίτητο και ικανό για την υπέρβαση του ατομισμού και του σχετικισμού και για την κατάκτηση μιας ενιαίας αλλά ταυτόχρονα πολυεπίπεδης αλήθειας: την αγάπη. Κι αυτό γιατί η χριστιανική αγάπη, βασισμένη στο προτυπικό παράδειγμα της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, δεν είναι μια προκαθορισμένη και αυστηρή ουσία αλλά μια φόρμα σχέσης ανοιχτή και επιδεκτική για τα πάντα. Κάτω από την προϋπόθεση αυτής της αγάπης τίποτα δε νοείται από μόνο του και δεν είναι μόνο του. Αντίθετα όλα συσχετίζονται με έναν τρόπο άρρηκτο και σταθερό και οι ατομικότητες οδηγούνται ακέραιες και χωρίς να χάνουν την ουσία τους σε μια συλλογικότητα.
Όλα αυτά σε πρακτικό επίπεδο σημαίνουν ότι τα πολυποίκιλα και διαφορετικά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας και σκέψης μπορούν να συνυπάρξουν σε μια ενιαία και συνεκτική θέαση και ερμηνεία του κόσμου, αρκεί να αποβάλουν την εσωστρέφειά τους και να αποδεχτούν το άλλο και το διαφορετικό. Η αιτιοκρατία και ο θετικισμος π.χ. της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορούν να συνυπάρξουν με τη μεταφυσική αρκεί να αναγνωρίσει το κάθε πεδίο την ιδιαιτερότητα του άλλου. Η δημιουργία του κόσμου είναι ένα τυπικό ζήτημα στο οποίο έχει επιλεγεί η ρήξη αντί της σχέσης: η επιστήμη τα ανάγει όλα σε μια απρόσωπη φυσική αιτία, η θρησκεία σε μια εντελώς υπερβατική διαδικασία. Στην πραγματικότητα η ύπαρξη του κόσμου βασίζεται σε ένα συσχετισμό των δύο αυτών παραγόντων. Η ύπαρξη μιας αλυσίδας αιτίων και αποτελεσμάτων στο σύμπαν δεν αποκλείει την ύπαρξη μιας ανώτατης συνείδησης ή οντότητας που δίνει νόημα και σκοπό σε αυτή τη διαδικασία. Κατά παρόμοιο τρόπο, η ύπαρξη του Θεού δε σημαίνει ότι όλα πρέπει να συμβαίνουν με τρόπο θαυματουργικό και εν γένει μη φυσικό. Η φύση και το σύμπαν άλλωστε είναι η ορατή, απτή και υποκείμενη σε έρευνα και ανάλυση εμφάνιση του Θεού. Παρόμοια επιχειρήματα θα μπορούσαμε να επιστρατεύσουμε και για άλλες περιπτώσεις αντιθέσεων οι οποίες μπορούν μέσα από τη διαδικασία της αμοιβαίας κατανόησης να μετατραπούν σε περιπτώσεις σχέσης και συνάφειας. Π.χ. ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε έθνη και φυλές δε σημαίνει ότι υπάρχουν κατώτερα και ανώτερα δημιουργήματα του Θεού, όπως επίσης η κοινή ρίζα όλων των ανθρώπων δε συνεπάγεται ότι ζουν όλοι με τις ίδιες συνήθειες και στο ίδιο πολιτιστικό περιβάλλον. Συνυπάρχει η ισότητα με τη διαφορετικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, γίνεται ξεκάθαρο ότι μέσα από το πρίσμα της χριστιανικής αγάπης η αλήθεια δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ίδια τη σχέση, από την ίδια την κοινωνία. Αυτό είναι ένα πραγματικά δημοκρατικό, ανεκτικό και προοδευτικό μήνυμα το οποίο οφείλουμε όλοι να ακούσουμε, ώστε να μετατρέψουμε τον ατομιστικό σχετικισμό της σημερινής εποχής σε έναν διαρκή και ειλικρινή συσχετισμό και αλληλοσεβασμό. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να ακούσουν και να αρχίσουν να εφαρμόζουν αυτό το ελπιδοφόρο μήνυμα του Χριστιανισμού εκείνοι που τον υπηρετούν μέσα από διάφορα αξιώματα. Είναι κρίμα μια θρησκεία που πέρα από λατρεία του ανώτατου Όντος αποτελεί και μια ολόκληρη κοσμοθεωρητική πρόταση ανεκτικότητας, αλληλεγγύης και συναίνεσης, να μην αξιοποιεί τις πραγματικές της δυνάμεις. Για να γίνει βέβαια αυτό χρειάζεται και η απαραίτητη διάκρισις, κατά τους Πατέρες, μεταξύ του γράμματος και του πνεύματος του θεϊκού νόμου. Συνήθως, όμως, δεν υπάρχει.

Monday, May 12, 2008

ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΜΕΣΟΝ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ Ή ΠΕΔΙΟ ΠΡΟΓΟΝΟΛΑΤΡΕΙΑΣ;

Σύμφωνα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα ένας από τους σημαντικότερους διδακτικούς σκοπούς του μαθήματος της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι «η γνώση του παρελθόντος για την κατανόηση του παρόντος και το σχεδιασμό του μέλλοντος». Τούτο σημαίνει ότι οι μαθητές μέσα από τη μελέτη των παλαιότερων ιστορικών γεγονότων πρέπει να καλλιεργήσουν εκείνη την ιστορική σκέψη και συνείδηση και να κατανοήσουν εκείνους τους ιστορικούς νόμους που θα τους επιτρέπουν τόσο να αντιλαμβάνονται και να ερμηνεύουν ορθά τον κόσμο στον οποίο ζουν, όσο και να παρεμβαίνουν στην πορεία του και έτσι να χαράσσουν το μέλλον του με τον πιο κατάλληλο τρόπο. Ο βασικός διδακτικός σκοπός, λοιπόν, της Ιστορίας συνίσταται στη συνειδητοποίηση της ιστορικής συνέχειας και της άρρηκτης αλληλεξάρτησης του ιστορικού παρόντος και μέλλοντος με το ιστορικό παρελθόν.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός δεν πρέπει να υπάρχει στη διδασκαλία των ιστορικών γεγονότων κανένα απολύτως χάσμα. Οι μαθητές δομούν και σχηματίζουν την ιστορική τους συνείδηση και κατανοούν τους βαθύτερους νόμους της ιστορικής εξέλιξης μόνο μέσα από τη διαπίστωση της αιτιακής και αναγκαστικής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στην τεράστια αλυσίδα των ιστορικών γεγονότων η οποία φτάνει μέχρι τη σημερινή εποχή. Αν αυτή η αλυσίδα σε κάποιο σημείο «κοπεί», η ιστορική γνώση παραμένει μια απλή πληροφορία, ασύνδετη με όλες τις άλλες, και δεν μπορεί να προκύψει από αυτήν ούτε ιστορική σκέψη ούτε ιστορική συνείδηση.
Είναι, ως εκ τούτου, ακόμα πιο αυτονόητο ότι, εφόσον σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας είναι η κατανόηση του παρόντος μέσα από τη γνώση του παρελθόντος, δεν πρέπει να υπάρχουν χάσματα στη διδασκαλία εκείνων κυρίως των ιστορικών γεγονότων ή περιόδων που μας βοηθούν περισσότερο από άλλα να κατανοήσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε τον σημερινό κόσμο. Παρότι η γνώση ολόκληρης της ιστορικής εξέλιξης είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε πώς έχουμε οδηγηθεί στο σήμερα, ορισμένες ιστορικές φάσεις έχουν συντελέσει πολύ πιο καθοριστικά στη διαμόρφωση του σημερινού κόσμου και έτσι μπορούν να μας δώσουν πολλές απαντήσεις για την προέλευση, την καταγωγή και το νόημα πολλών και σημαντικών πτυχών του σύγχρονου κόσμου. Εάν αγνοηθούν ή υποτιμηθούν αυτά τα γεγονότα κατά τη διδασκαλία του ιστορικού παρελθόντος, η κατανόηση του παρόντος γίνεται σαφώς πιο δύσκολη και προβληματική, αν όχι λανθασμένη και άστοχη, καθώς αναζητούνται σε λάθος σημείο οι απαντήσεις.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι κατανεμημένη η ιστορική ύλη στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι δυστυχώς ιδανικός ώστε να συμβαίνουν και τα δύο παραπάνω ατυχήματα: όχι μόνο δημιουργούνται τεράστια χάσματα στην ιστορική γνώση των μαθητών, αλλά και αγνοούνται ή (στην καλύτερη περίπτωση) διδάσκονται υπο πίεση και μέσα σε ελάχιστο χρόνο ιστορικές εποχές οι οποίες είναι εξαιρετικά χρήσιμες και απαραίτητες για την κατανόηση και την ερμηνεία του παρόντος και άρα και για το σχεδιασμό του μέλλοντος, όπως υπαγορεύει το Αναλυτικό Πρόγραμμα.
Τα σταθερά «θύματα» αυτού του παράδοξου και καταστροφικού για την ιστορική συνείδηση των μαθητών διδακτικού προγραμματισμού είναι η αλεξανδρινή (ή ελληνιστική) εποχή και η ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή (ή γνωστή αλλιώς και ως Ύστερη Αρχαιότητα). Το μεγαλύτερο, κατ’ αρχήν, μέρος των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας της Α΄ Γυμνασίου και της Α’ Λυκείου, από τα οποία γίνεται η διδασκαλία της αρχαίας Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αφορά την Προϊστορική, την Αρχαϊκή και την Κλασική περίοδο της αρχαιότητας και μόνο το τελευταίο μέρος τους, το οποίο και είναι σαφώς συντομότερο και συνοπτικότερο, αφορά την αλεξανδρινή και την αυτοκρατορική εποχή. Σα να μη φτάνει αυτή η ελλειπτική και βιαστική παρουσίαση αυτών των ιστορικών περιόδων, έρχεται και η ίδια η διδακτική πραγματικότητα που ολοκληρώνει το πρόβλημα. Όσοι διδάσκουν Ιστορία στην Α΄ Γυμνασίου και στην Α΄ Λυκείου μπορούν να βεβαιώσουν ότι τις περισσότερες σχολικές χρονιές η ύλη που διεκπεραιώνεται φτάνει μετά βίας στο τέλος της κλασικής εποχής και έτσι αυτές οι λίγες έστω σελίδες που αφορούν τα ελληνιστικά και αυτοκρατορικά χρόνια καταντούν στην πράξη άχρηστες. Το αποτέλεσμα είναι θλιβερό: μια τεράστια ιστορική περίοδος, άνω των 600 ετών, πλούσια σε σημαντικότατα και καθοριστικά για την ιστορική συνέχεια γεγονότα, παραμένει τελείως άγνωστη και σκοτεινή για τους μαθητές, οι οποίοι καλούνται στην αρχή της Β’ Γυμνασίου και της Β’ Λυκείου, παρότι έχουν προφανώς χάσει πλήρως την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας και εξέλιξης, να γνωρίσουν και να κατανοήσουν (περίπου σε ένα ιστορικό κενό ή με βάση την αρχή της… παρθενογένεσης) το ιστορικό φαινόμενο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του μετέπειτα δηλαδή Βυζαντίου.
Το χειρότερο, ωστόσο, είναι ότι οι ιστορικές περίοδοι που παραμένουν άγνωστες και σκοτεινές για τους μαθητές (η ελληνιστική και η αυτοκρατορική) αποτελούν τις δύο αρχικές και, γι’ αυτό το λόγο, πιο καθοριστικές πιθανότατα φάσεις της μακράς εξέλιξης που οδήγησε στη διαμόρφωση του σημερινού δυτικού πολιτισμού, μέρος του οποίου είμαστε και εμείς. Αποτελούν, δηλαδή, εκείνες τις ιστορικές φάσεις που κατεξοχήν θα έπρεπε να γνωρίσουν ώστε να μπορούν να κατανοήσουν το παρόν και να ανιχνεύσουν τις πραγματικές ρίζες του. Η στροφή από τον τοπικό και περιορισμένης πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής εμβέλειας θεσμό της πόλης-κράτος προς τον οικουμενικό, πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό θεσμό του βασιλείου και της αυτοκρατορίας, που πραγματοποιήθηκε αρχικά κατά τα ελληνιστικά χρόνια και ολοκληρώθηκε από τη ρωμαϊκή ενοποίηση της Μεσογείου, υπήρξε στην πραγματικότητα η ιδρυτική πράξη και ο θεμέλιος λίθος του πλουραλιστικού και παγκοσμιοποιημένου μοντέλου του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Είτε κάτω από την εξουσία ενός ελληνιστικού μονάρχη είτε κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων, οι άνθρωποι αυτής της μακράς ιστορικής εποχής ήταν εκείνοι που για πρώτη φορά είδαν, ερμήνευσαν και βίωσαν τον κόσμο σε όλες του τις πτυχές μέσα από την ίδια μακροκλίμακα και την ίδια ευρεία προοπτική με τις οποίες τον αντιμετωπίζουμε και εμείς σήμερα. Στα ελληνιστικά και αυτοκρατορικά χρόνια δημιουργήθηκαν π.χ. οι πρώτες πολύβουες και χαώδεις μεγαλουπόλεις-χωνευτήρια σαν αυτές που κυριαρχούν και σήμερα, ενώ τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά και το φαινόμενο της ανθρώπινης μάζας καθώς και τα αναπόφευκτα επακόλουθά του, όπως π.χ. ο ατομισμός, η μαζική διασκέδαση – φαινόμενα που χαρακτηρίζουν κατεξοχήν τη σύγχρονη αστική κοινωνία. Κατ’ αυτές, εξάλλου, τις ιστορικές περιόδους τέθηκαν ουσιαστικά οι βάσεις για την ταξική-οικονομική διαστρωμάτωση της κοινωνίας που υφίσταται και σήμερα, καθώς η συνάθροιση για πρώτη φορά χιλιάδων ανθρώπων σε μεγάλα αστικά κέντρα οδήγησε αναπόφευκτα στο διαχωρισμό τους με βάση όχι πλέον κληρονομικά ή παραδοσιακά αλλά οικονομικά χαρακτηριστικά. Η επιθυμία, ακόμα, για διαρκώς νέα γνώση και για την κατανόηση του κόσμου, που κυριάρχησε κατά τα ελληνιστικά χρόνια και η οποία εκφράστηκε μέσα από την ίδρυση βιβλιοθηκών, τη διάδοση της εκπαίδευσης και την εμφάνιση του βιβλίου ως νέου μέσου μόρφωσης, υπήρξαν στην πραγματικότητα τα πρώτα και καθοριστικά βήματα για την αξία που έχουν στο σύγχρονο δυτικό κόσμο η γνώση και η επιστήμη ως πολιτιστικά και πνευματικά αγαθά.
Στη θέση αυτών και πολλών ακόμα σημαντικών εξελίξεων, που πραγματικά προδιέγραψαν την πορεία του δυτικού κόσμου και του έδωσαν τα κύρια σημερινά γνωρίσματά του, οι μαθητές αποστηθίζουν λεπτομέρειες, πολλές φορές εξαντλητικές, για εποχές πολύ παλαιότερες ή έστω για εποχές οι οποίες δεν μπορούν εξίσου να τους βοηθήσουν «να κατανοήσουν το παρόν μέσα από τη γνώση του παρελθόντος». Η κλασική περίοδος π.χ. της ελληνικής αρχαιότητας που αποτελεί συνήθως το επίκεντρο της διδασκαλίας στο μάθημα της αρχαίας Ιστορίας, παρότι έχει να επιδείξει ένα πραγματικά κολοσσιαίο πνευματικό έργο, πολλές φορές δεν είναι διόλου δόκιμη ή κατάλληλη ώστε να καταλάβουμε και να αποκωδικοποιήσουμε το σημερινό κόσμο. Πολλοί σημερινοί θεσμοί (π.χ. η δημοκρατία) οφείλουν την καταγωγή τους σε εκείνη τη λαμπρή περίοδο, αλλά όχι φυσικά με τη μορφή που είχαν τότε και, το κυριότερο, όχι με το νόημα και το ειδικό βάρος που είχαν τότε. Η αρχαία Αθήνα και η αρχαία Σπάρτη είναι ντυμένες με μια αξεπέραστη, σχεδόν μυθική αίγλη, αλλά μπροστά στην Αλεξάνδρεια, την Πέργαμο, την Αντιόχεια και κυρίως μπροστά στη μεγάλη Ρώμη μοιάζουν με μικρές, ευτυχισμένες, αλλά πολύ μακρινές κωμοπόλεις που τελικά δεν έχουν πολλά να μας πουν για το δικό μας κόσμο, για τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε και άρα για τα σημεία του τα οποία πρέπει να αναθεωρήσουμε ή να διορθώσουμε.
Καλό θα ήταν, λοιπόν, για τη συνέπεια των διδακτικών σκοπών της αρχαίας κυρίως Ιστορίας με τη διδακτική της εφαρμογή να δοθεί έμφαση και σε εκείνες τις ιστορικές περιόδους που τελικά ενεργοποιούν τους μαθητές να ενδιαφερθούν για τη σύγχρονη ζωή και όχι μόνο σε αυτές που τους καλλιεργούν ένα θεμιτό μεν αλλά μάλλον συντηρητικό και παθητικό αίσθημα θαυμασμού και περηφάνειας για τους αρχαίους προγόνους μας. Για να γίνει, όμως, αυτό θα πρέπει πρώτα να απομυθοποιηθεί η κλασική αρχαιότητα στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Δυστυχώς είναι ακόμα πολύ νωρίς για μια τόσο προοδευτική εξέλιξη…

Saturday, April 12, 2008

«ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»: ΑΠΛΑ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ Ή ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ;

Ο Ευριπίδης στην τραγωδία Ελένη, μέσα από μια παραλλαγή του τρωικού μύθου, προβάλλει τον πόλεμο των Ελλήνων και των Τρώων σαν μια τραγική ματαιοπονία και σαν μια τελείως ανούσια δαπάνη ανθρώπινης ζωής. Για δέκα χρόνια οι δύο εχθροί αλληλοεξοντώνονταν για χάρη μιας γυναίκας, της βασίλισσας της Σπάρτης Ελένης, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα δε βρέθηκε ούτε για μια στιγμή στην Τροία: οι θεοί, μας λέει ο Ευριπίδης, έδωσαν τελικά στον Πάρη ένα είδωλο και την πραγματική Ελένη την μετέφεραν στο βασίλειο του Πρωτέα στην Αίγυπτο. Στην Τροία, συνεπώς, βρισκόταν ουσιαστικά μόνο το όνομα «Ελένη». Οι περισσότεροι, άλλωστε, από τους Τρώες και σχεδόν όλοι οι Έλληνες που είχαν πάει στην Τροία να πολεμήσουν, δεν είχαν δει ποτέ την Ελένη, παρά μόνο άκουγαν το όνομά της. Παρ’ όλα αυτά, γι’ αυτό το όνομα, γι’ αυτή τη λέξη, για κάτι δηλαδή τόσο επιφανειακό και μάταιο, μας λέει ο Ευριπίδης, χάθηκαν δεκάδες χιλιάδες ζωές και ρήμαξαν ολόκληροι τόποι.

Αυτή τη σκιαμαχία των Ελλήνων και των Τρώων γύρω από ένα όνομα δεν την επινόησε ο Ευριπίδης μόνο για να δημιουργήσει την (απαραίτητη για κάθε τραγωδία) τραγικότητα. Ούτε και τα όντως αντιπολεμικά του φρονήματα ήταν το μοναδικό του κίνητρο προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό που τον ώθησε περισσότερο σε αυτό το δραματικό παιχνίδι με το όνομα και το πράγμα και τη σχέση που υπάρχει ανάμεσά τους, ήταν στην πραγματικότητα οι καινοφανείς και πρωτοποριακές ιδέες των Σοφιστών του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο Ευριπίδης, γνωστός άλλωστε και ως «από σκηνής φιλόσοφος», ήθελε να δείξει, όπως έκαναν και οι Σοφιστές, ότι οι συμβάσεις και οι θεσμοί της ανθρώπινης κοινωνίας, ανάμεσα στα οποία είναι και η γλώσσα, δημιουργούν ένα φάσμα, ένα φαίνεσθαι, το οποίο μας παραπλανά και τελικά μας αποκρύπτει την αλήθεια και την ουσία των πραγμάτων, το είναι τους.

Ιδέες σαν αυτές του Ευριπίδη ποτέ δεν έπαψαν να διατυπώνονται. Κατά καιρούς η γλώσσα απαξιώθηκε ως γνωσιολογικό εργαλείο για τον κόσμο καθώς θεωρήθηκε μια απλή σύμβαση και τίποτα περισσότερο. Τα πράγματα τα κατονομάζουμε όπως τα κατονομάζουμε, έχουν υποστηρίξει διάφοροι φιλόσοφοι της γλώσσας, όχι επειδή έχουν κάποια εγγενή και φυσική σχέση με τους ήχους με τους οποίους τα κατονομάζουμε, αλλά απλά επειδή οι διάφορες γλωσσικές ομάδες συμφωνούν να τα ονομάζουν με κάποια λέξη, με μια σειρά δηλαδή από ήχους. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αξιώνουμε από τις λέξεις την παροχή ασφαλών πληροφοριών για την πραγματικότητα. Άρα, για να γυρίσουμε προσωρινά στον τρωικό μύθο, για το όνομα «Ελένη» δεν έπρεπε τελικά να γίνει ένας ολόκληρος πόλεμος.

Στον ίδιο ακριβώς συλλογισμό βασίζονται πολλοί από τότε που ανέκυψε το πρόβλημα του ονόματος της γειτονικής χώρας των Σκοπίων, και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τελικά δεν έχει σημασία αν θα λέγεται «Μακεδονία» ή «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και ως εκ τούτου αν θα λέγονται «Μακεδόνες» οι πολίτες της. Η Μακεδονία και όλα τα παράγωγά της είναι από αυτή την οπτική γωνία απλές λέξεις και τίποτε άλλο, απλές δηλαδή ηχητικές συμβάσεις που κατά συνέπεια δεν πρέπει να μας απασχολούν σοβαρά, αφού είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν, τα πράγματα παραμένουν ίδια.

Όλα αυτά που φαίνονται πολύ σωστά και λογικά, θα ήταν όντως σωστά αν έδειχναν λίγο μεγαλύτερη κατανόηση για τη βαθύτερη ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να αντιμετωπίζει τη γλώσσα του και τις λέξεις της όχι σαν ένα απρόσωπο και απόκοσμο σύστημα ήχων (παρότι γνωρίζει ότι όντως τέτοιο είναι), αλλά σαν κάτι πολύ δεμένο με την καθημερινή του εμπειρία, σαν ένα καθρέπτη της πραγματικότητας. Οι λέξεις είναι όντως ηχητικές συμβάσεις, αλλά η καθημερινή και διαχρονική χρήση τους αναγκαστικά τις «φυσικοποιεί», τις συνάπτει άρρηκτα με συγκεκριμένες πλευρές της πραγματικότητας, τόσο που να πιστεύουμε π.χ. ότι η λέξη δέντρο, παρότι υπάρχει μόνο στα ελληνικά, είναι απόλυτα φυσικό να δηλώνει το πράγμα «δέντρο». Το ίδιο πιστεύει και ο Άγγλος για τη λέξη tree ή ο Γάλλος για τη λέξη arbre.

Συνεπώς και η λέξη Μακεδονία και τα παράγωγά της δεν είναι για μας τους Έλληνες απλές ηχητικές συμβάσεις που κάποτε έτυχε να δημιουργηθούν, αλλά λέξεις που λόγω της μακραίωνης χρήσης τους έχουν δεθεί με απόλυτα φυσικό και αιτιακό τρόπο με συγκεκριμένους χώρους, πρόσωπα και πράγματα. Είναι απόλυτα λογικό, ως εκ τούτου, να διεκδικούμε αυτά τα ονόματα λόγω του ειδικού ελληνικού πολιτιστικού φορτίου που κουβαλούν και να απαγορεύουμε στους γείτονες των Σκοπίων να τα χρησιμοποιούν ως δηλωτικά της χώρας και της εθνότητάς τους, εφόσον δεν έχουν γι’ αυτούς μια εξίσου σημαντική σχέση με πραγματικά ιστορικά δεδομένα. Παρόμοια, άλλωστε, διακρατικά προβλήματα για ένα όνομα μπορούμε να συναντήσουμε και στο ιστορικό παρελθόν και έτσι να επιβεβαιώσουμε τη διαχρονικότητα αυτής της τάσης των ανθρώπων να δένονται με τα ονόματα και να τους δίνουν πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις από αυτές που πραγματικά έχουν ως ηχητικές συμβάσεις. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι φυσικά αυτό το ονόματος «Ρώμη» και των παραγώγων του. Οι κάτοικοι της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γνωστής σε μας και ως Βυζάντιο, θεωρούσαν απόλυτα φυσικό να λέγονται αυτοί Ρωμαίοι και κανείς άλλος. Είχαν άλλωστε και τους λόγους τους: η αυτοκρατορία τους ήταν η πραγματική απόγονος της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της αρχαιότητας και ήταν μια περιοχή που για αιώνες, ειδικά από το 212 μ.Χ. και έπειτα οπότε και δόθηκε σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας ο τίτλος του Ρωμαίου πολίτη (cives romanus), είχε δεθεί με τα ονόματα «Ρωμαίος», «Ρωμαϊκός» κ.τ.ό. Ήταν απόλυτα αναμενόμενο, λοιπόν, όταν το 800 μ.Χ. ο Φράγκος Βασιλιάς Κάρολος ο Μέγας (γνωστός και ως Καρλομάγνος) ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού κράτους, καθώς και όταν το 962 μ.Χ. ο βασιλιάς της Γερμανίας Όθων Α΄ στέφθηκε στη Ρώμη από τον Πάπα αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους – μετά από αυτά ήταν αναμενόμενο να αντιδράσουν έντονα οι Βυζαντινοί γι’ αυτή την αυθαίρετη καπήλευση των βαρυσήμαντων ονομάτων της Ρώμης και να οδηγηθούν σε διπλωματική ρήξη με τη Δύση.

Όλα τούτα δε σημαίνουν, βέβαια, ότι για ένα και μόνο όνομα πρέπει να γίνονται πάντα «Τρωικοί πόλεμοι». Δεν είναι ανάγκη να ξαναδούμε έναν «Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια….για ένα πουκάμισο αδειανό», όπως λέει ο Σέφερης στο ποίημά του «Ελένη», που το εμπνεύστηκε από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη από την οποία ξεκίνησε αυτό το σημείωμα. Δεν πρέπει, όμως, και να απογυμνώνουμε τελείως τα ονόματα από τις ειδικές συνυποδηλώσεις που έχουν για τον καθένα. Αυτή είναι μια υπεργλωσσική λειτουργία, καθαρά ανθρώπινη, που δεν εξηγείται με συστήματα και εξισώσεις, και η οποία φανερώνει την ένταση, το πάθος και τη δημιουργικότητα με τα οποία βιώνει ο άνθρωπος τη ζωή. Εδώ και καιρό, δυστυχώς, όλες αυτές οι κατασκευές με τις οποίες πάντα και διαχρονικά πορεύεται ο άνθρωπος, θεωρούνται εκ των προτέρων επικίνδυνες και ανορθολογικές. Διόλου παράλογο, μιας και ο άνθρωπος θεωρείται και αυτός ένα απρόσωπο γρανάζι σε ένα τεράστιο σύστημα και τίποτα παραπάνω. Ακριβώς όπως και οι λέξεις στο γλωσσικό σύστημα θεωρούνται απλές ηχητικές συμβάσεις…..