Saturday, April 12, 2008

«ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»: ΑΠΛΑ ΕΝΑ ΟΝΟΜΑ Ή ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ;

Ο Ευριπίδης στην τραγωδία Ελένη, μέσα από μια παραλλαγή του τρωικού μύθου, προβάλλει τον πόλεμο των Ελλήνων και των Τρώων σαν μια τραγική ματαιοπονία και σαν μια τελείως ανούσια δαπάνη ανθρώπινης ζωής. Για δέκα χρόνια οι δύο εχθροί αλληλοεξοντώνονταν για χάρη μιας γυναίκας, της βασίλισσας της Σπάρτης Ελένης, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα δε βρέθηκε ούτε για μια στιγμή στην Τροία: οι θεοί, μας λέει ο Ευριπίδης, έδωσαν τελικά στον Πάρη ένα είδωλο και την πραγματική Ελένη την μετέφεραν στο βασίλειο του Πρωτέα στην Αίγυπτο. Στην Τροία, συνεπώς, βρισκόταν ουσιαστικά μόνο το όνομα «Ελένη». Οι περισσότεροι, άλλωστε, από τους Τρώες και σχεδόν όλοι οι Έλληνες που είχαν πάει στην Τροία να πολεμήσουν, δεν είχαν δει ποτέ την Ελένη, παρά μόνο άκουγαν το όνομά της. Παρ’ όλα αυτά, γι’ αυτό το όνομα, γι’ αυτή τη λέξη, για κάτι δηλαδή τόσο επιφανειακό και μάταιο, μας λέει ο Ευριπίδης, χάθηκαν δεκάδες χιλιάδες ζωές και ρήμαξαν ολόκληροι τόποι.

Αυτή τη σκιαμαχία των Ελλήνων και των Τρώων γύρω από ένα όνομα δεν την επινόησε ο Ευριπίδης μόνο για να δημιουργήσει την (απαραίτητη για κάθε τραγωδία) τραγικότητα. Ούτε και τα όντως αντιπολεμικά του φρονήματα ήταν το μοναδικό του κίνητρο προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό που τον ώθησε περισσότερο σε αυτό το δραματικό παιχνίδι με το όνομα και το πράγμα και τη σχέση που υπάρχει ανάμεσά τους, ήταν στην πραγματικότητα οι καινοφανείς και πρωτοποριακές ιδέες των Σοφιστών του 5ου π.Χ. αιώνα. Ο Ευριπίδης, γνωστός άλλωστε και ως «από σκηνής φιλόσοφος», ήθελε να δείξει, όπως έκαναν και οι Σοφιστές, ότι οι συμβάσεις και οι θεσμοί της ανθρώπινης κοινωνίας, ανάμεσα στα οποία είναι και η γλώσσα, δημιουργούν ένα φάσμα, ένα φαίνεσθαι, το οποίο μας παραπλανά και τελικά μας αποκρύπτει την αλήθεια και την ουσία των πραγμάτων, το είναι τους.

Ιδέες σαν αυτές του Ευριπίδη ποτέ δεν έπαψαν να διατυπώνονται. Κατά καιρούς η γλώσσα απαξιώθηκε ως γνωσιολογικό εργαλείο για τον κόσμο καθώς θεωρήθηκε μια απλή σύμβαση και τίποτα περισσότερο. Τα πράγματα τα κατονομάζουμε όπως τα κατονομάζουμε, έχουν υποστηρίξει διάφοροι φιλόσοφοι της γλώσσας, όχι επειδή έχουν κάποια εγγενή και φυσική σχέση με τους ήχους με τους οποίους τα κατονομάζουμε, αλλά απλά επειδή οι διάφορες γλωσσικές ομάδες συμφωνούν να τα ονομάζουν με κάποια λέξη, με μια σειρά δηλαδή από ήχους. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αξιώνουμε από τις λέξεις την παροχή ασφαλών πληροφοριών για την πραγματικότητα. Άρα, για να γυρίσουμε προσωρινά στον τρωικό μύθο, για το όνομα «Ελένη» δεν έπρεπε τελικά να γίνει ένας ολόκληρος πόλεμος.

Στον ίδιο ακριβώς συλλογισμό βασίζονται πολλοί από τότε που ανέκυψε το πρόβλημα του ονόματος της γειτονικής χώρας των Σκοπίων, και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τελικά δεν έχει σημασία αν θα λέγεται «Μακεδονία» ή «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και ως εκ τούτου αν θα λέγονται «Μακεδόνες» οι πολίτες της. Η Μακεδονία και όλα τα παράγωγά της είναι από αυτή την οπτική γωνία απλές λέξεις και τίποτε άλλο, απλές δηλαδή ηχητικές συμβάσεις που κατά συνέπεια δεν πρέπει να μας απασχολούν σοβαρά, αφού είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν, τα πράγματα παραμένουν ίδια.

Όλα αυτά που φαίνονται πολύ σωστά και λογικά, θα ήταν όντως σωστά αν έδειχναν λίγο μεγαλύτερη κατανόηση για τη βαθύτερη ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να αντιμετωπίζει τη γλώσσα του και τις λέξεις της όχι σαν ένα απρόσωπο και απόκοσμο σύστημα ήχων (παρότι γνωρίζει ότι όντως τέτοιο είναι), αλλά σαν κάτι πολύ δεμένο με την καθημερινή του εμπειρία, σαν ένα καθρέπτη της πραγματικότητας. Οι λέξεις είναι όντως ηχητικές συμβάσεις, αλλά η καθημερινή και διαχρονική χρήση τους αναγκαστικά τις «φυσικοποιεί», τις συνάπτει άρρηκτα με συγκεκριμένες πλευρές της πραγματικότητας, τόσο που να πιστεύουμε π.χ. ότι η λέξη δέντρο, παρότι υπάρχει μόνο στα ελληνικά, είναι απόλυτα φυσικό να δηλώνει το πράγμα «δέντρο». Το ίδιο πιστεύει και ο Άγγλος για τη λέξη tree ή ο Γάλλος για τη λέξη arbre.

Συνεπώς και η λέξη Μακεδονία και τα παράγωγά της δεν είναι για μας τους Έλληνες απλές ηχητικές συμβάσεις που κάποτε έτυχε να δημιουργηθούν, αλλά λέξεις που λόγω της μακραίωνης χρήσης τους έχουν δεθεί με απόλυτα φυσικό και αιτιακό τρόπο με συγκεκριμένους χώρους, πρόσωπα και πράγματα. Είναι απόλυτα λογικό, ως εκ τούτου, να διεκδικούμε αυτά τα ονόματα λόγω του ειδικού ελληνικού πολιτιστικού φορτίου που κουβαλούν και να απαγορεύουμε στους γείτονες των Σκοπίων να τα χρησιμοποιούν ως δηλωτικά της χώρας και της εθνότητάς τους, εφόσον δεν έχουν γι’ αυτούς μια εξίσου σημαντική σχέση με πραγματικά ιστορικά δεδομένα. Παρόμοια, άλλωστε, διακρατικά προβλήματα για ένα όνομα μπορούμε να συναντήσουμε και στο ιστορικό παρελθόν και έτσι να επιβεβαιώσουμε τη διαχρονικότητα αυτής της τάσης των ανθρώπων να δένονται με τα ονόματα και να τους δίνουν πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις από αυτές που πραγματικά έχουν ως ηχητικές συμβάσεις. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι φυσικά αυτό το ονόματος «Ρώμη» και των παραγώγων του. Οι κάτοικοι της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γνωστής σε μας και ως Βυζάντιο, θεωρούσαν απόλυτα φυσικό να λέγονται αυτοί Ρωμαίοι και κανείς άλλος. Είχαν άλλωστε και τους λόγους τους: η αυτοκρατορία τους ήταν η πραγματική απόγονος της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της αρχαιότητας και ήταν μια περιοχή που για αιώνες, ειδικά από το 212 μ.Χ. και έπειτα οπότε και δόθηκε σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας ο τίτλος του Ρωμαίου πολίτη (cives romanus), είχε δεθεί με τα ονόματα «Ρωμαίος», «Ρωμαϊκός» κ.τ.ό. Ήταν απόλυτα αναμενόμενο, λοιπόν, όταν το 800 μ.Χ. ο Φράγκος Βασιλιάς Κάρολος ο Μέγας (γνωστός και ως Καρλομάγνος) ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού κράτους, καθώς και όταν το 962 μ.Χ. ο βασιλιάς της Γερμανίας Όθων Α΄ στέφθηκε στη Ρώμη από τον Πάπα αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους – μετά από αυτά ήταν αναμενόμενο να αντιδράσουν έντονα οι Βυζαντινοί γι’ αυτή την αυθαίρετη καπήλευση των βαρυσήμαντων ονομάτων της Ρώμης και να οδηγηθούν σε διπλωματική ρήξη με τη Δύση.

Όλα τούτα δε σημαίνουν, βέβαια, ότι για ένα και μόνο όνομα πρέπει να γίνονται πάντα «Τρωικοί πόλεμοι». Δεν είναι ανάγκη να ξαναδούμε έναν «Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια….για ένα πουκάμισο αδειανό», όπως λέει ο Σέφερης στο ποίημά του «Ελένη», που το εμπνεύστηκε από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη από την οποία ξεκίνησε αυτό το σημείωμα. Δεν πρέπει, όμως, και να απογυμνώνουμε τελείως τα ονόματα από τις ειδικές συνυποδηλώσεις που έχουν για τον καθένα. Αυτή είναι μια υπεργλωσσική λειτουργία, καθαρά ανθρώπινη, που δεν εξηγείται με συστήματα και εξισώσεις, και η οποία φανερώνει την ένταση, το πάθος και τη δημιουργικότητα με τα οποία βιώνει ο άνθρωπος τη ζωή. Εδώ και καιρό, δυστυχώς, όλες αυτές οι κατασκευές με τις οποίες πάντα και διαχρονικά πορεύεται ο άνθρωπος, θεωρούνται εκ των προτέρων επικίνδυνες και ανορθολογικές. Διόλου παράλογο, μιας και ο άνθρωπος θεωρείται και αυτός ένα απρόσωπο γρανάζι σε ένα τεράστιο σύστημα και τίποτα παραπάνω. Ακριβώς όπως και οι λέξεις στο γλωσσικό σύστημα θεωρούνται απλές ηχητικές συμβάσεις…..