Friday, June 12, 2009

Αχρείοι πολίτες ή αχρείοι πολιτικοί;

Όλοι γνωρίζουμε από προσωπική πείρα ότι στο δημόσιο βίο της χώρας μας η προώθηση των μικροπολιτικών συμφερόντων είναι ένας υπέρτατος σκοπός που αγιάζει κάθε είδους μέσο. Τα πολιτικά κόμματα δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν οτιδήποτε νομίζουν ότι υπηρετεί τους στόχους τους ή οδηγεί ασφαλέστερα στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης, αδιαφορώντας όχι μόνο για την τυχόν παραποίηση ή την κατάχρηση του πειστηρίου που επιστρατεύουν, αλλά και για κάτι πιο πρωταρχικό: για το τι τελικά επιτρέπεται ή όχι να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Εκ των πραγμάτων θύμα αυτής της καπηλείας και της εξ αυτής αλλοτρίωσης είναι οτιδήποτε κουβαλά ένα βαθμό αυθεντίας άρα και την απαιτούμενη πειστική δύναμη. Γι’ αυτό και πολύ συχνά στον πολιτικό λόγο επιστρατεύονται ρήσεις, φράσεις ή γνωμικά μεγάλων ανδρών τα οποία με τη νοηματική βαρύτητα και πυκνότητά τους μπορούν εύκολα και γρήγορα να καταπείσουν ή και να εντυπωσιάσουν τον ακροατή, ασχέτως εάν στην πρώτη τους μορφή έχουν λεχθεί και χρησιμοποιηθεί σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από αυτές στις οποίες καλούνται να επαναλειτουργήσουν .

Αφορμή γι’ αυτές τις γενικές σκέψεις ήταν η πρόσφατη χρήση από δύο πολιτικούς διαφορετικών κομμάτων μιας φράσης από τον λεγόμενο «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη με τρόπο που πρόδιδε όχι μόνο τον πανικό τους να βρουν ένα δήθεν εντυπωσιακό επιχείρημα, αλλά – ακόμα χειρότερα – την πλήρη άγνοιά τους γύρω από τον «Επιτάφιο» και κατά συνέπεια την αδιαφορία τους για το μέτρο και τη σύνεση με τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούμε τέτοια μνημειώδη κείμενα. Οι δύο πολιτικοί άνδρες, λοιπόν, προσπαθώντας να στιγματίσουν ηθικά το φαινόμενο της μαζικής αποχής από τις πρόσφατες εκλογές και έτσι να προκαλέσουν τα ανάλογα ενοχικά σύνδρομα σε όσους δεν άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα, είχαν την φαεινή ιδέα να επικαλεστούν την πασίγνωστη άποψη που εκφράζει ο Θουκυδίδης μέσω του Περικλή στον «Επιτάφιο» (Β΄ 40) ότι όσοι δεν μετέχουν στα κοινά της πόλης δεν θεωρούνται απλώς φιλήσυχοι αλλά άχρηστοι (τον μηδέν τωνδε [ενν. των πολιτικών] μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν).

Κατ’ αρχήν η άμεση καταφυγή στον Θουκυδίδη, άρα σε μια βαριά αυθεντία, ώστε να λυθεί και να εξηγηθεί το πρόβλημα της πρόσφατης εκλογικής αποχής, λογικά θα πρέπει να εντυπωσίασε μόνο τους αφελείς και τους εύπιστους ή τους άπειρους περί τα σοφίσματα των πολιτικών. Κι αυτό γιατί η επίκληση ενός ομιλητή στην αυθεντία έρχεται κατά κανόνα είτε όταν τα υπόλοιπα μέσα πειθούς έχουν εξαντληθεί, άρα ως ένα επιστέγασμα, είτε όταν απλούστατα δεν υπάρχουν άλλα μέσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον το δεύτερο ίσχυε, καθώς όλη η υπόλοιπη επιχειρηματολογία των δύο εν λόγω πολιτικών σχετικά με το φαινόμενο της αποχής δεν ήταν παρά μια κακή αναμόχλευση της φράσης του Θουκυδίδη και τίποτα περισσότερο. Ενώ πίστεψαν, λοιπόν, ότι με το κύρος του Θουκυδίδη θα ενισχύσουν και το δικό τους, μάλλον πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο, να εκθέσουν δηλαδή την έλλειψη προσωπικής θέσης.

Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα δεν ήταν αυτό. Ήταν η τραγική αφέλεια και επιπολαιότητά τους (αν όχι το θράσος τους) να παρουσιάσουν τη φράση του Θουκυδίδη σαν ένα ερμηνευτικό εργαλείο απόλυτα έγκυρο και απόλυτα δόκιμο για το πρόσφατο φαινόμενο της αποχής. Οι δύο πολιτικοί φάνηκαν πραγματικά να πιστεύουν ότι οι ειδικές συνθήκες για τις οποίες γράφτηκε αυτή η φράση από τον Θουκυδίδη είναι απόλυτα αντίστοιχες με τις σημερινές και ότι υπάρχει μια ευθεία αναλογία του αχρείου πολίτη των Αθηνών με αυτούς οι οποίοι την περασμένη Κυριακή απείχαν από τις ευρωεκλογές. Όσοι βέβαια γνωρίζουν λίγα έστω πράγματα γύρω από τον «Επιτάφιο» και την πολιτική ιστορία της κλασικής Αθήνας, λογικά πρέπει να έμειναν εμβρόντητοι από την έκταση και την τόλμη της αυθαιρεσίας που διακρίνει τον παραπάνω παραλληλισμό. Οι πολίτες της κλασικής Αθήνας, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Θουκυδίδης πάλι στον «Επιτάφιο» (Β΄ 37), είχαν το ιστορικά σπάνιο προνόμιο να μετέχουν ενεργά και απόλυτα ισότιμα στην διακυβέρνηση της πόλης τους, με τρόπο απόλυτα άμεσο. Όλοι μπορούσαν ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, την οικονομική τους κατάσταση και την καταγωγή τους να συμμετάσχουν στις διοικητικές ή νομοθετικές διαδικασίες της πόλης και να εκφέρουν ελεύθερα την προσωπική τους γνώμη πάνω σε καίρια ζητήματα. Ήταν απόλυτα εύλογο, λοιπόν, να θεωρούνται από τον Θουκυδίδη ως άχρηστοι, ως παράσιτα, εκείνοι που, ενώ είχαν τέτοιου είδους δικαιώματα, ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την ιδιωτική τους ζωή και ευτυχία. Κι αυτό γιατί μέσω της αποχής τους από τη δημόσια ζωή στερούσαν στην πραγματικότητα την πόλη από ένα μικρό αλλά σημαντικό κύτταρό της και τελικά δεν χρησίμευαν στην διατήρησή της.

Αλήθεια, πόσο δίκαιος, εύστοχος και κυρίως πόσο κυριολεκτικός μπορεί να είναι αυτός ο θουκυδίδειος χαρακτηρισμός «αχρείος» για τον πολίτη που δεν ψήφισε την προηγούμενη Κυριακή, όταν είναι γνωστό τοις πάσι ότι ζει σε μια παρωχημένη και προβληματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία του δίνει ουσιαστικά το λόγο μόνο κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, στην οποία τα κέντρα αποφάσεων που καθορίζουν την καθημερινότητά του είναι απόλυτα απομακρυσμένα και ανεξέλεγκτα, και στην οποία η χρησιμότητά του ως πολίτη έγκειται ουσιαστικά στο ότι αποτελεί μια ακόμα «κεφαλή» προς φορολόγηση για το κράτος; Οι ερωτήσεις είναι προφανώς ρητορικές και δεν αντέχουν σε ιδιαίτερη συζήτηση. Οι σημερινοί απολιτίκ πολίτες όχι μόνο δεν είναι αχρείοι, όπως οι ιδιώτες της κλασικής Αθήνας, αλλά δεν μπορούν καν να είναι αχρείοι από τη στιγμή που το ίδιο το πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο ζουν τους έχει αφαιρέσει κάθε ουσιαστική χρησιμότητα λόγω της εκ των πραγμάτων ολιγαρχικής τροπής που έχει πάρει.

Οι δύο πολιτικοί που χρησιμοποίησαν τόσο αυθαίρετα και τόσο ανεύθυνα το διάσημο «τσιτάτο» του Θουκυδίδη προφανώς ενδιαφέρονται μόνο για τον εκφοβισμό και την ενοχοποίηση των πολιτών, ώστε να τους αποτρέψουν και από μελλοντικές αποχές και έτσι να μην υπάρχουν και μελλοντικά «διαφυγόντα κέρδη». Αδιαφορούν, όμως, πλήρως όχι μόνο για το μέγεθος του δεοντολογικού τους ατοπήματος να καπηλεύονται και να εκχυδαΐζουν μνημειακές φράσεις του ελληνικού λόγου για ψευδεπίγραφα μαθήματα δημοκρατικής συνείδησης, αλλά και για το γεγονός ότι κάποιοι από τους «αχρείους», όπως πιστεύουν, πολίτες έχουν αρχίσει να λειτουργούν κριτικά και αποστασιοποιημένα. Το πολιτικό σύστημα σίγουρα δεν μπορεί να αλλάξει ως δια μαγείας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μένουμε εγκλωβισμένοι σε αυτό που ήδη γνωρίζουμε ή σε αυτό που μέχρι τώρα συμβαίνει, χωρίς να το κρίνουμε ή να το αμφισβητούμε. Οι πολίτες νιώθουν αλλά και γνωρίζουν ότι πρέπει να αναζητήσουμε το καινούριο και το διαφορετικό και έχουν πλέον τον διανοητικό και μορφωτικό οπλισμό ώστε να μην χειραγωγούνται στο εξής από εκβιασμούς ή από διλήμματα που εμποδίζουν αυτή την προοδευτική πορεία, πολύ περισσότερο από ηθικολογικές κρίσεις που τελικά τους προσβάλουν και τους παρουσιάζουν ως ανόητους ή άχρηστους.

Η αποχή από τις εκλογές, συνεπώς, μπορεί κάλλιστα να ήταν όχι μια άχρηστη αλλά μια απόλυτα χρήσιμη πράξη, ώστε να ταρακουνηθεί επιτέλους το λιμνάζον και συντηρητικό πολιτικό σύστημα, μιας και δεν έχει ούτε τις δυνάμεις ούτε και τις προθέσεις να αποτελματωθεί εκ των έσω. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κάποια αμφιβολία για το ποιοι ακριβώς είναι οι πραγματικά αχρείοι της σημερινής εποχής: είναι αυτοί που συντηρούν την υπάρχουσα κατάσταση. Και την προηγούμενη Κυριακή είναι βέβαιο ότι το ένιωσαν πιο έντονα από ποτέ.