Tuesday, March 24, 2009

Μια αιρετική ματιά στην Επανάσταση του ' 21

Κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες, εθισμένοι καθώς είμαστε στο τυποποιημένο πανηγυρικό κλίμα της 25ης Μαρτίου, στις γιορτές, στις παρελάσεις, στα αφιερώματα και στις κάθε είδους και κάθε ποιότητας τιμητικές εκδηλώσεις, δεν αναλογιζόμαστε καθόλου το βαθμό της επιτυχίας της Ελληνικής Επανάστασης. Εξυμνούμε τους ήρωες, παραθέτουμε καταλόγους μαχών και ιστορικών γεγονότων, αναβιώνουμε εν ολίγοις όλη την Επανάσταση, αλλά δεν θέτουμε το τελικό ερώτημα: το αποτέλεσμα της Επανάστασης ήταν επιτυχημένο ή όχι και σε ποιο βαθμό; Και πώς μπορούμε τελικά να γνωρίζουμε αν ήταν επιτυχημένο ή όχι; Από κάποιους, βέβαια, πιθανότατα θα θεωρηθεί άκομψο και αταίριαστο να γίνει αυτή η συζήτηση τέτοιες ώρες. Με αυτό τον τρόπο, θα υποστηρίξουν, η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης αμέσως θα απομυθοποιηθεί, θα αποστειρωθεί, θα χάσει τον συναισθηματικό της χαρακτήρα και θα μετατραπεί σε μια ψυχρή ιστορική αποτίμηση. Αυτές οι ενστάσεις είναι αποδεκτές όσο αντιμετωπίζουμε τις εθνικές μας επετείους σαν ένα μνημόσυνο, σαν μια ευκαιρία γρήγορης πατριωτικής έξαρσης ή σαν ένα αμιγώς αισθητικό και φολκλόρ γεγονός – όπως συμβαίνει μέχρι τώρα. Αν, όμως, για μια στιγμή τις δούμε πιο σοβαρά, σαν μια ευκαιρία δηλαδή να κατανοήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις και προεκτάσεις του ιστορικού γεγονότος που εορτάζουμε, θα διαπιστώσουμε πολύ γρήγορα ότι η αποτίμηση της επιτυχίας της Ελληνικής της Επανάστασης δεν είναι περιττή και άκαιρη αλλά απολύτως απαραίτητη, για δύο μάλιστα λόγους: επειδή όλη σχεδόν η μετεπαναστατική ιστορία μας εξαρτήθηκε ακριβώς από το βαθμό επιτυχίας της Επανάστασης, αλλά κυρίως επειδή πολλές πτυχές ακόμα και της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας ανάγονται σε αυτό το αποτέλεσμα της Επανάστασης.
Το να αποτιμηθεί, βέβαια, ο βαθμός επιτυχίας και το τελικό αποτέλεσμα της Ελληνικής Επανάστασης είναι ένα πολύπλοκο και σε μεγάλο βαθμό αμφιλεγόμενο και ριψοκίνδυνο εγχείρημα, αφού τίθεται αμέσως το εύλογο ερώτημα: η επιτυχία της Επανάστασης με ποια κριτήρια; Με τα κριτήρια των επαναστατημένων Ελλήνων ή των επόμενων γενεών Ελλήνων; Ή μήπως με ιστορικά κριτήρια; Για τους επαναστατημένους Έλληνες η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους παρόμοιου με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια απίστευτη και περίπου θεόσταλτη εξέλιξη, παρά τα πολλά προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν και παρά τις μάλλον αντίθετες πολιτειακές προσδοκίες τους. Για μια επανάσταση, άλλωστε, που είχε σχεδόν καταδικαστεί και ουσιαστικά σβήσει από το 1824 ως το 1827 η αιφνίδια ίδρυση ενός κράτους το 1830 δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από επιτυχία. Πέραν τούτου, αυτός ήταν εξαρχής και ο βασικός ιδεολογικός στόχος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος είχε γαλουχήσει και εκθρέψει την Ελληνική Επανάσταση: να δημιουργηθεί ένα ελληνικό εθνικό και αστικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου.
Παρότι μετά την Επανάσταση έμεινε εκτός του ελληνικού κράτους μεγάλο μέρος του ελληνισμού το οποίο ζητούσε την ενσωμάτωσή του με τον εθνικό κορμό, και παρότι το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης ταλάνισε για δεκαετίες την Ελλάδα (με οδυνηρές τελικά συνέπειες το 1922), η Επανάσταση του 1821 ποτέ στη μετεπαναστατική Ελλάδα μέχρι και σήμερα δεν θεωρήθηκε ημιτελής άρα εν μέρει αποτυχημένη. Ήταν, είναι και θα είναι πάντα για τους Έλληνες το οριακό εκείνο ιστορικό γεγονός που τους ανέστησε και τους οδήγησε από την πολιτική και κρατική ανυπαρξία στην συγκρότηση και στην οργάνωση. Στην Επανάσταση του 1821 χρωστάμε και αποδίδουμε πάντοτε και χωρίς δεύτερη συζήτηση τη σημερινή ελευθερία μας, την δυνατότητά μας να ζούμε με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία και να εκφραζόμαστε άφοβα, όπως όλοι οι άνθρωποι σε κάθε πολιτισμένη χώρα.
Όση αλήθεια, όμως, κι αν υπάρχει στις παραπάνω απόψεις, πόσο δίκαιο και έντιμο και κυρίως πόσο επιστημονικά άρτιο είναι άραγε να αποτιμώνται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας ιστορικής εξέλιξης με βάση τα προσωπικά κριτήρια που θέτουν οι εκάστοτε αποτιμητές τους, επηρεασμένοι από τις τρέχουσες ανάγκες ή προσδοκίες τους; Η επιστήμη της ιστορίας, παρότι υπηρετείται όχι από μικρούς θεούς αλλά από κανονικούς ανθρώπους οι οποίοι αναγκαστικά επηρεάζονται και περιχωρούνται από τον στενό εμπειρικό τους ορίζοντα, μας έχει διδάξει ανάμεσα στα άλλα να αποτιμούμε και να αξιολογούμε ένα ιστορικό γεγονός, όσο είναι δυνατόν, με βάση τη σχέση του με τα αμέσως προηγούμενα ιστορικά γεγονότα και όχι με τα κριτήρια που εμείς νομίζουμε καλύτερα – η ιστορική εξέλιξη, άλλωστε, δεν είναι παρά μια ατέρμονη αλυσίδα αιτίων και αιτιατών. Αυτό, φυσικά, ισχύει και για την περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ο βαθμός επιτυχίας της δεν πρέπει να αποτιμηθεί ούτε με τα κριτήρια των επαναστατημένων Ελλήνων ούτε με τα κριτήρια των επόμενων από αυτούς γενεών, αλλά με κριτήρια αμιγώς ιστορικά. Παρότι οι επαναστάτες του 1821 ένιωσαν απίστευτη συγκίνηση που ο καθημαγμένος και ταπεινωμένος Έλληνας έφτιαξε επιτέλους το δικό του «σπίτι», και παρότι εμείς ακόμα και σήμερα τους ευγνωμονούμε που μας χάρισαν ένα κράτος για να υπάρχουμε και να ζούμε, η αντικειμενική ερώτηση που πρέπει να τεθεί πέρα και πάνω από αυτούς τους συναισθηματισμούς είναι η εξής: το αποτέλεσμα της Επανάστασης, η δημιουργία δηλαδή ενός ελληνικού εθνικού κράτους ευρωπαϊκού τύπου, πώς κρίνεται με βάση τα μέχρι τότε ιστορικά δεδομένα του Ελληνισμού;
Για όσους έχουν μια μικρή έστω ιδέα όλης της μέχρι το 1830 ελληνικής πολιτικής, πολιτειακής και πολιτιστικής ιστορίας η απάντηση σε αυτό το κρίσιμο για το κύρος της Επανάστασης ερώτημα είναι όχι μόνο αυτόματη αλλά και ταυτόχρονα πλήρως αποκαρδιωτική. Ο ελληνισμός από την αρχαιότητα μέχρι και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους είχε ορισμένα σταθερά, αναλλοίωτα και τυπικά γνωρίσματα ως προς την οργάνωση και τον τρόπο ζωής τα οποία αγνοήθηκαν και παραβλέφθηκαν πλήρως από τη λύση που δόθηκε στο ελληνικό ζήτημα με το τέλος της Επανάστασης και η οποία είχε δυστυχώς προοικονομηθεί και προετοιμαστεί από τον ίδιο τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Η υιοθέτηση από τους Έλληνες της πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης του έθνους-κράτους, όπως αυτό είχε επινοηθεί και διαμορφωθεί από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και όπως είχε εφαρμοστεί στις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Αμερική, ήταν κατ’ αρχήν πλήρως ασύμβατη και αντίθετη με τον κοινοτικό, τοπικό, κατακερματισμένο και αποκεντρωτικό τρόπο πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης στον οποίο είχαν εθιστεί για αιώνες οι Έλληνες χωρίς μάλιστα καμία απολύτως διακοπή. Στη θέση αυτού του διαιρετικού αλλά ευέλικτου τρόπου ζωής ήρθε να επιβληθεί η συγκεντρωτική οργάνωση ενός κράτους το οποίο εν μια νυκτί δεν αναγνώριζε πλέον τις τοπικές δικαιοδοσίες, το τοπικό εθιμικό δίκαιο και το κληρονομικό ή αριστοκρατικό παρελθόν μιας περιοχής, αλλά στο όνομα των αφηρημένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέτασσε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του κράτους, μιας πολύ μεγάλης δηλαδή περιοχής, σε έναν ανώτατο νόμο, στο Σύνταγμα. Η ειρωνεία φυσικά είναι ότι ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες οι τοπικές ιεραρχίες και φεουδαρχίες είχαν καθαιρεθεί προτού εφαρμοστεί αυτό το καθολικό σχέδιο, στην Ελλάδα αυτό δεν είχε γίνει ποτέ και έτσι χτίστηκε η πολιτική οργάνωση του νεοελληνικού κράτους από την αρχή πάνω σε μια βαθιά αντίφαση.
Ένα ακόμα πραγματικό ιστορικό δεδομένο που είχε αγνοηθεί πλήρως στο τέλος της Επανάστασης ήταν φυσικά ο αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Το ευρωπαϊκό πρότυπο του έθνους-κράτους που υιοθετήθηκε και επιβλήθηκε ήταν προγραμματικά πλήρως αντίθετο με μια τέτοια οργάνωση, καθώς βασιζόταν εξαρχής σε μια αυστηρή ταξική και κοινωνική οργάνωση στην οποία είχε δεσπόζοντα ρόλο η αστική τάξη, η τάξη δηλαδή των εμπόρων και των βιομηχάνων και γενικά των πλουσίων σε χρήμα, των κεφαλαιοκρατών, η οποία με τη σειρά της είχε δημιουργηθεί από τις βιομηχανικές εξελίξεις. Με δύναμη πυρός ακριβώς αυτή την οικονομική και παραγωγική ισχύ το έθνος-κράτος μπορούσε να είναι ανεξάρτητο και αυτόνομο. Παρότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και σε άλλες ευρωπαϊκές περιοχές πολλοί Έλληνες είχαν γίνει μέλη αυτής της νέας, ανερχόμενης και δυναμικής τάξης, στα όρια του αγροτικού και μεσαιωνικού (από οικονομική άποψη) νεοελληνικού κράτους δεν υπήρχαν ούτε καν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αυτής της τάξης, καθώς η βιομηχανία ήταν εντελώς άγνωστη. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν το νεοπαγές έθνος-κράτος να μην μπορεί εξαρχής να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις και να αναγκάζεται να δανείζεται ή να εισάγει τα προϊόντα τα οποία χρειαζόταν ώστε να συνεχίζει να υπάρχει ως δήθεν ευρωπαϊκό έθνος-κράτος.
Το τρίτο και ίσως πιο βαρύ ιστορικό σφάλμα που πραγματοποιήθηκε με την ίδρυση του νεοελληνικού έθνους-κράτους είχε να κάνει με την πολιτιστική ιστορία των Ελλήνων. Αυτό που αγνόησαν πλήρως τόσο οι επαναστάτες όσο και οι Διαφωτιστές ήταν ότι το ευρωπαϊκό έθνος-κράτος πέρα από μια αυστηρή πολιτική, πολιτειακή και οικονομικοκοινωνική δομή είχε και ένα εξισου αυστηρό πολιτιστικό και ιδεολογικό στίγμα, το οποίο βασιζόταν στην έννοια της ταυτότητας του έθνους. Όλα τα έθνη-κράτη έπρεπε να διαχωριστούν από όλες τις υπόλοιπες εθνότητες μέσα από την κατασκευή και την οργάνωση μιας συγκεκριμένης σειράς από εθνικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα διέκριναν οριστικά και απόλυτα τη μια εθνότητα από την άλλη. Σε αυτό, βέβαια, βοηθήθηκαν πολύ οι ευρωπαϊκοί λαοί από τη μεσαιωνική τους ιστορία και από την πρώιμη οργάνωσή τους σε φυλετικές ομάδες (π.χ. Φράγκοι, Γερμανοί κ.ά.) Οι Έλληνες λόγω της υπερβολικά κατακερματισμένης πολιτικής οργάνωσής τους ποτέ στην πολιτιστική τους ιστορία δεν διαμόρφωσαν ούτε παγίωσαν μια δέσμη ή ταυτότητα γνωρισμάτων ελληνικότητας, όπως ακριβώς την είχαν συλλάβει και διαμορφώσει οι ευρωπαϊκοί λαοί και κυρίως οι Γερμανοί. Η ελληνικότητα ήταν πάντοτε περισσότερο ένας τρόπος ζωής, μια ανοικτή και ελεύθερη φόρμα, μέσα στην οποία μπορούσαν να χωρέσουν όλοι, ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας ή γλώσσας. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι Έλληνες που ξαφνικά βρέθηκαν μέσα σε ένα έθνος-κράτος το 1830 είχαν την εθνική συνείδηση τόσο συγκεκριμένη και αυστηρή όσο την είχαν την ίδια περίοδο οι Γάλλοι ή οι Άγγλοι ή οι Ισπανοί. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, ήταν και σε αυτή την περίπτωση να επιβληθεί ένα πρωτοφανές πρωθύστερον: πρώτα δηλαδή να δημιουργηθεί το κράτος και μετά να δημιουργηθούν και τα σταθερά χαρακτηριστικά του έθνους που αποτελεί αυτό το κράτος. Το ελληνικό έθνος, βέβαια, υπήρχε, μόνο που δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει την αυτή ακριβώς τη στενή καταγωγική έννοια.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση αναίρεση ή ακύρωση της προσφοράς και του έργου της Επανάστασης του 1821. Τα ιστορικά υποκείμενα, οι άνθρωποι, έχουν πάντα ένα πεπερασμένο ορίζοντα γνώσης και εμπειρίας, ως εκ τούτου εξηγείται πλήρως από τις τρέχουσες ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες του 19ου αιώνα η επιλογή των Ελλήνων να ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή οδό. Πέραν τούτου, αυτή η προσαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν επιλογή αλλά μάλλον ένας αδήριτος ιστορικός εξαναγκασμός. Τούτα, όμως, δεν σημαίνουν ότι δεν έχουμε το ιστορικό δικαίωμα να κρίνουμε αυτή την ιστορική εξέλιξη. Όχι μόνο για να προαγάγουμε την ιστορική μας γνώση, αλλά κυρίως για να κατανοήσουμε και τη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα. Τα καθημερινά και συχνά παράπονα όλων των Νεοελλήνων ότι καταδυναστεύονται από τα συμφέροντα βουλευτών, τοπικών πολιτευτών, κάποιων λίγων συντεχνιών ή μεμονωμένων ατόμων παρότι το Σύνταγμα προβλέπει ισονομία, η διαχρονική αδυναμία του ελληνικού κράτους να οργανωθεί και να λειτουργήσει όπως όλα τα άλλα ή να παραγάγει έργο παρότι έχει θεωρητικά αυτές τις δυνατότητες, καθώς και το αντιφατικό φαινόμενο να γιορτάζουμε εθνικές επετείους και την ίδια στιγμή ελάχιστοι Έλληνες να γνωρίζουν τι ακριβώς γιορτάζουμε ή να μην έχουν ούτε μια σημαία στο σπίτι τους – όλα αυτά δεν είναι παρά ελάχιστα καθημερινά παραδείγματα της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής αντίστοιχα σχιζοφρένειας και του διχασμού τον οποίο βιώνουμε ακόμα και σήμερα, 189 χρόνια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, λόγω του ιστορικού συμβιβασμού μας να μιμηθούμε με καθαρά μεταπρατικούς όρους ένα πρότυπο ζωής, το οποίο είναι εντελώς αντίθετο και ασύμβατο με τους εθισμούς και τις παραδόσεις των Ελλήνων για αιώνες. Ήταν, λοιπόν, επόμενο μέσα σε ένα εντελώς ανοίκειο και ακατάλληλο περιβάλλον αυτές οι συνήθειες να κακοφορμίσουν και να αλλοιωθούν. Και έτσι η παλιά εμπιστοσύνη στον τοπικό άρχοντα αντικαταστάθηκε από την καχυποψία στον απομακρυσμένο και άγνωστο κρατικό λειτουργό, η τίμια και ειλικρινής συναλλαγή μέσα στα πλαίσια της παλιάς κλειστής οικονομίας μετατράπηκε σε επιδίωξη εύκολου και αθέμιτου κέρδους μέσα στο απρόσωπο πλαίσιο της ευρύτερης εθνικής οικονομίας κ.ο.κ. Αλλά εδώ αγγίζουμε τα όρια μιας ρομαντικής αναπόλησης μάλλον αστείας για τα σημερινά δεδομένα. Δυστυχώς….