Wednesday, December 2, 2009

Η άβολη αλήθεια για τα αρχαία ελληνικά

Έπειτα από μια περιέργως μακρά περίοδο σιωπής ήρθαν τις προηγούμενες ημέρες ξανά στην επιφάνεια οι αντιρρήσεις σχετικά με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Η αλλαγή της ηγεσίας στο Υπουργείο Παιδείας και οι μεταρρυθμιστικές προθέσεις της νέας Υπουργού ίσως θεωρήθηκαν μια αρκετά καλή ευκαιρία ώστε να τεθεί υπό συζήτηση και αυτό το θέμα και πιθανώς να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα ξεκίνησαν αυτή τη φορά με τη δημοσιοποίηση της πρότασης του σεβαστού καθηγητή Εμμ. Κριαρά προς τον κ. Γ. Παπανδρέου (σε μια κατ΄ιδίαν συνάντησή τους) να καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο και να υπάρχει μόνο στις τάξεις του Λυκείου. Το σκεπτικό είναι ότι η ταυτόχρονη διδασκαλία της Νέας και της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας οδηγεί τα παιδιά σε σύγχυση και τελικά τα δυσκολεύει στη χρήση ακόμα και της μητρικής τους γλώσσας.

Νομίζω ότι για ένα ζήτημα τόσο σημαντικό και συνάμα τόσο τετριμμένο και πολυσυζητημένο, για το οποίο έχουν ακουστεί δεκάδες ή και εκατοντάδες απόψεις ειδικών και μη, θα πρέπει επιτέλους να ακουστεί όλη η αλήθεια και να παραμεριστούν οι όποιες ιδεολογικές ή πολιτικές σκοπιμότητες και προκαταλήψεις. Στα αυτιά κάποιων αυτή η φράση μπορεί να ηχεί παραπλανητική ή παραπειστική. Κι αυτό γιατί η έννοια αλήθεια, όπως και πολλές άλλες αφηρημένες έννοιες στο νεοελληνικό λεξιλόγιο (βλ. δημοκρατία, ελευθερία κλπ.), έχουν απογυμνωθεί από κάθε ίχνος καθολικής αξίας και δεν αντιστοιχούν πλέον σε κανένα κοινό σημείο αναφοράς, αφού ο καθένας τις ερμηνεύει και τις εννοεί κατά το δοκούν. Κι όμως, ορισμένα πράγματα είναι και παραμένουν αντικειμενικά. Για ορισμένα πράγματα δεν χωρούν διαφωνίες, όσο κι αν επιμένουμε να μην συναινούμε. Έτσι και για το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσουμε ορισμένα αδιαμφισβήτητα δεδομένα, που όσο κι αν μας ενοχλούν, όσο κι αν αναιρούν πιθανώς την προσωπική θεωρία μας, υπάρχουν και δεν αλλοιώνονται. Θα προσπαθήσω να τα απαριθμήσω.

1. Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο ελληνικό σχολείο είναι αποδεδειγμένα αποτυχημένη. Τις αποδείξεις τις έχουμε πρόχειρες. Οι μαθητές δηλώνουν ότι υποφέρουν στη διάρκεια του συγκεκριμένου μαθήματος και ότι δυσκολεύονται να το κατανοήσουν. Όταν βγουν από το Γυμνάσιο ή και από το Λύκειο και αφού έχουν δημιουργήσει έναν απίστευτο κυκεώνα γραμματικών και συντακτικών φαινομένων στο μυαλό τους, δεν μπορούν να κατανοήσουν ούτε καν μια απλή φράση σε αττική διάλεκτο. Όσοι, λοιπόν, επιμένουν στη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης είτε δεν έχουν επαφή με την σχολική πραγματικότητα, είτε δεν μπορούν να την αξιολογήσουν σωστά είτε (απλούστατα) δεν ενδιαφέρονται για τη βελτίωσή της.

2. Η αιτία αυτής της αποτυχίας δεν είναι τα ίδια τα αρχαία ελληνικά αλλά η μέθοδος και ο τρόπος της διδασκαλίας τους. Αυτό αποδεικνύεται αυτονόητα από το γεγονός ότι τα παιδιά της ηλικίας των 12 ετών που καλούνται να μάθουν να διαβάζουν αρχαία ελληνικά, μια γλώσσα που είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι, πρόγονος της μητρικής τους γλώσσας – αυτά τα παιδιά έχουν ήδη μάθει να μιλούν άλλες γλώσσες που λεξιλογικά, γραμματικά, συντακτικά ακόμα και οπτικά είναι εντελώς ξένες με τη μητρική τους γλώσσα. Τούτο, λοιπόν, δείχνει ότι προφανώς αν τα παιδιά διδαχτούν τα αρχαία ελληνικά με τον ίδιο τρόπο που διδάσκονται τις ξένες γλώσσες δεν θα έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα. Πρακτικά τούτο σημαίνει δύο πράγματα. Κατ΄ αρχήν πρέπει να αντικατασταθούν τα αποσπάσματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με απλά, τεχνητά κείμενα αρχαίας ελληνικής, επικοινωνιακού κυρίως χαρακτήρα, που θα εξοικειώνουν τα παιδιά με τις βασικές (γραμματικές και συντακτικές) δομές και λέξεις της αρχαίας ελληνικής. Ο αρχικός στόχος αυτού του μαθήματος άλλωστε δεν είναι η γνωριμία με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά η κατανόηση αρχαίων ελληνικών κειμένων. Ο αρχαιογνωστικός σκοπός θα υπηρετηθεί στην ώρα του, όταν τα παιδιά θα έχουν κατακτήσει την αρχαία ελληνική γλώσσα και θα μπορούν να προσπελάσουν και πρωτότυπα αρχαία κείμενα. Το δεύτερο απαραίτητο βήμα είναι η κατάργηση όχι της γραμματικής και του συντακτικού αλλά του στείρου γραμματικού και συντακτικού σχολαστικισμού. Όποια γραμματική ή συντακτική γνώση της αρχαίας ελληνικής παίρνουν τα παιδιά, θα πρέπει να δίνεται πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του αρχαίου λόγου, έστω του τεχνητού και του απλοϊκού, ώστε να γίνεται αντιληπτή η λειτουργικότητά της. Η απομνημόνευση τύπων και όρων, αν δεν συνοδεύεται από μια λεκτική επαλήθευσή τους μέσα σε λόγο κατανοητό, είναι γνώση τελείως άχρηστη που παρεμποδίζει την κατάκτηση κάθε γλώσσας.

3. Η παράλληλη διδασκαλία αρχαίας και νεοελληνικής γλώσσας δεν επιφέρει καμία απολύτως σύγχυση στα παιδιά. Υπάρχει και εδώ μια αυτονόητη εξήγηση. Τα παιδιά στην ηλικία των 12 ετών (όταν ξεκινούν δηλαδή το Γυμνάσιο και τα αρχαία ελληνικά) όχι μόνο έχουν κατακτήσει τη μητρική τους γλώσσα αλλά είναι προ πολλού άριστοι ομιλητές της (ήδη από τα 5 χρόνια τους). Η διδασκαλία της αρχαίας λοιπόν δεν ταυτίζεται με κάποιο διαμορφωτικό στάδιο της μητρικής ώστε να προκαλείται σύγχυση, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ταυτίζεται με ένα στάδιο στη διάρκεια του οποίου το παιδί έχει πλήρη συνείδηση της γλωσσικής του αυτονομίας και της ικανότητάς του να μιλά παράλληλα και άλλες γλώσσες χωρίς να επηρεάζεται στο παραμικρό η μητρική του. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ένας από τους βασικούς στόχους του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο, όπως περιγράφεται και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, δεν είναι φυσικά η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, αλλά η συνειδητοποίηση των κανόνων της ήδη κατακτημένης από τους μαθητές μητρικής γλώσσας. Στην πρώτη Γυμνασίου, λοιπόν, το παιδί γνωρίζει ήδη ότι ο «ναύτης» έχει γενική «του ναύτη» και η νέα γενική «του ναύτου» (που μαθαίνει στα αρχαία ελληνικά) δεν έρχεται να την αμφισβητήσει, γιατί απλούστατα προέρχεται από παλιότερη μορφή της γλώσσας και δεν χρησιμοποιείται στον σύγχρονο λόγο.

4. Η χρησιμότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για τα παιδιά δεν μετριέται απλά και μόνο με τους υλιστικούς και ανταλλακτικούς (ουσιαστικά οικονομικούς) όρους της σύγχρονης πραγματικότητας. Το ότι «δεν θα την μιλήσουν ποτέ όταν θα τελειώσουν το σχολείο», όπως λένε οι περισσότεροι μαθητές αλλά και πολλοί «μεγάλοι», δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για την αξία της. Η προσφορά του μαθήματος αυτού είναι κατά κύριο λόγο διανοητική και πνευματική, βαθύτερη και δομική. Η αρχαία ελληνική γλώσσα, είτε μας αρέσει είτε όχι, χρησιμοποιήθηκε επί αιώνες από κάθε τομέα του επιστητού και της ανθρώπινης δημιουργικότητας σαν όχημα έκφρασης και σαν μέσο διατύπωσης αφηρημένων και συνθετικών όρων και εννοιών. Λόγω αυτού του αέναου σμιλέματός της όχι μόνο φέρει έναν μεγάλο λεξιλογικό θησαυρό, αλλά (το κυριότερο) έχει αποκτήσει μια εκφραστική και συντακτική πολυπλοκότητα και πυκνότητα, η μελέτη της οποίας αποτελεί από μόνη της μια πνευματική, λογική, σχεδόν μαθηματική άσκηση. Μια άσκηση η οποία ακονίζει τη σκέψη και χτίζει τελικά έναν άνθρωπο ορθολογικά και νηφάλια σκεπτόμενο, συγκροτημένο και οργανωμένο, έτοιμο να αντιμετωπίσει τις διανοητικές προκλήσεις του κόσμου. Αλλά και η ίδια η λεξιλογική και ετυμολογική αφθονία της αρχαίας ελληνικής είναι μια μοναδική ευκαιρία για το παιδί ώστε να κατανοήσει το δικό του λεξιλόγιο καλύτερα (μέσα από την ανίχνευση και το συσχετισμό των λέξεων) αλλά και να το διευρύνει, άρα μια ευκαιρία ώστε να γίνει πιο πλήρης (όχι δηλαδή απλά ικανός) ομιλητής της γλώσσας του. Δυστυχώς, βέβαια, κάποιους (ακόμα και γλωσσολόγους!) τους απασχολεί μόνο η ικανότητα της επικοινωνίας όχι και η ποιότητά της…

5. Είναι γνωστό ότι τα αρχαία ελληνικά τυγχάνουν παγκόσμιας αναγνώρισης. Δεκάδες πανεπιστήμια στο εξωτερικό έχουν έδρες γύρω από την αρχαία ελληνική φιλολογία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα αρχαία ελληνικά, παρότι δύσκολα και ανοίκεια για τους Ευρωπαίους μαθητές, αποτελούν σταθερό μάθημα του εκπαιδευτικού συστήματος. Μια τεράστια βιβλιογραφία αναπτύσσεται κάθε χρόνο γύρω από την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία και δεκάδες άνθρωποι ασχολούνται συστηματικά με αυτήν. Είναι γνωστό π.χ. σε όσους ασχολούνται με την αρχαία ελληνική γλώσσα το κολοσσιαίο πραγματικά εγχείρημα του πανεπιστημίου Irvine της California, το Thesaurus Linguae Graecae (TLG), ένα πρόγραμμα δηλαδή ψηφιοποίησης όλων των σωζόμενων αρχαίων ελληνικών κειμένων, που απαίτησε χιλιάδες ώρες δακτυλογράφησης. Πρόσφατα, εξάλλου, μάθαμε και για μια διαδικτυακή εφημερίδα (www.akwn.net), προσωπικό πόνημα ενός Ισπανού καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας, στην οποία όλα τα νέα του κόσμου γράφονται στα αρχαία ελληνικά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έχουν τόσο άμεση σχέση με την Ελλάδα και την γλώσσα της όσο εμείς, έχουν πέσει, άραγε, σε τόσο μεγάλη πλάνη ή χάνουν άσκοπα τον πολύτιμο καιρό τους ασχολούμενοι με τα αρχαία ελληνικά; Το ερώτημα δεν αντέχει καν σε απάντηση, προφανώς.

Φυσικά μπορεί ο καθένας να έχει τη δική του άποψη γύρω και από το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, όπως επίσης μπορεί ο καθένας να μην αποδέχεται ορισμένα αδιαμφισβήτητα αντικειμενικά δεδομένα. Αυτό, όμως, που δεν επιτρέπεται είναι η εγωιστική τάση αυτές οι προσωπικές (ιδεολογικά προκαθορισμένες) απόψεις να επιβάλλονται στο σύνολο της κοινωνίας και να παρουσιάζονται μέσα από λαϊκίστικες, απλοϊκές και αφοριστικές γενικεύσεις σαν να είναι αυτές η πραγματικότητα. Το κράτος και η κοινωνία που έχουν την ευθύνη της διαπαιδαγώγησης και της παίδευσης των αυριανών πολιτών πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους στην ευκολία και στην ήσσονα προσπάθεια που κάποιοι πρεσβεύουν και να δουν κατάματα την αλήθεια: πρέπει να εκτιμήσουν ποια είναι τα δύσκολα στην απόκτησή τους αλλά απαραίτητα εφόδια και ποια τα εκ πρώτης όψεως ευχάριστα αλλά αφόρητα βαρίδια για την πορεία μας προς το μέλλον. Για να γίνει, βέβαια, αυτό πρέπει να μπορούμε να κάνουμε και τη διαλογή, να έχουμε δηλαδή τα κατάλληλα κριτήρια. Όσο η πρακτική χρησιμότητα και η ανταλλακτική αξία παραμένουν τα μοναδικά μας κριτήρια για τα πάντα, θα βρισκόμαστε σε λανθασμένη πορεία. Και πάντα θα κατηγορούμε και θα στηλιτεύουμε τα «άχρηστα» αρχαία ελληνικά που δεν αποφέρουν υλικό κέρδος ή άμεσες επαγγελματικές προοπτικές.

Thursday, November 5, 2009

Η ιστορική αυτογνωσία μονόδρομος για το μέλλον

Μέσα από καθημερινές εμπειρίες διαπιστώνουμε ότι το πρότυπο της ευνο-μούμενης, συντεταγμένης και αξιοκρατικής πολιτείας των ευρωπαϊκών κρατών, στο οποίο είχε εξ αρχής βασιστεί το νεοελληνικό κράτος, παραμένει μέχρι και σήμερα μια ουτοπία. Η διαφθορά και η ασυδοσία στον χώρο της πολιτικής, η ιδιοτέλεια και η καταχρηστική νοοτροπία των συντεχνιών και των διαφόρων «κοινωνικών ομάδων», η απουσία ισχυρών αξιοκρατικών θεσμών και αντικειμενικών κριτηρίων ποιότητας, καθώς και η έμπρακτη ακύρωση της ισότητας και των δικαιωμάτων των πολιτών είναι μερικές μόνο από τις εκδηλώσεις αυτής της αποτυχίας. Πολλά ακόμη παρόμοια φαινόμενα, γνωστά εν πολλοίς, κατατρύχουν διαρκώς το ελληνικό κράτος και κρατούν δέσμιες τις παραγωγικές δυνάμεις του.
Αρκετοί φρονούν ότι η αυτή η δυσλειτουργία κράτους και κοινωνίας είναι ζή-τημα επιλογών και βούλησης. Βούλησης κυρίως πολιτικής και κυβερνητικής και δευτερευόντως ατομικής και ιδιωτικής. Κατά την άποψη αυτή, η ευθύνη βαρύνει πρώτα απ’ όλα τους εκάστοτε κατόχους της εξουσίας, οι οποίοι, παρότι έχουν την δυνατότητα, αρνούνται να διορθώσουν τις στρεβλώσεις μέσα από θεσμικές παρεμβάσεις ή και ρήξεις, επιλέγοντας έτσι την προάσπιση των ίδιων συμφερόντων τους. Σε δεύτερη συνήθως μοίρα (γιατί άραγε;) θεωρείται ότι έχουν ευθύνες και οι ίδιοι οι πολίτες, επειδή δεν συντάσσονται με τους νόμους και τους κανόνες του κράτους και αντίθετα διαλέγουν, και αυτοί από ατομικό συμφέρον ωθούμενοι, να παρακάμψουν κάθε συντεταγμένη διαδικασία και έτσι να ακυρώσουν έμπρακτα κάθε έννοια ευνομίας.
Εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Αν όλα τα προβλήματα ήταν αποκλειστικά ζήτημα επιλογών και αποφάσεων, θα ήταν πολύ πιο εύκολη και η λύση τους. Θα χρειαζόντουσαν μόνο οι κατάλληλες και ορθές αποφάσεις. Τα πράγματα φυσικά δεν είναι τόσο απλά. Προφανώς υπάρχουν ισχυροί εξωτερικοί παράγοντες που μας εμποδίζουν να πράξουμε το σωστό, ακόμα κι αν έχουμε καλές προθέσεις. Το ποιοι είναι αυτοί αποτελεί βέβαια θέμα συζήτησης. Εν προκειμένω στο ζήτημα της δυσλειτουργίας του ελληνικού κράτους μια διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι την παρανομία, την παραβατικότητα και την γενική αδυναμία κρατικής συγκρότησης και οργάνωσης την έχουμε περίπου στο DNA μας και γι΄ αυτό το λόγο ποτέ δεν θα ξεφύγουμε από όλα αυτά τα δεινά. Είναι πολύ βολικό αυτό το υποτιθέμενο «γενετικό σφάλμα» της ελληνικής φυλής κυρίως επειδή μεταθέτει όλο το πρόβλημα σε έναν χώρο ουσιαστικά ανεξερεύνητο, σε ένα πεδίο τελικά μεταφυσικό. Βολικό είναι και το να χρεώνουμε όλες τις κακοδαιμονίες μας στο «σύστημα», καθώς και σε αύτη την περίπτωση αναφερόμαστε σε κάτι αόριστο, νεφελώδες και αφηρημένο, σε μια μηχανική κατάσταση πλήρως απρόσωπη και ρευστή.
Αυτό που μας εμποδίζει να προοδεύσουμε και να προσαρμοστούμε, όπως επιθυμούμε, στα ευρωπαϊκά πρότυπα, ίσως να είναι κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο και αντικειμενικό, που είτε το αγνοούμε είτε το υποτιμούμε: το ίδιο μας το ιστορικό παρελθόν. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η σημερινή κατάσταση δεν θα ήταν τέτοια αν οι Έλληνες δεν είχαν βιώσει ως λαός μια μακρά αλυσίδα πολύ συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων, πραγματικά δομικών και καταστατικών και όχι περιστασιακών ή επιφανειακών. Φυσικά ο λόγος δεν είναι μόνο για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, που ενοχοποιείται με την πρώτη ευκαιρία. Παρότι πολλές από τις αρνητικές πτυχές της σύγχρονης Ελλάδας, σαν αυτές που παρατέθηκαν στην αρχή του σημειώματος, μπορούν πράγματι να αναχθούν σε εκείνα τα χρόνια, το πρόβλημα έχει βαθύτερες, πιο διαχρονικές διαστάσεις. Η σύγχρονη ευρωπαϊκή σύλληψη του έθνους όχι μόνο ως πολιτιστικής κοινότητας αλλά και ως κράτους, ως μιας πολιτικά οργανωμένης δηλαδή οντότητας που συνενώνει μια ευρεία ομάδα ανθρώπων επί τη βάσει συγκεκριμένων καθολικών κανόνων (βλ. Σύνταγμα), ποτέ δεν ευνοήθηκε από τις εξελίξεις της ελληνικής ιστορίας αλλά και από την ίδια την γεωγραφική διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου. Οι Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ζούσαν πάντοτε έναν βίο κοινοτικό, τοπικό, γεωγραφικά κατακερματισμένο και σταθερά αποκεντρωτικό. Ας θυμηθούμε ότι ο φύσει τοπικός θεσμός της πόλης-κράτος ακόμα και όταν κατέρρευσε, αντικαταστάθηκε από μια παρόμοια κοινοτική και τοπική μορφή ζωής λόγω της υπαγωγής των Ελλήνων στο διοικητικά χαλαρό πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι αυτό γιατί ειδικά για τις επαρχίες της Ελλάδας οι Ρωμαίοι επέτρεψαν ένα καθεστώς ιδιότυπης τοπικής αυτοδιοίκησης και ενδιαφέρονταν κυρίως για την νομιμοφροσύνη των Ελλήνων προς τον αυτοκράτορα. Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε και στην περίοδο του Βυζαντίου, κατά την οποία, ως γνωστόν, προστατεύθηκε μεθοδικά από την αυτοκρατορική εξουσία η μικρή ιδιοκτησία και έτσι διατηρήθηκαν οι μικρές αγροτικές κοινότητες των ελλαδικών (και γενικότερα των βαλκανικών) επαρχιών και δεν αντικαταστάθηκαν, όπως έγινε στην Δύση, με μικρές ηγεμονίες φεουδαρχών, με συγκεντρωτικές δηλαδή κρατικές οντότητες. Κατά την Τουρκοκρατία, τέλος, οι τοπικές κοινότητες των Ελλήνων εξακολούθησαν να είναι οι κύριοι πυρήνες της ιστορικής τους επιβίωσης, χάρη και πάλι σε ένα ευνοϊκό πλαίσιο χαλαρής κεντρικής διοίκησης, παρόμοιο με το ρωμαϊκό.
Αυτή η πραγματικά αδιάλειπτη μορφή βίου καλλιέργησε στον ελληνικό λαό βαθείς εθισμούς, δομικά χαρακτηριστικά. Αυτά όμως, όταν ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, αγνοήθηκαν πλήρως στο όνομα του εξευρωπαϊσμού και της προόδου. Ένας λαός που είχε συνηθίσει για αιώνες να οργανώνεται και να διοικείται τοπικά από τους προύχοντες των επιμέρους κοινοτήτων του, να απονέμει δικαιοσύνη με βάση τους εθιμικούς κανόνες που προκύπτουν εμπειρικά μέσα από την κοινοτική συμβίωση, καθώς και να διαχωρίζεται εσωτερικά λόγω γεωγραφικών παραγόντων ή και πολεμικών συγκρούσεων – ένας τέτοιος λαός κλήθηκε μέσα σε μια νύχτα να προσαρμοστεί και να υπακούσει σε ένα μοντέλο οργάνωσης, αυτό του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους, που βασιζόταν στην απόλυτα συγκεντρωτική διοίκηση και στην αναγνώριση ενός καθολικού προγραμματικού νόμου, του Συντάγματος, που καταργούσε κάθε τοπικό ή ειδικό προνόμιο. Όση ιδεολογική προετοιμασία κι αν είχε γίνει από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, ήταν φύσει αδύνατον να επιτύχει αυτό το βίαιο και χονδροειδές εγχείρημα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη σοβαρή αντίδραση της ελληνικής πραγματικότητας ήρθε πολύ σύντομα: ήταν η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια το 1831 από τους τοπικούς άρχοντες της Πελοποννήσου, που δεν ένιωσαν απλώς ότι απειλούνται τα συμφέροντά τους, αλλά και ότι αμφισβητείται ένας παγιωμένος και αυτονόητος τρόπος βίου.
Πώς είμαστε βέβαιοι ότι όλες αυτές οι βαθιά ριζωμένες συνήθειες δεν καθορίζουν τις πράξεις μας μέχρι και σήμερα; Το ότι ανήκουμε στην Ευρώπη πολιτικοοικονομικά και από άποψη βιοτικού επιπέδου δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι έχουμε αφομοιώσει και την ευρωπαϊκή κουλτούρα που γέννησε αυτόν τον τρόπο ζωής. Οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής αλλάζουν γρήγορα και εύκολα, αλλά οι νοοτροπίες και οι αξίες δεν έχουν εξίσου γραμμική εξέλιξη, πολύ περισσότερο όταν έχουν μεγάλο ιστορικό βάθος. Όλα τα διασπαστικά και διαλυτικά φαινόμενα του νεοελληνικού κράτους, η πάγια αδυναμία πολιτικών και πολιτών να συντονιστούν σε μια ενιαία οργάνωση και να συναινέσουν, η επίμονη κυριαρχία των επιμέρους συμφερόντων και «σχέσεων» εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, όλα αυτά και πολλά παρόμοια δεν είναι παρά σαφείς ενδείξεις ότι αυτός ο λαός συνεχίζει να πορεύεται με τον ίδιο παραδοσιακό του κερματισμό και ότι ακόμα πιστεύει περισσότερο στο εμπειρικό φίλτρο των άμεσων κοινωνικών σχέσεων παρά σε προγραμματικές θεωρητικές αρχές, όπως είναι το Σύνταγμα και οι νόμοι. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε αναπαράγουμε καθημερινά νοοτροπίες και στάσεις ζωής που δεν έχουν καμία σχέση με το σύγχρονο και ευρωπαϊκό μας φαίνεσθαι αλλά με μια παλιότερη μορφή ζωής.
Οι προβληματισμοί αυτοί δεν είναι αναγκαστικά απαισιόδοξοι. Διέξοδος από τα προβλήματα σίγουρα υπάρχει. Αν, όμως, δεν συνειδητοποιήσουμε και κυρίως αν δεν παραδεχτούμε αυτές τις ιστορικές μας καταβολές που συνεχίζουν να μας επηρεάζουν και να μας κρατούν δέσμιους, δεν πρόκειται να προοδεύσουμε. Μόνο έτσι θα μάθουμε τι πραγματικά πρέπει να αλλάξουμε και από τι πρέπει να απαλλαγούμε. Από τη στιγμή που είμαστε προέκταση του παρελθόντος και καθοριζόμαστε από αυτό, μόνο μέσα από τη γνώση και τη μελέτη του θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε καλύτερα και τη δική μας εποχή και να προχωρήσουμε στο μέλλον.

Friday, August 21, 2009

Το Βυζάντιο, ο κ. Γαβράς και το πνευματικό φέουδο "Ελλάς"...

Ότι η Ελλάδα κατέχει πολλές παγκόσμιες πρωτοτυπίες και αποκλειστικότητες είναι γνωστό και επιβεβαιώνεται από καθημερινά παραδείγματα. Συνήθως νομίζουμε ότι αυτές οι ελληνικές ιδιαιτερότητες ευδοκιμούν σε διοικητικά, οργανωτικά, νομοθετικά ή τεχνικά ζητήματα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι τούτο συμβαίνει και ως προς τα πνευματικά και πολιτιστικά ζητήματα της χώρας μας. Είναι πολλές οι «πατέντες» που έχουμε κατοχυρώσει και σε αυτό τον τομέα, αλλά η πιο κραυγαλέα είναι η παγκόσμια αποκλειστικότητα της πολιτιστικής αυτοχειρίας και αυτοκαταστροφής. Είμαστε η μοναδική χώρα που αντί να προβάλλει την προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό και αντί να πανηγυρίζει για την αναγνώριση από άλλους λαούς αυτής της προσφοράς, αναιρεί, αμφισβητεί, αποδομεί και κατεδαφίζει η ίδια τον πολιτισμό της, δημιουργώντας ή υποδαυλίζοντας στο εσωτερικό της διχασμούς και άγονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις.

Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αμφισβητείται εμπεριστατωμένα η μέχρι πρότινος κυρίαρχη αντίληψη ότι οι Άραβες και όχι οι χριστιανοί ήταν εκείνοι που κατά τα μεσαιωνικά χρόνια διέσωσαν και διέδοσαν την αρχαία ελληνική γραμματεία στην Δυτική Ευρώπη. Η μεταλαμπάδευση της αρχαίας σοφίας στον νεότερο κόσμο ανιχνεύεται και πιστώνεται πλέον σε έναν πολύ πιο οικείο με την Ευρώπη, αλλά μέχρι τώρα παραγνωρισμένο, χώρο: στο Βυζάντιο. Πολλοί Ευρωπαίοι ιστορικοί, εγκαταλείποντας (έστω και αργά) την προκατάληψη του Διαφωτισμού ότι ο χριστιανικός Μεσαίωνας κατεδίωξε τον αρχαίο κόσμο και τον πολιτισμό του, αναγνωρίζουν πλέον ότι η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός δεν θα είχαν ποτέ προκύψει εάν στα μοναστήρια κυρίως της ελληνόφωνης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και λιγότερο σε αυτά της Δυτικής) δεν υπήρχε ένα πυκνό δίκτυο αντιγραφικών κέντρων που διέσωσε τα πολύτιμα κείμενα των συγγραφέων της αρχαιότητας. Γίνεται, επίσης, επιτέλους ευρέως αποδεκτό ότι υπήρξε καθοριστική η συμβολή δεκάδων λογίων της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι από τον 13ο αιώνα είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν κυρίως στην ιταλική χερσόνησο και οι οποίοι όχι μόνο κουβαλούσαν μαζί τους τα πολύτιμα κείμενα της αρχαιότητας, αλλά αποτελούσαν ουσιαστικά πυρήνες ελληνομάθειας και αρχαιογνωσίας σε μια Δυτική Ευρώπη που για αιώνες είχε αποκοπεί σχεδόν τελείως από την ελληνορωμαϊκή παράδοση. Αυτή η ιστοριογραφική τάση εδραιώθηκε και συστηματοποιήθηκε μάλιστα ακόμα περισσότερο χάρη στο βιβλίο του Γάλλου καθηγητή της Μεσαιωνικής Ιστορίας Συλβαίν Γκουγκενέμ «Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ: Οι ελληνικές ρίζες της Χριστιανικής Ευρώπης», το οποίο κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά και μεταφράστηκε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ολκός». Ο συγγραφέας, αναγνωρίζει μεν την προσφορά των Αράβων στην μετάφραση κυρίως του Αριστοτέλη στα λατινικά, αλλα μέσα από μια πληθώρα ιστορικών τεκμηρίων αποδεικνύει ότι η κύρια και διαρκής πηγή της αρχαίας γνώσης για την Δύτικη Ευρώπη ήταν η Ανατολική ελληνόφωνη Αυτοκρατορία (το Βυζάντιο) και τα μοναστήρια της.

Η κοινή λογική λέει ότι εφόσον οι Ευρωπαίοι άρχισαν να αναγνωρίζουν ότ το Βυζάντιο είχε μια καθοριστική συμβολή στον νεότερο δυτικό πολιτισμό, εμείς, ως οι κύριοι ιστορικοί και πολιτισμικοί απόγονοι (του Βυζαντίου), θα έπρεπε να την αναδεικνύουμε ακόμα περισσότερο και να επιχαίρουμε μάλιστα για το γεγονός ότι επιτέλους έτυχε της αντιμετώπισης που της άξιζε μετά τόσους αιώνες υποτίμησης. Κάπου εδώ, όμως, εμφανίζεται η παγκόσμια ελληνική αποκλειστικότητα του πολιτιστικού αυτοχειριασμού. Γιατί όσο συνέβαιναν στην Ευρώπη όλα αυτά, στην Ελλάδα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: ο κ. Κώστας Γαβράς στο φιλμ που δημιούργησε για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης πραγματοποιούσε την πλήρη αποδόμηση και κατεδάφιση της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας, παρουσιάζοντάς την με έναν τρόπο ισοπεδωτικό ως μια απόλυτα σκοταδιστική και θεοκρατική λαίλαπα που αφάνισε οτιδήποτε αρχαιοελληνικό. Η σκηνή του φιλμ στην οποία ορθόδοξοι ιερείς παρουσιάζονται να αφαιρούν από τον Παρθενώνα γλυπτά, πέρα από ιστορικά ανακριβής σχετικά με τις καταστροφές του μνημείου, είναι και συμβολική της έμμονης αυτοκαταστροφικής αντίληψης που κυριαρχεί στη χώρα μας ότι ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός ποτέ δεν συμβιβάστηκαν και – ακόμα χειρότερα – ότι ο χριστιανισμός μάς απέκοψε τελείως από τις αρχαίες ελληνικές καταβολές μας. Για τα δεκάδες αντιγραφικά κέντρα της βυζαντινής περιόδου, για την αδιάκοπη και σταθερή παρουσία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην εκπαίδευση του Βυζαντίου, ακόμα και για την πολύ γρήγορη κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας επί της λατινικής, κοντολογίς για την τελική σύζευξη του ελληνισμού με τον χριστιανισμό που αναγνωρίζουν πλέον ακόμα και οι Ευρωπαίοι – για όλα αυτά δεν υπήρχε ούτε ένα διαθέσιμο δευτερόλεπτο συμβολικού χρόνου σε αυτό το φιλμ του κ. Γαβρά, το οποίο είναι εγκεκριμένο μάλιστα και από το (κατ’ όνομα μόνον) Υπουργείο Πολιτισμού.

Αυτά τα πράγματα, βέβαια, ούτε τυχαίνουν με κάποιο μεταφυσικό και ανεξήγητο τρόπο ούτε είναι απροσεξίες. Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν ότι όλη αυτή η κωμικοτραγική και παρανοϊκή κατάσταση δυστυχώς οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένες επιλογές, προθέσεις και ιδέες. Ο κ. Γαβράς γνωρίζει προφανώς πολύ καλά την πραγματικότητα και έχει ακούσει σίγουρα για τις νεότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις στον χώρο της μεσαιωνικής ιστοριογραφίας – ο ίδιος άλλωστε ζει μόνιμα στην Γαλλία. Αρνείται, όμως, να τα παραδεχτεί όλα αυτά επειδή παραμένει θλιβερά αγκυλωμένος στο νεφελώδες, ασυνάρτητο και κακοφορμισμένο πλέον ιδεολόγημα της ελληνικής Αριστεράς το οποίο κατεδαφίζει αδιακρίτως (με την υποψία του κρυφοφασισμού ή του κρυφοχουντισμού) οτιδήποτε έχει σχέση με τις έννοιες του έθνους και της ιστορικής συνέχειας.

Το κύριο πρόβλημα, όμως, δεν βρίσκεται στο τι πιστεύει ο κ. Γαβράς – ακόμα και η πλάνη, άλλωστε, είναι προσωπικό δικαίωμα. Βρίσκεται στο ότι αυτό που πίστεύει ο κ. Γαβράς δεν είναι μια από τις απόψεις που κυκλοφορούν σχετικά με την ιστορία μας, αλλά η μοναδική άποψη. Η ελληνική Αριστερά, εκμεταλλευόμενη και καπηλευόμενη την ηθική της νίκη μετά τον Εμφύλιο και την καταδίωξη που υπέστη μέχρι και την Μεταπολίτευση, έχει δημιουργήσει από το 1974 και μετά στην Ελλάδα ένα από τα πιο ολοκληρωτικά και πιο παρωχημένα πνευματικά καθεστώτα στην Ευρώπη. Το πατριωτικό-μαρξιστικό-υλιστικό-διαφωτιστικό-λαοκεντρικό συνονθύλευμά της είναι η μοναδική πολιτιστική πρόταση που ακούγεται σε αυτή την χώρα και αυτή που έχει τελικά επιβληθεί de facto ως διακριτικό στοιχείο κουλτούρας και καλλιέργειας. Σε όλα τα πνευματικά ζητήματα η αριστερόστροφη εκδοχή είναι πάντοτε η κυρίαρχη, πάντοτε η πιο προοδευτική, δημοκρατική και ευρωπαϊκή, και όλες οι άλλες, αν μπορέσουν βέβαια να ακουστούν, είναι a priori συντηρητικές, επικίνδυνες και αντιδραστικές. Οι αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί» διανοούμενοι έχουν συλλάβει την πνευματική κοινότητα της Ελλάδας σαν ένα φέουδο στο οποίο ασκούν κατά βούληση εξουσία και στο οποίο όλοι είναι υποχρεωμένοι, ακόμα κι αν έχουν διαφορετική άποψη, να υπακούν ή να σέβονται τις επιταγές και τις επιθυμίες της αλάνθαστης αριστερής ελίτ, η οποία έχει προφανώς κάποιο φυσικό χάρισμα, μυστικό για τους υπόλοιπους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι αντιδράσεις για το φιλμ του κ. Γαβρά πολύ γρήγορα καταπνίγηκαν και τελικά αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή χωρίς περικοπές (στο όνομα δήθεν της ελευθερίας της έκφρασης).

Η ηγεμονία είναι ό,τι πιο ασύμβατο με τον εκ φύσεως δημοκρατικό και ανοιχτό χώρο του πνεύματος και του πολιτισμού. Κι όμως στην Ελλάδα, στη χώρα των παγκόσμιων αποκλειστικοτήτων, αυτό το ασυμβίβαστο έχει τελικά υπερκεραστεί και μια ομάδα ανθρώπων, που ξεκινά (υποτίθεται) από τις αρχές της ανοχής και της δημοκρατίας, λυμαίνεται και ιδιοποιείται τον χώρο των ιδεών που δεν ανήκει ποτέ σε κανέναν. Αυτή η ελληνική αποκλειστικότητα, όμως, είναι πολύ πιο βαριά και ανησυχητική από οποιαδήποτε άλλη, ακόμα και από την μανία αυτοκαταστροφής. Η μετατροπή της πνευματικής μας ζωής σε τσιφλίκι είναι δείκτης γενικότερης αποτελμάτωσης, συντήρησης και οπισθοδρόμησης: κοινωνικής, οικονομικής, ηθικής, παραγωγικής. Όταν οι πνευματικοί άνθρωποι ενός τόπου, αντί να παρακολουθούν, ως οφείλουν, την εποχή τους και να προσφέρουν σύγχρονα και ρεαλιστικά παραδείγματα πρόοδου, κοιτάζουν επίμονα προς τα πίσω και αυτοικανοποιούνται με τις προσωπικές τους ιδεολογικές εμμονές, δεν πρέπει να περιμένουμε πάρα πολλά από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα το οποίο συνήθως τους ακολουθεί και τους μιμείται. Ας μην απορούμε, λοιπόν, για τους νέους που με το «έτσι θέλω» καταστρέφουν τις ξένες περιουσίες ή καταπατούν το πανεπιστημιακό άσυλο. Κάποιος τους έχει εμφυσήσει αυτή την ασύδοτη νοοτροπία….

Friday, June 12, 2009

Αχρείοι πολίτες ή αχρείοι πολιτικοί;

Όλοι γνωρίζουμε από προσωπική πείρα ότι στο δημόσιο βίο της χώρας μας η προώθηση των μικροπολιτικών συμφερόντων είναι ένας υπέρτατος σκοπός που αγιάζει κάθε είδους μέσο. Τα πολιτικά κόμματα δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν οτιδήποτε νομίζουν ότι υπηρετεί τους στόχους τους ή οδηγεί ασφαλέστερα στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης, αδιαφορώντας όχι μόνο για την τυχόν παραποίηση ή την κατάχρηση του πειστηρίου που επιστρατεύουν, αλλά και για κάτι πιο πρωταρχικό: για το τι τελικά επιτρέπεται ή όχι να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Εκ των πραγμάτων θύμα αυτής της καπηλείας και της εξ αυτής αλλοτρίωσης είναι οτιδήποτε κουβαλά ένα βαθμό αυθεντίας άρα και την απαιτούμενη πειστική δύναμη. Γι’ αυτό και πολύ συχνά στον πολιτικό λόγο επιστρατεύονται ρήσεις, φράσεις ή γνωμικά μεγάλων ανδρών τα οποία με τη νοηματική βαρύτητα και πυκνότητά τους μπορούν εύκολα και γρήγορα να καταπείσουν ή και να εντυπωσιάσουν τον ακροατή, ασχέτως εάν στην πρώτη τους μορφή έχουν λεχθεί και χρησιμοποιηθεί σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από αυτές στις οποίες καλούνται να επαναλειτουργήσουν .

Αφορμή γι’ αυτές τις γενικές σκέψεις ήταν η πρόσφατη χρήση από δύο πολιτικούς διαφορετικών κομμάτων μιας φράσης από τον λεγόμενο «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη με τρόπο που πρόδιδε όχι μόνο τον πανικό τους να βρουν ένα δήθεν εντυπωσιακό επιχείρημα, αλλά – ακόμα χειρότερα – την πλήρη άγνοιά τους γύρω από τον «Επιτάφιο» και κατά συνέπεια την αδιαφορία τους για το μέτρο και τη σύνεση με τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούμε τέτοια μνημειώδη κείμενα. Οι δύο πολιτικοί άνδρες, λοιπόν, προσπαθώντας να στιγματίσουν ηθικά το φαινόμενο της μαζικής αποχής από τις πρόσφατες εκλογές και έτσι να προκαλέσουν τα ανάλογα ενοχικά σύνδρομα σε όσους δεν άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα, είχαν την φαεινή ιδέα να επικαλεστούν την πασίγνωστη άποψη που εκφράζει ο Θουκυδίδης μέσω του Περικλή στον «Επιτάφιο» (Β΄ 40) ότι όσοι δεν μετέχουν στα κοινά της πόλης δεν θεωρούνται απλώς φιλήσυχοι αλλά άχρηστοι (τον μηδέν τωνδε [ενν. των πολιτικών] μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν).

Κατ’ αρχήν η άμεση καταφυγή στον Θουκυδίδη, άρα σε μια βαριά αυθεντία, ώστε να λυθεί και να εξηγηθεί το πρόβλημα της πρόσφατης εκλογικής αποχής, λογικά θα πρέπει να εντυπωσίασε μόνο τους αφελείς και τους εύπιστους ή τους άπειρους περί τα σοφίσματα των πολιτικών. Κι αυτό γιατί η επίκληση ενός ομιλητή στην αυθεντία έρχεται κατά κανόνα είτε όταν τα υπόλοιπα μέσα πειθούς έχουν εξαντληθεί, άρα ως ένα επιστέγασμα, είτε όταν απλούστατα δεν υπάρχουν άλλα μέσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον το δεύτερο ίσχυε, καθώς όλη η υπόλοιπη επιχειρηματολογία των δύο εν λόγω πολιτικών σχετικά με το φαινόμενο της αποχής δεν ήταν παρά μια κακή αναμόχλευση της φράσης του Θουκυδίδη και τίποτα περισσότερο. Ενώ πίστεψαν, λοιπόν, ότι με το κύρος του Θουκυδίδη θα ενισχύσουν και το δικό τους, μάλλον πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο, να εκθέσουν δηλαδή την έλλειψη προσωπικής θέσης.

Το βασικότερο, όμως, πρόβλημα δεν ήταν αυτό. Ήταν η τραγική αφέλεια και επιπολαιότητά τους (αν όχι το θράσος τους) να παρουσιάσουν τη φράση του Θουκυδίδη σαν ένα ερμηνευτικό εργαλείο απόλυτα έγκυρο και απόλυτα δόκιμο για το πρόσφατο φαινόμενο της αποχής. Οι δύο πολιτικοί φάνηκαν πραγματικά να πιστεύουν ότι οι ειδικές συνθήκες για τις οποίες γράφτηκε αυτή η φράση από τον Θουκυδίδη είναι απόλυτα αντίστοιχες με τις σημερινές και ότι υπάρχει μια ευθεία αναλογία του αχρείου πολίτη των Αθηνών με αυτούς οι οποίοι την περασμένη Κυριακή απείχαν από τις ευρωεκλογές. Όσοι βέβαια γνωρίζουν λίγα έστω πράγματα γύρω από τον «Επιτάφιο» και την πολιτική ιστορία της κλασικής Αθήνας, λογικά πρέπει να έμειναν εμβρόντητοι από την έκταση και την τόλμη της αυθαιρεσίας που διακρίνει τον παραπάνω παραλληλισμό. Οι πολίτες της κλασικής Αθήνας, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Θουκυδίδης πάλι στον «Επιτάφιο» (Β΄ 37), είχαν το ιστορικά σπάνιο προνόμιο να μετέχουν ενεργά και απόλυτα ισότιμα στην διακυβέρνηση της πόλης τους, με τρόπο απόλυτα άμεσο. Όλοι μπορούσαν ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση, την οικονομική τους κατάσταση και την καταγωγή τους να συμμετάσχουν στις διοικητικές ή νομοθετικές διαδικασίες της πόλης και να εκφέρουν ελεύθερα την προσωπική τους γνώμη πάνω σε καίρια ζητήματα. Ήταν απόλυτα εύλογο, λοιπόν, να θεωρούνται από τον Θουκυδίδη ως άχρηστοι, ως παράσιτα, εκείνοι που, ενώ είχαν τέτοιου είδους δικαιώματα, ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την ιδιωτική τους ζωή και ευτυχία. Κι αυτό γιατί μέσω της αποχής τους από τη δημόσια ζωή στερούσαν στην πραγματικότητα την πόλη από ένα μικρό αλλά σημαντικό κύτταρό της και τελικά δεν χρησίμευαν στην διατήρησή της.

Αλήθεια, πόσο δίκαιος, εύστοχος και κυρίως πόσο κυριολεκτικός μπορεί να είναι αυτός ο θουκυδίδειος χαρακτηρισμός «αχρείος» για τον πολίτη που δεν ψήφισε την προηγούμενη Κυριακή, όταν είναι γνωστό τοις πάσι ότι ζει σε μια παρωχημένη και προβληματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία του δίνει ουσιαστικά το λόγο μόνο κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, στην οποία τα κέντρα αποφάσεων που καθορίζουν την καθημερινότητά του είναι απόλυτα απομακρυσμένα και ανεξέλεγκτα, και στην οποία η χρησιμότητά του ως πολίτη έγκειται ουσιαστικά στο ότι αποτελεί μια ακόμα «κεφαλή» προς φορολόγηση για το κράτος; Οι ερωτήσεις είναι προφανώς ρητορικές και δεν αντέχουν σε ιδιαίτερη συζήτηση. Οι σημερινοί απολιτίκ πολίτες όχι μόνο δεν είναι αχρείοι, όπως οι ιδιώτες της κλασικής Αθήνας, αλλά δεν μπορούν καν να είναι αχρείοι από τη στιγμή που το ίδιο το πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο ζουν τους έχει αφαιρέσει κάθε ουσιαστική χρησιμότητα λόγω της εκ των πραγμάτων ολιγαρχικής τροπής που έχει πάρει.

Οι δύο πολιτικοί που χρησιμοποίησαν τόσο αυθαίρετα και τόσο ανεύθυνα το διάσημο «τσιτάτο» του Θουκυδίδη προφανώς ενδιαφέρονται μόνο για τον εκφοβισμό και την ενοχοποίηση των πολιτών, ώστε να τους αποτρέψουν και από μελλοντικές αποχές και έτσι να μην υπάρχουν και μελλοντικά «διαφυγόντα κέρδη». Αδιαφορούν, όμως, πλήρως όχι μόνο για το μέγεθος του δεοντολογικού τους ατοπήματος να καπηλεύονται και να εκχυδαΐζουν μνημειακές φράσεις του ελληνικού λόγου για ψευδεπίγραφα μαθήματα δημοκρατικής συνείδησης, αλλά και για το γεγονός ότι κάποιοι από τους «αχρείους», όπως πιστεύουν, πολίτες έχουν αρχίσει να λειτουργούν κριτικά και αποστασιοποιημένα. Το πολιτικό σύστημα σίγουρα δεν μπορεί να αλλάξει ως δια μαγείας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μένουμε εγκλωβισμένοι σε αυτό που ήδη γνωρίζουμε ή σε αυτό που μέχρι τώρα συμβαίνει, χωρίς να το κρίνουμε ή να το αμφισβητούμε. Οι πολίτες νιώθουν αλλά και γνωρίζουν ότι πρέπει να αναζητήσουμε το καινούριο και το διαφορετικό και έχουν πλέον τον διανοητικό και μορφωτικό οπλισμό ώστε να μην χειραγωγούνται στο εξής από εκβιασμούς ή από διλήμματα που εμποδίζουν αυτή την προοδευτική πορεία, πολύ περισσότερο από ηθικολογικές κρίσεις που τελικά τους προσβάλουν και τους παρουσιάζουν ως ανόητους ή άχρηστους.

Η αποχή από τις εκλογές, συνεπώς, μπορεί κάλλιστα να ήταν όχι μια άχρηστη αλλά μια απόλυτα χρήσιμη πράξη, ώστε να ταρακουνηθεί επιτέλους το λιμνάζον και συντηρητικό πολιτικό σύστημα, μιας και δεν έχει ούτε τις δυνάμεις ούτε και τις προθέσεις να αποτελματωθεί εκ των έσω. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κάποια αμφιβολία για το ποιοι ακριβώς είναι οι πραγματικά αχρείοι της σημερινής εποχής: είναι αυτοί που συντηρούν την υπάρχουσα κατάσταση. Και την προηγούμενη Κυριακή είναι βέβαιο ότι το ένιωσαν πιο έντονα από ποτέ.

Tuesday, March 24, 2009

Μια αιρετική ματιά στην Επανάσταση του ' 21

Κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες, εθισμένοι καθώς είμαστε στο τυποποιημένο πανηγυρικό κλίμα της 25ης Μαρτίου, στις γιορτές, στις παρελάσεις, στα αφιερώματα και στις κάθε είδους και κάθε ποιότητας τιμητικές εκδηλώσεις, δεν αναλογιζόμαστε καθόλου το βαθμό της επιτυχίας της Ελληνικής Επανάστασης. Εξυμνούμε τους ήρωες, παραθέτουμε καταλόγους μαχών και ιστορικών γεγονότων, αναβιώνουμε εν ολίγοις όλη την Επανάσταση, αλλά δεν θέτουμε το τελικό ερώτημα: το αποτέλεσμα της Επανάστασης ήταν επιτυχημένο ή όχι και σε ποιο βαθμό; Και πώς μπορούμε τελικά να γνωρίζουμε αν ήταν επιτυχημένο ή όχι; Από κάποιους, βέβαια, πιθανότατα θα θεωρηθεί άκομψο και αταίριαστο να γίνει αυτή η συζήτηση τέτοιες ώρες. Με αυτό τον τρόπο, θα υποστηρίξουν, η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης αμέσως θα απομυθοποιηθεί, θα αποστειρωθεί, θα χάσει τον συναισθηματικό της χαρακτήρα και θα μετατραπεί σε μια ψυχρή ιστορική αποτίμηση. Αυτές οι ενστάσεις είναι αποδεκτές όσο αντιμετωπίζουμε τις εθνικές μας επετείους σαν ένα μνημόσυνο, σαν μια ευκαιρία γρήγορης πατριωτικής έξαρσης ή σαν ένα αμιγώς αισθητικό και φολκλόρ γεγονός – όπως συμβαίνει μέχρι τώρα. Αν, όμως, για μια στιγμή τις δούμε πιο σοβαρά, σαν μια ευκαιρία δηλαδή να κατανοήσουμε τις πραγματικές διαστάσεις και προεκτάσεις του ιστορικού γεγονότος που εορτάζουμε, θα διαπιστώσουμε πολύ γρήγορα ότι η αποτίμηση της επιτυχίας της Ελληνικής της Επανάστασης δεν είναι περιττή και άκαιρη αλλά απολύτως απαραίτητη, για δύο μάλιστα λόγους: επειδή όλη σχεδόν η μετεπαναστατική ιστορία μας εξαρτήθηκε ακριβώς από το βαθμό επιτυχίας της Επανάστασης, αλλά κυρίως επειδή πολλές πτυχές ακόμα και της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας ανάγονται σε αυτό το αποτέλεσμα της Επανάστασης.
Το να αποτιμηθεί, βέβαια, ο βαθμός επιτυχίας και το τελικό αποτέλεσμα της Ελληνικής Επανάστασης είναι ένα πολύπλοκο και σε μεγάλο βαθμό αμφιλεγόμενο και ριψοκίνδυνο εγχείρημα, αφού τίθεται αμέσως το εύλογο ερώτημα: η επιτυχία της Επανάστασης με ποια κριτήρια; Με τα κριτήρια των επαναστατημένων Ελλήνων ή των επόμενων γενεών Ελλήνων; Ή μήπως με ιστορικά κριτήρια; Για τους επαναστατημένους Έλληνες η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους παρόμοιου με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια απίστευτη και περίπου θεόσταλτη εξέλιξη, παρά τα πολλά προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν και παρά τις μάλλον αντίθετες πολιτειακές προσδοκίες τους. Για μια επανάσταση, άλλωστε, που είχε σχεδόν καταδικαστεί και ουσιαστικά σβήσει από το 1824 ως το 1827 η αιφνίδια ίδρυση ενός κράτους το 1830 δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από επιτυχία. Πέραν τούτου, αυτός ήταν εξαρχής και ο βασικός ιδεολογικός στόχος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος είχε γαλουχήσει και εκθρέψει την Ελληνική Επανάσταση: να δημιουργηθεί ένα ελληνικό εθνικό και αστικό κράτος ευρωπαϊκού τύπου.
Παρότι μετά την Επανάσταση έμεινε εκτός του ελληνικού κράτους μεγάλο μέρος του ελληνισμού το οποίο ζητούσε την ενσωμάτωσή του με τον εθνικό κορμό, και παρότι το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης ταλάνισε για δεκαετίες την Ελλάδα (με οδυνηρές τελικά συνέπειες το 1922), η Επανάσταση του 1821 ποτέ στη μετεπαναστατική Ελλάδα μέχρι και σήμερα δεν θεωρήθηκε ημιτελής άρα εν μέρει αποτυχημένη. Ήταν, είναι και θα είναι πάντα για τους Έλληνες το οριακό εκείνο ιστορικό γεγονός που τους ανέστησε και τους οδήγησε από την πολιτική και κρατική ανυπαρξία στην συγκρότηση και στην οργάνωση. Στην Επανάσταση του 1821 χρωστάμε και αποδίδουμε πάντοτε και χωρίς δεύτερη συζήτηση τη σημερινή ελευθερία μας, την δυνατότητά μας να ζούμε με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία και να εκφραζόμαστε άφοβα, όπως όλοι οι άνθρωποι σε κάθε πολιτισμένη χώρα.
Όση αλήθεια, όμως, κι αν υπάρχει στις παραπάνω απόψεις, πόσο δίκαιο και έντιμο και κυρίως πόσο επιστημονικά άρτιο είναι άραγε να αποτιμώνται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας ιστορικής εξέλιξης με βάση τα προσωπικά κριτήρια που θέτουν οι εκάστοτε αποτιμητές τους, επηρεασμένοι από τις τρέχουσες ανάγκες ή προσδοκίες τους; Η επιστήμη της ιστορίας, παρότι υπηρετείται όχι από μικρούς θεούς αλλά από κανονικούς ανθρώπους οι οποίοι αναγκαστικά επηρεάζονται και περιχωρούνται από τον στενό εμπειρικό τους ορίζοντα, μας έχει διδάξει ανάμεσα στα άλλα να αποτιμούμε και να αξιολογούμε ένα ιστορικό γεγονός, όσο είναι δυνατόν, με βάση τη σχέση του με τα αμέσως προηγούμενα ιστορικά γεγονότα και όχι με τα κριτήρια που εμείς νομίζουμε καλύτερα – η ιστορική εξέλιξη, άλλωστε, δεν είναι παρά μια ατέρμονη αλυσίδα αιτίων και αιτιατών. Αυτό, φυσικά, ισχύει και για την περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ο βαθμός επιτυχίας της δεν πρέπει να αποτιμηθεί ούτε με τα κριτήρια των επαναστατημένων Ελλήνων ούτε με τα κριτήρια των επόμενων από αυτούς γενεών, αλλά με κριτήρια αμιγώς ιστορικά. Παρότι οι επαναστάτες του 1821 ένιωσαν απίστευτη συγκίνηση που ο καθημαγμένος και ταπεινωμένος Έλληνας έφτιαξε επιτέλους το δικό του «σπίτι», και παρότι εμείς ακόμα και σήμερα τους ευγνωμονούμε που μας χάρισαν ένα κράτος για να υπάρχουμε και να ζούμε, η αντικειμενική ερώτηση που πρέπει να τεθεί πέρα και πάνω από αυτούς τους συναισθηματισμούς είναι η εξής: το αποτέλεσμα της Επανάστασης, η δημιουργία δηλαδή ενός ελληνικού εθνικού κράτους ευρωπαϊκού τύπου, πώς κρίνεται με βάση τα μέχρι τότε ιστορικά δεδομένα του Ελληνισμού;
Για όσους έχουν μια μικρή έστω ιδέα όλης της μέχρι το 1830 ελληνικής πολιτικής, πολιτειακής και πολιτιστικής ιστορίας η απάντηση σε αυτό το κρίσιμο για το κύρος της Επανάστασης ερώτημα είναι όχι μόνο αυτόματη αλλά και ταυτόχρονα πλήρως αποκαρδιωτική. Ο ελληνισμός από την αρχαιότητα μέχρι και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους είχε ορισμένα σταθερά, αναλλοίωτα και τυπικά γνωρίσματα ως προς την οργάνωση και τον τρόπο ζωής τα οποία αγνοήθηκαν και παραβλέφθηκαν πλήρως από τη λύση που δόθηκε στο ελληνικό ζήτημα με το τέλος της Επανάστασης και η οποία είχε δυστυχώς προοικονομηθεί και προετοιμαστεί από τον ίδιο τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Η υιοθέτηση από τους Έλληνες της πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης του έθνους-κράτους, όπως αυτό είχε επινοηθεί και διαμορφωθεί από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και όπως είχε εφαρμοστεί στις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Αμερική, ήταν κατ’ αρχήν πλήρως ασύμβατη και αντίθετη με τον κοινοτικό, τοπικό, κατακερματισμένο και αποκεντρωτικό τρόπο πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης στον οποίο είχαν εθιστεί για αιώνες οι Έλληνες χωρίς μάλιστα καμία απολύτως διακοπή. Στη θέση αυτού του διαιρετικού αλλά ευέλικτου τρόπου ζωής ήρθε να επιβληθεί η συγκεντρωτική οργάνωση ενός κράτους το οποίο εν μια νυκτί δεν αναγνώριζε πλέον τις τοπικές δικαιοδοσίες, το τοπικό εθιμικό δίκαιο και το κληρονομικό ή αριστοκρατικό παρελθόν μιας περιοχής, αλλά στο όνομα των αφηρημένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέτασσε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του κράτους, μιας πολύ μεγάλης δηλαδή περιοχής, σε έναν ανώτατο νόμο, στο Σύνταγμα. Η ειρωνεία φυσικά είναι ότι ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες οι τοπικές ιεραρχίες και φεουδαρχίες είχαν καθαιρεθεί προτού εφαρμοστεί αυτό το καθολικό σχέδιο, στην Ελλάδα αυτό δεν είχε γίνει ποτέ και έτσι χτίστηκε η πολιτική οργάνωση του νεοελληνικού κράτους από την αρχή πάνω σε μια βαθιά αντίφαση.
Ένα ακόμα πραγματικό ιστορικό δεδομένο που είχε αγνοηθεί πλήρως στο τέλος της Επανάστασης ήταν φυσικά ο αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Το ευρωπαϊκό πρότυπο του έθνους-κράτους που υιοθετήθηκε και επιβλήθηκε ήταν προγραμματικά πλήρως αντίθετο με μια τέτοια οργάνωση, καθώς βασιζόταν εξαρχής σε μια αυστηρή ταξική και κοινωνική οργάνωση στην οποία είχε δεσπόζοντα ρόλο η αστική τάξη, η τάξη δηλαδή των εμπόρων και των βιομηχάνων και γενικά των πλουσίων σε χρήμα, των κεφαλαιοκρατών, η οποία με τη σειρά της είχε δημιουργηθεί από τις βιομηχανικές εξελίξεις. Με δύναμη πυρός ακριβώς αυτή την οικονομική και παραγωγική ισχύ το έθνος-κράτος μπορούσε να είναι ανεξάρτητο και αυτόνομο. Παρότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και σε άλλες ευρωπαϊκές περιοχές πολλοί Έλληνες είχαν γίνει μέλη αυτής της νέας, ανερχόμενης και δυναμικής τάξης, στα όρια του αγροτικού και μεσαιωνικού (από οικονομική άποψη) νεοελληνικού κράτους δεν υπήρχαν ούτε καν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αυτής της τάξης, καθώς η βιομηχανία ήταν εντελώς άγνωστη. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν το νεοπαγές έθνος-κράτος να μην μπορεί εξαρχής να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις και να αναγκάζεται να δανείζεται ή να εισάγει τα προϊόντα τα οποία χρειαζόταν ώστε να συνεχίζει να υπάρχει ως δήθεν ευρωπαϊκό έθνος-κράτος.
Το τρίτο και ίσως πιο βαρύ ιστορικό σφάλμα που πραγματοποιήθηκε με την ίδρυση του νεοελληνικού έθνους-κράτους είχε να κάνει με την πολιτιστική ιστορία των Ελλήνων. Αυτό που αγνόησαν πλήρως τόσο οι επαναστάτες όσο και οι Διαφωτιστές ήταν ότι το ευρωπαϊκό έθνος-κράτος πέρα από μια αυστηρή πολιτική, πολιτειακή και οικονομικοκοινωνική δομή είχε και ένα εξισου αυστηρό πολιτιστικό και ιδεολογικό στίγμα, το οποίο βασιζόταν στην έννοια της ταυτότητας του έθνους. Όλα τα έθνη-κράτη έπρεπε να διαχωριστούν από όλες τις υπόλοιπες εθνότητες μέσα από την κατασκευή και την οργάνωση μιας συγκεκριμένης σειράς από εθνικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα διέκριναν οριστικά και απόλυτα τη μια εθνότητα από την άλλη. Σε αυτό, βέβαια, βοηθήθηκαν πολύ οι ευρωπαϊκοί λαοί από τη μεσαιωνική τους ιστορία και από την πρώιμη οργάνωσή τους σε φυλετικές ομάδες (π.χ. Φράγκοι, Γερμανοί κ.ά.) Οι Έλληνες λόγω της υπερβολικά κατακερματισμένης πολιτικής οργάνωσής τους ποτέ στην πολιτιστική τους ιστορία δεν διαμόρφωσαν ούτε παγίωσαν μια δέσμη ή ταυτότητα γνωρισμάτων ελληνικότητας, όπως ακριβώς την είχαν συλλάβει και διαμορφώσει οι ευρωπαϊκοί λαοί και κυρίως οι Γερμανοί. Η ελληνικότητα ήταν πάντοτε περισσότερο ένας τρόπος ζωής, μια ανοικτή και ελεύθερη φόρμα, μέσα στην οποία μπορούσαν να χωρέσουν όλοι, ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας ή γλώσσας. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι Έλληνες που ξαφνικά βρέθηκαν μέσα σε ένα έθνος-κράτος το 1830 είχαν την εθνική συνείδηση τόσο συγκεκριμένη και αυστηρή όσο την είχαν την ίδια περίοδο οι Γάλλοι ή οι Άγγλοι ή οι Ισπανοί. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, ήταν και σε αυτή την περίπτωση να επιβληθεί ένα πρωτοφανές πρωθύστερον: πρώτα δηλαδή να δημιουργηθεί το κράτος και μετά να δημιουργηθούν και τα σταθερά χαρακτηριστικά του έθνους που αποτελεί αυτό το κράτος. Το ελληνικό έθνος, βέβαια, υπήρχε, μόνο που δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει την αυτή ακριβώς τη στενή καταγωγική έννοια.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση αναίρεση ή ακύρωση της προσφοράς και του έργου της Επανάστασης του 1821. Τα ιστορικά υποκείμενα, οι άνθρωποι, έχουν πάντα ένα πεπερασμένο ορίζοντα γνώσης και εμπειρίας, ως εκ τούτου εξηγείται πλήρως από τις τρέχουσες ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες του 19ου αιώνα η επιλογή των Ελλήνων να ακολουθήσουν την ευρωπαϊκή οδό. Πέραν τούτου, αυτή η προσαρμογή στα ευρωπαϊκά πρότυπα σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν επιλογή αλλά μάλλον ένας αδήριτος ιστορικός εξαναγκασμός. Τούτα, όμως, δεν σημαίνουν ότι δεν έχουμε το ιστορικό δικαίωμα να κρίνουμε αυτή την ιστορική εξέλιξη. Όχι μόνο για να προαγάγουμε την ιστορική μας γνώση, αλλά κυρίως για να κατανοήσουμε και τη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα. Τα καθημερινά και συχνά παράπονα όλων των Νεοελλήνων ότι καταδυναστεύονται από τα συμφέροντα βουλευτών, τοπικών πολιτευτών, κάποιων λίγων συντεχνιών ή μεμονωμένων ατόμων παρότι το Σύνταγμα προβλέπει ισονομία, η διαχρονική αδυναμία του ελληνικού κράτους να οργανωθεί και να λειτουργήσει όπως όλα τα άλλα ή να παραγάγει έργο παρότι έχει θεωρητικά αυτές τις δυνατότητες, καθώς και το αντιφατικό φαινόμενο να γιορτάζουμε εθνικές επετείους και την ίδια στιγμή ελάχιστοι Έλληνες να γνωρίζουν τι ακριβώς γιορτάζουμε ή να μην έχουν ούτε μια σημαία στο σπίτι τους – όλα αυτά δεν είναι παρά ελάχιστα καθημερινά παραδείγματα της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής αντίστοιχα σχιζοφρένειας και του διχασμού τον οποίο βιώνουμε ακόμα και σήμερα, 189 χρόνια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, λόγω του ιστορικού συμβιβασμού μας να μιμηθούμε με καθαρά μεταπρατικούς όρους ένα πρότυπο ζωής, το οποίο είναι εντελώς αντίθετο και ασύμβατο με τους εθισμούς και τις παραδόσεις των Ελλήνων για αιώνες. Ήταν, λοιπόν, επόμενο μέσα σε ένα εντελώς ανοίκειο και ακατάλληλο περιβάλλον αυτές οι συνήθειες να κακοφορμίσουν και να αλλοιωθούν. Και έτσι η παλιά εμπιστοσύνη στον τοπικό άρχοντα αντικαταστάθηκε από την καχυποψία στον απομακρυσμένο και άγνωστο κρατικό λειτουργό, η τίμια και ειλικρινής συναλλαγή μέσα στα πλαίσια της παλιάς κλειστής οικονομίας μετατράπηκε σε επιδίωξη εύκολου και αθέμιτου κέρδους μέσα στο απρόσωπο πλαίσιο της ευρύτερης εθνικής οικονομίας κ.ο.κ. Αλλά εδώ αγγίζουμε τα όρια μιας ρομαντικής αναπόλησης μάλλον αστείας για τα σημερινά δεδομένα. Δυστυχώς….

Wednesday, February 18, 2009

Δαρβινισμός: επιστήμη χωριζομένη αρετής

Τον τελευταίο καιρό βρίσκεται για ακόμα μια φορά στο προσκήνιο της επικαιρότητας η περίφημη «θεωρία της εξέλιξης». Αιτία γι’ αυτό δεν είναι μόνο η συμπλήρωση διακοσίων χρόνων (1809-2009) από τη γέννηση του εισηγητή της, του Charles Darwin – γνωστότερου, ελληνιστί, και ως Δαρβίνου –, αλλά και ο γενικότερος «πόλεμος» που έχει ξεσπάσει και μαίνεται κυρίως στις Η.Π.Α. μεταξύ αφ’ ενός του επιστημονικού κόσμου, αφ’ετέρου των υποστηρικτών του λεγόμενου «ευφυούς σχεδίου». Οι επιστήμονες (οι βιολόγοι για την ακρίβεια) υποστηρίζουν ότι η θεωρία του Δαρβίνου είναι όχι μόνο σωστή ως θεωρία, αλλά και πλήρως αποδεδειγμένη. Η ασύλληπτη βιοποικιλότητα που υπάρχει στον πλανήτη μας είναι γι’ αυτούς η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι οι ζωντανοί οργανισμοί δέχονται συνεχή επίδραση από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και ότι συνεπώς εξελίσσονται και μεταβάλλονται διαρκώς, προσαρμοζόμενοι πάντοτε στις εξωτερικές ανάγκες. Αντίθετα, οι οπαδοί του «ευφυούς σχεδίου» ή, αλλιώς, «δημιουργιστές» πρεσβεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε βάση ενός πολύ συγκεκριμένου προγράμματος, μέσα στο οποίο υπήρχαν εξ αρχής και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί στη μορφή που τους γνωρίζουμε σήμερα. Γι’ αυτούς η θεωρία της εξέλιξης αποτελεί άρνηση της ύπαρξης μιας ανώτερης (προφανώς θεϊκής) βούλησης η οποία ρυθμίζει και κανονίζει την πορεία του κόσμου, και ταυτόχρονα παραδοχή ότι όλα είναι αφημένα στο έλεος ενός απρόσωπου φυσικού μηχανισμού.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερες γνώσεις Βιολογίας και Χριστιανικής Θεολογίας για να καταλάβει αφ’ ενός ότι η επιστημονική κοινότητα διαπίστωνει κάτι σχεδόν αυταπόδεικτο, αφ’ετέρου ότι οι «δημιουργιστές» μάλλον έχουν μείνει στο γράμμα παρά έχουν εισχωρήσει στο πνεύμα της Βίβλου. Είναι προφανές ότι το φαινόμενο της ζωής υπόκειται στους νόμους και στους περιορισμούς του γήινου περιβάλλοντος και ότι, κατά συνέπεια, δεν είναι στατικό, αναλλοίωτο ή υπερκόσμιο. Η ζωή διαμείβεται μέσα στο δυναμικό και αεικίνητο πλαίσιο του χωροχρόνου και είναι απόλυτα φυσιολογικό να λαμβάνει πολλές και ποικίλες μορφές. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικά ασύμβατο με την χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου ούτε και με την ακλόνητη πίστη του Χριστιανισμού ότι ο κόσμος ελέγχεται και κυβερνάται πλήρως από τη δύναμη και τη βούληση του Θεού και όχι απλώς από μια αλυσίδα αιτίων και αιτιατών. Η βιβλική περιγραφή της Γενέσως είναι προφανέστατα αλληγορική και συμβολική και η κατά γράμμα ερμηνεία της δεν μας προσφέρει καμιά ασφαλή πληροφορία για τα πραγματικά στάδια της δημιουργίας του κόσμου. Πέραν τούτου, η ίδια η παρουσία του Θεού στον κόσμο και η ένταξή του ως ανθρώπου στους βιολογικούς και φυσικούς μηχανισμούς της ζωής είναι η ανώτατη απόδειξη ότι η μεταφυσική τελεολογία μπορεί να συνυπάρχει με την φυσική αιτιοκρατία. Η ύπαρξη μιας αλυσίδας φυσικών αιτίων και αποτελεσμάτων είναι ένα γεγονός εντελώς άλλης τάξεως από την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης η οποία μπορεί να αποτελεί απλώς την αρχή όλων αυτών. Ο φυσικός κόσμος υπάρχει και λειτουργεί παράλληλα με την ανώτερη υπερφυσική δύναμη που τον έχει δημιουργήσει και του έχει δώσει την αρχική πνοή. Αυτά τα δύο δεν αλληλοαποκλείονται, όπως πιστεύουν οι «δημιουργιστές». Ο ίδιος ο Δαρβίνος άλλωστε σε ορισμένα σημεία του έργου του, τα οποία προφανώς εσκεμμένα δεν έχουν τύχει της δέουσας προσοχής, αναγνωρίζει όντας αγνωστικιστής την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης που κινεί τους μηχανισμούς της φύσης.
Στη διαμάχη, συνεπώς, που έχει ξεσπάσει, το δίκιο φαίνεται να βρίσκεται με το μέρος της «θεωρίας της εξέλιξης». Για να είναι, όμως, μια επιστημονική θεωρία αποδεκτή αρκεί άραγε να είναι ορθή αποκλειστικά και μόνο ως επιστημονική θεωρία ή μήπως πρέπει να εκπληροί και ορισμένες άλλες προϋποθέσεις που δεν εμπίπτουν στο δικό της στενό χώρο; Η επιστήμη στη νεότερη εκδοχή της, όπως δηλαδή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, έχει δημιουργήσει την αρκετά αλαζονική και εγωιστική απαίτηση να μην λογοδοτεί και να μην αξιολογείται για τίποτα άλλο εκτός από την επιστημονική της εγκυρότητα και ορθότητα. Έχει την απαίτηση να αποτελεί έναν ξεχωριστό, κλειστό κόσμο μέσα στον υπόλοιπο κόσμο ή πάνω από αυτόν. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να ισχύει. Κάθε πράξη, κάθε δήλωση, κάθε ενέργειά μας δεν εξαντλείται ποτέ στον εαυτό της, αντίθετα αποτελεί ταυτόχρονα μια στάση που παίρνουμε και μια απάντηση που δίνουμε στα θεμελιώδη υπαρξιακά, οντολογικά, κοινωνικά και ηθικά ερωτήματα που θέτει αναγκαστικά και αναπόδραστα η ίδια η πραγματικότητα και που είναι άρρηκτα συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, άρα και η επιστήμη, είναι κατά συνέπεια μια πράξη ηθικού βάρους και πολιτικής σημασίας, με την έννοια ότι προτείνει και κομίζει πάντα ένα συγκεκριμένο τρόπο του υπάρχειν μέσα στον κόσμο, μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και φιλοσοφία.
Υπό αυτό το πρίσμα η «θεωρία της εξέλιξης», η κατά τ’ άλλα ακέραιη επιστημονικά, βρίσκεται ξαφνικά προ των ευθυνών της. Ποια είναι αλήθεια η ηθική πρόταση και στάση που κομίζει; Ποιο είναι το πρότυπο κοινωνικής και ηθικής ζωής το οποίο προτείνει; Οι απαντήσεις είναι μάλλον απογοητευτικές. Διαβάζοντας κανείς στην «Καταγωγή των ειδών» του Δαρβίνου για την διαδικασία της φυσικής επιλογής, σύμφωνα με την οποία η φύση επιλέγει τον ισχυρότερο, ικανότερο και πιο ευπροσάρμοστο οργανισμό, αποκομίζει ταυτόχρονα και το ηθικό μήνυμα ότι γενικώς επιβιώνει ο ισχυρότερος και αφανίζεται ο πιο αδύναμος. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα διαρκή και αμείλικτο ανταγωνισμό επιβίωσης στον οποίο προφανώς όλα επιτρέπονται αρκεί να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εφόσον όλη η ύπαρξη στρέφεται γύρω από την επιβίωση, συμπεραίνουμε ότι γενικώς όλα κρίνονται μόνο στη διαχείριση των υλικών αγαθών και κάθε ενασχόληση με όσα ξεπερνούν αυτές τις ανάγκες είναι περιττή. Η οπτική γωνία του Δαρβίνου απέναντι στο φαινόμενο της ζωής μάς οδηγεί αναπόφευκτα σε έναν άκρατο υλισμό, σε έναν στυγνό και υπολογιστικό ατομισμό, που κατευθύνεται από τα πιο χαμηλά ένστικτα, και σε μια πλήρη αδιαφορία για τη συνύπαρξή μας με τους υπόλοιπους άρα για την ύπαρξη κοινωνίας.
Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι η «θεωρία της εξέλιξης» περιέγραψε τις διαδικασίες και τις αιτιακές σχέσεις μέσα από τις οποίες ο κόσμος έφτασε στη σημερινή του μορφή, αλλά στο ότι μέσα από αυτή την μονόπλευρα φυσιοκρατική ερμηνεία του φαινομένου της ζωής υποβάθμισε και υποβίβασε τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζωικού βασιλείου, προβάλλοντας ως μοναδικό λόγο της ύπαρξής του την επιβίωση και την αυτοσυντήρηση και αγνοώντας ταυτόχρονα την έμφυτη ηθική και κοινωνικοπολιτική διάστασή του. Οι βασικές ενστάσεις, με άλλα λόγια, κατά του δαρβινισμού δεν εγείρονται από το χώρο της θρησκείας αλλά από τον χώρο της φιλοσοφίας και πιο συγκεκριμένα της ηθικής. Η επιστήμη είναι ελεύθερη να προοδέυει και να κατακτά καινούριους τομείς της γνώσης. Ταυτόχρονα, όμως, με κάθε της βήμα παίρνει και μια θέση πάνω στα ηθικά ερωτήματα και διλήμματα που μας θέτει η ίδια η εμπλοκή μας με αυτό τον κόσμο. Όταν δεν το λαμβάνει αυτό υπ’ όψιν ή όταν οι απαντήσεις που δίνει όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα στη λύση αυτών των μεγάλων προβλημάτων αλλά την παρεμποδίζουν, όλη η γνωστική της δύναμη χάνει την αξία της και καταντά μια μορφή κουτοπονηριάς και εξυπνακισμού. Ο Πλάτων είχε προειδοποιήσει στον Μενέξενό του γι’ αυτό το ενδεχόμενο (246e): «Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία οὐ σοφία φαίνεται». Πόσο γνώριζε ο Δαρβίνος αυτή την απόλυτη ανάγκη για προαγωγή της ἀρετῆς; Μάλλον καθόλου…

Tuesday, January 20, 2009

Η χαμένη "ειωθυία αξίωσις των ονομάτων"

Ο κορυφαίος ιστορικός της αρχαιότητας Θουκυδίδης, σε ένα μνημειώδες και απαράμιλλο χωρίο του ιστορικού του έργου (στη λεγόμενη «Παθολογία του πολέμου» 3, 82 κ.ε.), αφορμώμενος από την άγρια εμφύλια διαμάχη στην Κέρκυρα (μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών) διακόπτει προσωρινά την ιστορική αφήγηση και αποπειράται να αναλύσει διεξοδικά το φαινόμενο του εμφυλίου πολέμου, αφ’ ενός αναζητώντας τα βαθύτερα αίτιά του αφ’ ετέρου ανιχνεύοντας τις κύριες εκδηλώσεις του. Η ανάλυση αυτή καταλήγει να είναι ουσιαστικά μια ευφυέστατη ανατομία και ταυτόχρονα μια τέλεια αποκάλυψη της κοινωνικής και δομικής σήψης που οδήγησε τις ελληνικές πόλεις-κράτη στον εμφύλιο σπαραγμό.
Ανάμεσα στις πολλές και εκπληκτικά καίριες παρατηρήσεις που πραγματοποιεί ο Θουκυδίδης, υπάρχει και μια κομβικής σημασίας: σύμφωνα με τον Αθηναίο ιστορικό κατά τον εμφύλιο πόλεμο κυριαρχεί μια αυθαίρετη διαστρέβλωση και αλλοίωση της καθιερωμένης σημασίας που έχουν οι λέξεις για τα πράγματα. Μέσα στη γενικότερη αναταραχή και μέσα στο ανελέητο κυνήγι του προσωπικού ή κομματικού συμφέροντος, η καθιερωμένη και κοινώς (άρα αντικειμενικά) αποδεκτή αντιστοιχία μιας λέξης με μια αξία ή μια ποιότητα (είτε αρνητική είτε θετική), η εἰωθυῖα ἀξίωσις τῶν ὀνομάτων, γίνεται εντελώς ρευστή, εύπλαστη και σχετική. Ο καθένας ορίζει αυθαίρετα και σε καθαρά ατομικό επίπεδο αυτή την αντιστοιχία και έτσι καθιερώνονται στην πραγματικότητα τόσες σημασίες για τις λέξεις όσοι είναι και οι χρήστες τους. Το κυριότερο, όμως: με αυτό τον τρόπο καθιερώνεται στην πράξη και μια νέα, καθαρά ατομιστική και σχετικιστική, ηθική και πρακτική. «Ο τολμηρός παραλογισμός» παρατηρεί ο Θουκυδίδης «θεωρήθηκε ανιδιοτελής ανδρεία˙ η προνοητική διστακτικότητα συγκαλυμμένη δειλία˙ η σωφροσύνη πρόφαση ανανδρίας˙ και η συνετή αντιμετώπιση του κάθε ζητήματος καθυστέρηση. Η αιφνίδια τρέλα υπολογίστηκε σαν ανδρεία, ενώ η περαιτέρω σκέψη για λόγους ασφάλειας θεωρήθηκε μια μορφή υπεκφυγής. Και όποιος κατηγορούσε τους άλλους ήταν πάντοτε αξιόπιστος, ενώ όποιος διαφωνούσε με αυτόν, ήταν ύποπτος».
Ακούγεται λίγο ανατριχιαστικό, αλλά εδώ και περίπου ενάμισι μήνα ζούμε στη χώρα μας την κορύφωση μιας κατάστασης εξίσου σχιζοφρενικής με αυτήν που περιγράφει ο Θουκυδίδης. Η καθιερωμένη μέχρι τώρα ποιότητα ή αξία που γνωρίζαμε (και συνεχίζουμε να γνωρίζουμε) ότι δηλώνουν κάποιες λέξεις, καταργήθηκε και αλλοιώθηκε αυθαίρετα και δικτατορικά από ορισμένους κατ’ όνομα, φυσικά, συμπολίτες μας, οι οποίοι μάλιστα προσπάθησαν να μας πείσουν ότι έχουν δίκιο στη νέα χρήση των λέξεων. Η βία π.χ. με την οποία ξέσπασαν κατά των περιουσιών των συμπολιτών τους και για την οποία έπλεξαν και ύμνους (!) έπαψε να έχει το αρνητικό και ζοφερό της περιεχόμενο και ως δια μαγείας άρχισε να σημαίνει δίκαιη οργή. Η κλοπή και το πλιάτσικο, για τα οποία θριαμβολόγησαν, άρχισαν πλέον να ισοδυναμούν με ανθρωπιστική αναδιανομή και ισοκατανομή του πλούτου. Το ένστικτο και ο φανατισμός άρχισαν να δηλώνουν τον αθώο και νεανικό αυθορμητισμό. Η μετριοπάθεια και ο σεβασμός στον συμπολίτη μετατράπηκαν σε λέξεις ισοδύναμες τουλάχιστον με την αντικοινωνικότητα και τον φιλοτομαρισμό, αν όχι με κάτι χειρότερο. Ο νόμος, από μια λέξη που δηλώνει τον προστατευτικό από τις κοινωνικές αδικίες κανόνα, αίφνης μετατράπηκε σε μια λέξη που δηλώνει την αδικία και την εκμετάλλευση. Το άσυλο, ενώ όλοι γνωρίζαμε μέχρι τώρα ότι αποτελεί ένα καθεστώς προστασίας όλων όσοι θέλουν να εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους, τώρα παρουσιάστηκε από ορισμένους σαν το καθεστώς μέσα στο οποίο «δίκιο έχει μόνο ο καταληψίας». Ο ακραίος και ωμός φασισμός, του τύπου «αποφασίζουμε και διατάζουμε να σπάσουμε μαγαζιά και τράπεζες», προβλήθηκε σαν εκδήλωση αυθεντικού δημοκρατικού φρονήματος και σαν γνήσια έκφραση του λαϊκού και κοινού αισθήματος (χωρίς, φυσικά, να έχουν ερωτηθεί προηγουμένως ο λαός και η κοινή γνώμη για το αν συμφωνούν με αυτές τις ενέργειες).
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ευτυχώς δεν υπάρχει πλήρης ή κυριολεκτική ταύτιση με τον εμφύλιο που περιγράφει ο Θουκυδίδης, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι πρόσφατες συμπλοκές πήραν σχεδόν πολεμικές διαστάσεις. Αλήθεια, όμως, τούτη η ανικανότητά μας να συνεννοηθούμε πλέον, παρότι χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις, δεν είναι και αυτή μια μορφή εμφυλίου πολέμου, διχόνοιας και εσωτερικής αποσύνθεσης και διάλυσης; Οι σημασίες των λέξεων που χρησιμοποιούμε δεν έχουν μόνο γλωσσολογική σημασία, αλλά πρωτίστως πρακτική και καθημερινή: είναι η βάση και το θεμέλιο των πράξεών μας, εφόσον κάθε μας πράξη είναι έλλογη και κατευθύνεται από τις σκέψεις μας. Όταν αποδομούνται, ξηλώνονται και καθαιρούνται αυτές οι κοινές αρχές και παραδοχές πάνω στις οποίες βασίζεται η συμβίωσή μας (ασχέτως αν περιέχουν πολλά μειονεκτήματα ή λάθη, όπως άλλωστε και κάθε σύμβαση), οδηγούμαστε σε μια ασύνδετη, άμορφη, χαοτική και εντέλει άναρχη μορφή ζωής, χωρίς ίχνος συναντίληψης και αλληλεγγύης˙ σε μια μορφή ζωής όπου το άτομο και η ατομική αντίληψη του κόσμου κυριαρχούν απόλυτα και αποκλείουν κάθε γέφυρα συνεννόησης και κάθε προσπάθεια θέσπισης κοινών κωδίκων επικοινωνίας˙ κοντολογίς, σε μια μορφή ζωής πολεμική και διαλυτική.
Τα βαθύτερα αίτια αυτής της γλωσσικής, εννοιολογικής και εντέλει κοινωνικής αποδόμησης ο Θουκυδίδης, επηρεασμένος προφανέστατα από την ανθρωπολογική επανάσταση της σοφιστικής σκέψης του ύστερου 5ου αι. π.Χ., τα ανιχνεύει στην αιώνια και απαράλλακτη φύση του ανθρώπου, ο οποίος κοίταζε, κοιτάζει και θα κοιτάζει πάντα το προσωπικό του συμφέρον. Είναι σίγουρα εύστοχη αυτή η ερμηνεία, αλλά ταυτόχρονα μας αποπροσανατολίζει και μας απομακρύνει από μια σωρεία άλλων, λιγότερο αφηρημένων και πολύ πιο συγκεκριμένων, πραγματικών και «ιστορικών» παραγόντων που οδηγούν σε αυτά τα ακραία φαινόμενα. Στην περίπτωση π.χ. των πρόσφατων εκτρόπων στη χώρα μας μόνο τέτοιες μεταφυσικές και ανθρωπολογικές εξηγήσεις δεν χωράνε. Η σημερινή απόλυτη απουσία κοινωνικής συνοχής και η αίσθηση ξεθεμελιώματος και αποδόμησης κάθε παλιάς κοινής αξίας δεν είναι παρά τα αποκρυσταλλωμένα αποτελέσματα της αιφνίδιας, αλόγιστης και απρογραμμάτιστης «ενσωμάτωσης» όλων σχεδόν των Νεοελλήνων σε μια πλαδαρή, απροσδιόριστη και ασπόνδυλη μικρομεσαία τάξη, στοιβαγμένη στα σύγχρονα θλιβερά ελληνικά αστικά κέντρα, της οποίας οι βασικές αρχές ήταν η ατομική ευημερία και η κοινωνική και οικονομική ανέλιξη εις βάρος όλων των άλλων. Από την απόκτηση ενός διαμερίσματος και ενός αυτοκινήτου μέχρι την κατάληψη μιας θέσης στο Δημόσιο και το χτίσιμο ενός παράνομου εξοχικού κοντά στη θάλασσα, το ατομικό συμφέρον υπήρξε σταθερά η κυρίαρχη ιδεολογία και το βασικό όραμα όλων μας, παράλληλα με μια διάχυτη και διαρκή καχυποψία τόσο για τους συμπολίτες μας όσο και για το κράτος και τους νόμους. Σε μια κοινωνία τόσο διαχρονικά ατομιστική και ανταγωνιστική, όπου ο καθένας δηλώνει ό,τι θέλει και είναι ό,τι δηλώνει χωρίς μάλιστα να το αποδεικνύει, είναι, άραγε, τόσο παράξενο το γεγονός ότι τελικά έχουν αλλοιωθεί οι σημασίες των λέξεων και έτσι αυτός που καταστρέφει αδιάκριτα απαιτεί αυθαίρετα να θεωρείται κοινωνικός ήρωας; Μάλλον πρόκειται για μια σχεδόν νομοτελειακή εξέλιξη.
Ο Θουκυδίδης άφησε «κτῆμα ἐς αἰεὶ» το έργο του, παρακαταθήκη δηλαδή για όλες τις επόμενες γενιές. Θα ήθελε συνεπώς να τον έχουν συμβουλευτεί και να έχουν διδαχθεί από το έργο του. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να έχουν εξασφαλιστεί άλλα, στοιχειωδέστερα αγαθά. Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, τι εννοούμε με την κάθε λέξη, προτού γίνει εντελώς ακατανόητος ακόμα και ο Θουκυδίδης….