Tuesday, January 20, 2009

Η χαμένη "ειωθυία αξίωσις των ονομάτων"

Ο κορυφαίος ιστορικός της αρχαιότητας Θουκυδίδης, σε ένα μνημειώδες και απαράμιλλο χωρίο του ιστορικού του έργου (στη λεγόμενη «Παθολογία του πολέμου» 3, 82 κ.ε.), αφορμώμενος από την άγρια εμφύλια διαμάχη στην Κέρκυρα (μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών) διακόπτει προσωρινά την ιστορική αφήγηση και αποπειράται να αναλύσει διεξοδικά το φαινόμενο του εμφυλίου πολέμου, αφ’ ενός αναζητώντας τα βαθύτερα αίτιά του αφ’ ετέρου ανιχνεύοντας τις κύριες εκδηλώσεις του. Η ανάλυση αυτή καταλήγει να είναι ουσιαστικά μια ευφυέστατη ανατομία και ταυτόχρονα μια τέλεια αποκάλυψη της κοινωνικής και δομικής σήψης που οδήγησε τις ελληνικές πόλεις-κράτη στον εμφύλιο σπαραγμό.
Ανάμεσα στις πολλές και εκπληκτικά καίριες παρατηρήσεις που πραγματοποιεί ο Θουκυδίδης, υπάρχει και μια κομβικής σημασίας: σύμφωνα με τον Αθηναίο ιστορικό κατά τον εμφύλιο πόλεμο κυριαρχεί μια αυθαίρετη διαστρέβλωση και αλλοίωση της καθιερωμένης σημασίας που έχουν οι λέξεις για τα πράγματα. Μέσα στη γενικότερη αναταραχή και μέσα στο ανελέητο κυνήγι του προσωπικού ή κομματικού συμφέροντος, η καθιερωμένη και κοινώς (άρα αντικειμενικά) αποδεκτή αντιστοιχία μιας λέξης με μια αξία ή μια ποιότητα (είτε αρνητική είτε θετική), η εἰωθυῖα ἀξίωσις τῶν ὀνομάτων, γίνεται εντελώς ρευστή, εύπλαστη και σχετική. Ο καθένας ορίζει αυθαίρετα και σε καθαρά ατομικό επίπεδο αυτή την αντιστοιχία και έτσι καθιερώνονται στην πραγματικότητα τόσες σημασίες για τις λέξεις όσοι είναι και οι χρήστες τους. Το κυριότερο, όμως: με αυτό τον τρόπο καθιερώνεται στην πράξη και μια νέα, καθαρά ατομιστική και σχετικιστική, ηθική και πρακτική. «Ο τολμηρός παραλογισμός» παρατηρεί ο Θουκυδίδης «θεωρήθηκε ανιδιοτελής ανδρεία˙ η προνοητική διστακτικότητα συγκαλυμμένη δειλία˙ η σωφροσύνη πρόφαση ανανδρίας˙ και η συνετή αντιμετώπιση του κάθε ζητήματος καθυστέρηση. Η αιφνίδια τρέλα υπολογίστηκε σαν ανδρεία, ενώ η περαιτέρω σκέψη για λόγους ασφάλειας θεωρήθηκε μια μορφή υπεκφυγής. Και όποιος κατηγορούσε τους άλλους ήταν πάντοτε αξιόπιστος, ενώ όποιος διαφωνούσε με αυτόν, ήταν ύποπτος».
Ακούγεται λίγο ανατριχιαστικό, αλλά εδώ και περίπου ενάμισι μήνα ζούμε στη χώρα μας την κορύφωση μιας κατάστασης εξίσου σχιζοφρενικής με αυτήν που περιγράφει ο Θουκυδίδης. Η καθιερωμένη μέχρι τώρα ποιότητα ή αξία που γνωρίζαμε (και συνεχίζουμε να γνωρίζουμε) ότι δηλώνουν κάποιες λέξεις, καταργήθηκε και αλλοιώθηκε αυθαίρετα και δικτατορικά από ορισμένους κατ’ όνομα, φυσικά, συμπολίτες μας, οι οποίοι μάλιστα προσπάθησαν να μας πείσουν ότι έχουν δίκιο στη νέα χρήση των λέξεων. Η βία π.χ. με την οποία ξέσπασαν κατά των περιουσιών των συμπολιτών τους και για την οποία έπλεξαν και ύμνους (!) έπαψε να έχει το αρνητικό και ζοφερό της περιεχόμενο και ως δια μαγείας άρχισε να σημαίνει δίκαιη οργή. Η κλοπή και το πλιάτσικο, για τα οποία θριαμβολόγησαν, άρχισαν πλέον να ισοδυναμούν με ανθρωπιστική αναδιανομή και ισοκατανομή του πλούτου. Το ένστικτο και ο φανατισμός άρχισαν να δηλώνουν τον αθώο και νεανικό αυθορμητισμό. Η μετριοπάθεια και ο σεβασμός στον συμπολίτη μετατράπηκαν σε λέξεις ισοδύναμες τουλάχιστον με την αντικοινωνικότητα και τον φιλοτομαρισμό, αν όχι με κάτι χειρότερο. Ο νόμος, από μια λέξη που δηλώνει τον προστατευτικό από τις κοινωνικές αδικίες κανόνα, αίφνης μετατράπηκε σε μια λέξη που δηλώνει την αδικία και την εκμετάλλευση. Το άσυλο, ενώ όλοι γνωρίζαμε μέχρι τώρα ότι αποτελεί ένα καθεστώς προστασίας όλων όσοι θέλουν να εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους, τώρα παρουσιάστηκε από ορισμένους σαν το καθεστώς μέσα στο οποίο «δίκιο έχει μόνο ο καταληψίας». Ο ακραίος και ωμός φασισμός, του τύπου «αποφασίζουμε και διατάζουμε να σπάσουμε μαγαζιά και τράπεζες», προβλήθηκε σαν εκδήλωση αυθεντικού δημοκρατικού φρονήματος και σαν γνήσια έκφραση του λαϊκού και κοινού αισθήματος (χωρίς, φυσικά, να έχουν ερωτηθεί προηγουμένως ο λαός και η κοινή γνώμη για το αν συμφωνούν με αυτές τις ενέργειες).
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ευτυχώς δεν υπάρχει πλήρης ή κυριολεκτική ταύτιση με τον εμφύλιο που περιγράφει ο Θουκυδίδης, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι πρόσφατες συμπλοκές πήραν σχεδόν πολεμικές διαστάσεις. Αλήθεια, όμως, τούτη η ανικανότητά μας να συνεννοηθούμε πλέον, παρότι χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις, δεν είναι και αυτή μια μορφή εμφυλίου πολέμου, διχόνοιας και εσωτερικής αποσύνθεσης και διάλυσης; Οι σημασίες των λέξεων που χρησιμοποιούμε δεν έχουν μόνο γλωσσολογική σημασία, αλλά πρωτίστως πρακτική και καθημερινή: είναι η βάση και το θεμέλιο των πράξεών μας, εφόσον κάθε μας πράξη είναι έλλογη και κατευθύνεται από τις σκέψεις μας. Όταν αποδομούνται, ξηλώνονται και καθαιρούνται αυτές οι κοινές αρχές και παραδοχές πάνω στις οποίες βασίζεται η συμβίωσή μας (ασχέτως αν περιέχουν πολλά μειονεκτήματα ή λάθη, όπως άλλωστε και κάθε σύμβαση), οδηγούμαστε σε μια ασύνδετη, άμορφη, χαοτική και εντέλει άναρχη μορφή ζωής, χωρίς ίχνος συναντίληψης και αλληλεγγύης˙ σε μια μορφή ζωής όπου το άτομο και η ατομική αντίληψη του κόσμου κυριαρχούν απόλυτα και αποκλείουν κάθε γέφυρα συνεννόησης και κάθε προσπάθεια θέσπισης κοινών κωδίκων επικοινωνίας˙ κοντολογίς, σε μια μορφή ζωής πολεμική και διαλυτική.
Τα βαθύτερα αίτια αυτής της γλωσσικής, εννοιολογικής και εντέλει κοινωνικής αποδόμησης ο Θουκυδίδης, επηρεασμένος προφανέστατα από την ανθρωπολογική επανάσταση της σοφιστικής σκέψης του ύστερου 5ου αι. π.Χ., τα ανιχνεύει στην αιώνια και απαράλλακτη φύση του ανθρώπου, ο οποίος κοίταζε, κοιτάζει και θα κοιτάζει πάντα το προσωπικό του συμφέρον. Είναι σίγουρα εύστοχη αυτή η ερμηνεία, αλλά ταυτόχρονα μας αποπροσανατολίζει και μας απομακρύνει από μια σωρεία άλλων, λιγότερο αφηρημένων και πολύ πιο συγκεκριμένων, πραγματικών και «ιστορικών» παραγόντων που οδηγούν σε αυτά τα ακραία φαινόμενα. Στην περίπτωση π.χ. των πρόσφατων εκτρόπων στη χώρα μας μόνο τέτοιες μεταφυσικές και ανθρωπολογικές εξηγήσεις δεν χωράνε. Η σημερινή απόλυτη απουσία κοινωνικής συνοχής και η αίσθηση ξεθεμελιώματος και αποδόμησης κάθε παλιάς κοινής αξίας δεν είναι παρά τα αποκρυσταλλωμένα αποτελέσματα της αιφνίδιας, αλόγιστης και απρογραμμάτιστης «ενσωμάτωσης» όλων σχεδόν των Νεοελλήνων σε μια πλαδαρή, απροσδιόριστη και ασπόνδυλη μικρομεσαία τάξη, στοιβαγμένη στα σύγχρονα θλιβερά ελληνικά αστικά κέντρα, της οποίας οι βασικές αρχές ήταν η ατομική ευημερία και η κοινωνική και οικονομική ανέλιξη εις βάρος όλων των άλλων. Από την απόκτηση ενός διαμερίσματος και ενός αυτοκινήτου μέχρι την κατάληψη μιας θέσης στο Δημόσιο και το χτίσιμο ενός παράνομου εξοχικού κοντά στη θάλασσα, το ατομικό συμφέρον υπήρξε σταθερά η κυρίαρχη ιδεολογία και το βασικό όραμα όλων μας, παράλληλα με μια διάχυτη και διαρκή καχυποψία τόσο για τους συμπολίτες μας όσο και για το κράτος και τους νόμους. Σε μια κοινωνία τόσο διαχρονικά ατομιστική και ανταγωνιστική, όπου ο καθένας δηλώνει ό,τι θέλει και είναι ό,τι δηλώνει χωρίς μάλιστα να το αποδεικνύει, είναι, άραγε, τόσο παράξενο το γεγονός ότι τελικά έχουν αλλοιωθεί οι σημασίες των λέξεων και έτσι αυτός που καταστρέφει αδιάκριτα απαιτεί αυθαίρετα να θεωρείται κοινωνικός ήρωας; Μάλλον πρόκειται για μια σχεδόν νομοτελειακή εξέλιξη.
Ο Θουκυδίδης άφησε «κτῆμα ἐς αἰεὶ» το έργο του, παρακαταθήκη δηλαδή για όλες τις επόμενες γενιές. Θα ήθελε συνεπώς να τον έχουν συμβουλευτεί και να έχουν διδαχθεί από το έργο του. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει πρώτα να έχουν εξασφαλιστεί άλλα, στοιχειωδέστερα αγαθά. Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, τι εννοούμε με την κάθε λέξη, προτού γίνει εντελώς ακατανόητος ακόμα και ο Θουκυδίδης….