Thursday, April 19, 2007

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (ΚΑΙ) ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Σε προηγούμενο σημείωμα αναφερθήκαμε ακροθιγώς στη συνεισφορά του Χριστιανισμού στο νεότερο δυτικό πολιτισμό, τονίζοντας ότι υπήρξε ουσιαστικά ο δεύτερος μετά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα σημαντικότερος πυλώνας πάνω στον οποίο χτίστηκε το νεότερο πολιτισμικό οικοδόμημα της Δύσης. Αυτή η παραδοχή, ωστόσο, δεν είναι διόλου αυτονόητη στη σημερινή εποχή. Η δυτική πνευματική κοινότητα, ενώ αναγνωρίζει σχετικά εύκολα στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα αρκετές από τις καταβολές της και τις ρίζες της, δυσκολεύεται με χαρακτηριστικό τρόπο να πιστώσει στο Χριστιανισμό κάποια από τα σημερινά της γνωρίσματα. Η χριστιανική θρησκεία, παρότι είναι ένα στοιχείο που ακόμα και σήμερα συνέχει την Ευρώπη, δεν αντιμετωπίζεται ως ένα κοινό σημείο αναφοράς του δυτικού κόσμου. Αυτή η μονόπλευρη αντιμετώπιση των ριζών του δυτικού πολιτισμού δεν οφείλεται μόνο στην εξιδανικευμένη προβολή και επάνοδο της αρχαιότητας στα νεότερα χρόνια και στη «σπίλωση» του χριστιανικού Μεσαίωνα από την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό, αλλά και στην ευρύτερη στάση που έχει υιοθετήσει ο νεότερος δυτικός κόσμος απέναντι στο φαινόμενο της θρησκείας και κυρίως απέναντι στο ρόλο που αυτό διαδραματίζει ή που πρέπει να διαδραματίζει στην πολιτισμική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Στην πραγματικότητα η ίδια η φύση της νεωτερικότητας οδηγεί σε μια de facto υποτίμηση της θρησκείας ως ενός πολιτισμικού φαινομένου. Ο νεότερος πολιτισμός είναι χαρακτηριστικά κοσμικός, ανθρωποκεντρικός (ας προσθέσουμε: ατομοκεντρικός) και υλιστικός. Οι πνευματικές δραστηριότητες και ανησυχίες του νεωτερικού ανθρώπου, όταν δεν εξαλείφονται, παραμένουν στραμμένες προς τον αισθητό κόσμο. Αλλά και όταν έχουν κάποια μεταφυσική στόχευση, παραμένουν αυστηρά στο ατομικό επίπεδο, θεωρούνται μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Με αυτό τον τρόπο η θρησκεία γίνεται ουσιαστικά μια σκέτη πίστη, ένα προσωπικά επιλεγμένο σύστημα μεταφυσικών πεποιθήσεων που δεν ξεπερνά τα όρια του ατόμου και δεν έχει αλληλεπίδραση με την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό της καθημερινότητας. Είναι μια ατομική, υπαρξιακή ανησυχία που δεν μετασχηματίζεται απαραίτητα σε ένα πολιτισμικό ρεύμα ή σε μια κοινότητα ή ομάδα θρησκευτική. Η σχέση συνεπώς της θρησκείας με το πολιτισμικό γίγνεσθαι και με την εξέλιξη του κόσμου αποκόπτεται. Η θρησκεία περιορίζεται στα δικά της χωράφια, τα μεταφυσικά και υπερβατολογικά, και δεν γίνεται ένας παράγοντας πολιτισμικής και κοινωνικής διαμόρφωσης. Είναι περιττό βέβαια να αναφέρουμε ότι η νεωτερικότητα οφείλει αυτή την ατομοκεντρική αντιμετώπιση της θρησκείας στον Προτεσταντισμό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι η αστική νεωτερική ζωή γεννήθηκε και εδραιώθηκε ως πρότυπο κυρίως στις χώρες με την προτεσταντική παράδοση (Αγγλία, Γερμανία) και όχι τόσο στις ρωμαιοκαθολικές και πολύ περισσότερο στις ορθόδοξες. Ο Max Weber άλλωστε ήταν ο πρώτος που διέγνωσε τις βαθύτερες σχέσεις του Προτεσταντισμού με τη νεωτερικότητα.
Αυτή η προτεσταντικής προέλευσης θεώρηση της θρησκείας έχει διαδοθεί ακόμα και στις χώρες που δεν είναι προτεσταντικές και που έχουν μια πλήρως αντίθετη παράδοση, όπως η Ελλάδα. Το επίμονο π.χ. εδώ και χρόνια αίτημα για διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος εδράζεται ουσιαστικά σε μια ερμηνεία της θρησκείας ως μιας αποκλειστικά ατομικής εκδήλωσης, χωρίς ευρύτερες, κοινωνικές ή πολιτισμικές, παραμέτρους. Η εξέλιξη της κοσμικής ζωής στο μοντέρνο αστικό κράτος δεν περιλαμβάνει ως ενεργό της παράγοντα τη θρησκεία, η οποία γίνεται πλέον ατομική υπόθεση του κάθε πολίτη ξεχωριστά. Η πιο απτή εκδήλωση αυτής της αντιμετώπισης της θρησκείας είναι η απάντηση που παίρνουμε όταν ρωτάμε κάποιον γιατί δεν εκκλησιάζεται: «Μη σε ενδιαφέρει, είναι ατομική μου υπόθεση, έχω τη θρησκεία μέσα μου». Σε αυτό το σημείο ο απομονωτισμός της θρησκείας από την κοσμική καθημερινότητα παίρνει την πιο εκλαϊκευμένη μορφή του.
Αυτή η αντιμετώπιση, όμως, της θρησκείας από το νεότερο δυτικό κόσμο ως ενός ατομικού χαρακτηριστικού, ως ενός αυστηρά προσωπικού δεδομένου, είναι ορθή και βάσιμη; Προφανώς όχι. Κάθε θρησκεία δεν είναι μόνο δόγμα και πίστη, δεν είναι μόνο μια αμιγώς ατομική πνευματική διαδικασία, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένα σύνθετο πολιτιστικό φαινόμενο, μια ανθρώπινη εκδήλωση που πραγματώνεται μέσα στον κόσμο και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική, πολιτισμική ακόμα και οικονομική εξέλιξή του. Είναι εντελώς άτοπο και ανεδαφικό να υποστηρίζει κανείς ότι οι άνθρωποι απλά πιστεύουν σε ένα Θεό χωρίς αυτή η πίστη τους να επηρεάζει σε κάποιο βαθμό την καθημερινή τους ζωή, τον πολιτισμό και την κουλτούρα τους. Όση πνευματικότητα κι αν περιέχει η θρησκεία έχει ταυτόχρονα και το κοσμικό και εμπράγματο σκέλος της.
Στην περίπτωση του Χριστιανισμού όλα αυτά ισχύουν σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από κάθε άλλη θρησκεία. Η χριστιανική θρησκεία, στην ορθόδοξη προπάντων εκδοχή της, κρατά μια ακριβέστατη ισορροπία ανάμεσα στην πίστη, το δόγμα και τη θεωρία από τη μία πλευρά, και στην πράξη και την εφαρμογή από την άλλη πλευρά. Ο Χριστιανισμός, παρότι έχει ανοιχτά κατηγορηθεί ως μια θρησκεία ολοκληρωτικά πνευματική, αναχωρητική και απόκοσμη, έχει στην πραγματικότητα την ίδια στιγμή και ένα χαρακτήρα έντονα βιωματικό, πρακτικό και «ακτιβιστικό». Ο Λόγος του Θεού δεν είναι για το Χριστιανισμό ένας ξύλινος, ανεφάρμοστος και αφ’ εαυτού νόμος, αλλά μια επιταγή που απαιτεί έμπρακτη και εγκόσμια εκπλήρωση. Η κοινωνία, η καθημερινή ζωή, όλες οι εκφάνσεις του εγκόσμιου βίου των ανθρώπων είναι για το Χριστιανισμό το πεδίο στο οποίο υποχρεωτικά πρέπει να εφαρμοστούν οι θείες εντολές ώστε να επέλθει εν τέλει η κατάκτηση της Βασιλείας των Ουρανών.
Ο Χριστιανισμός συνεπώς είναι μια θρησκεία που κατεξοχήν συμμετέχει στον πολιτισμό και διαμορφώνει τον πολιτισμό. Είναι μια γενεσιουργός δυναμη εξέλιξης και αναπροσαρμογής όλων σχεδόν των πλευρών του ανθρώπινου πολιτισμού, από την οικογένεια και την εργασία μέχρι την εκπαίδευση και την επιστήμη. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως θρησκεία, αλλά και ως πολιτισμικό φαινόμενο. Όχι μόνο ως μια ατομική μεταφυσική ανησυχία, αλλά ως μία συλλογική επιλογή κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης. Ο Χριστιανισμός άλλωστε είναι πάνω από όλα «κοινωνία» – με την αρχαία έννοια της λέξης – και η λέξη Εκκλησία δηλώνει εξίσου ότι οι πιστοί του Χριστού συνιστούν ταυτόχρονα μια οργανωμένη εγκόσμια εκδήλωση.
Εδώ βέβαια επιστρέφουμε αβίαστα στο σημείο περίπου απ’ όπου ξεκινήσαμε. Όλα αυτά σημαίνουν όχι μόνο ότι ο Χριστιανισμός δεν είχε ισχνή συνεισφορά στον δυτικό πολιτισμό, αλλά ότι υπήρξε μια δυναμική συνιστώσα της εξέλιξής του με καθοριστική σε πολλά σημεία επιρροή. Μέσα από το πρακτικό μέρος του Χριστιανισμού επιχειρήθηκε – αν δεν κατορθώθηκε πλήρως ή αμέσως – η εφαρμογή επαναστατικών αντιλήψεων και ιδεών. Η παραδοσιακά κατώτερη θέση της γυναίκας ήρθε έμπρακτα πλέον σε αμφισβήτηση μέσα από τα χριστιανικά διδάγματα. Το ίδιο ίσχυσε για πολλές ακόμα διακρίσεις (φυλετικές, γλωσσικές, κοινωνικές, ταξικές). Οι πολυκατηγορημένοι, ακόμα, χριστιανοί ηγεμόνες του Μεσαίωνα (και εννοούμε κυρίως τους Βυζαντινούς), μέσα από τον καταδικαστέο σήμερα εναγκαλισμό τους με τη θρησκεία και την Εκκλησία, έκαναν τελικά και κάτι καλό. Η νομοθεσία τους άρχισε με αυτό τον τρόπο να προσαρμόζεται σταδιακά στις χριστιανικές επιταγές ή έστω να επηρεάζεται από το ανθρωπιστικό πνεύμα της απόλυτης και απροϋπόθετης χριστιανικής αγάπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα βέβαια ήταν το νομοθετικό έργο «Εκλογή» του Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου το οποίο, επηρεασμένο σαφέστατα από τις χριστιανικές αρχές, επιδιώξε μια «διόρθωσιν επί το φιλανθρωπότερον», προσφέροντας έτσι πρωτοφανή προστασία σε κοινωνικές ομάδες που μέχρι τότε ανήκαν στο περιθώριο. Πολλά, εξάλλου, από τα ακριβοθώρητα κεκτημένα του νεότερου κόσμου στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ατομικής αξιοπρέπειας δεν θα ήταν εφικτά αν δεν είχε προλειανθεί από τον χριστιανικό Μεσαίωνα το πολιτισμικό, κοινωνικό και νομοθετικό έδαφος. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, όλα αυτά βέβαια δε σημαίνουν ότι στο Μεσαίωνα ο κόσμος ήταν ιδανικός. Για πρώτη, όμως, φόρα τέθηκαν τότε στο επίπεδο της θεωρίας αλλά και στο θεσμικό επίπεδο της νομοθεσίας και της εξουσίας ορισμένες πραγματικά ανθρωπιστικές αρχές, που ποτέ μέχρι τότε, ακόμα και στα λαμπρά χρόνια της αρχαιότητας, δεν είχε αποτολμηθεί σχεδόν ούτε καν να διατυπωθούν.
Εάν ο δυτικός κόσμος παραδεχόταν κάποια στιγμή ότι ως προς ένα μεγάλο μέρος του είναι ουσιαστικά και κατά βάθος χριστιανικός, θα προχωρούσε στην πραγματικότητα σε μια κίνηση αυτοχειριασμού. Κι αυτό γιατί με αυτό τον τρόπο θα αναγνώριζε ότι το στοιχείο απέναντι στο οποίο κατεξοχήν αντιτάχθηκε και εξεγέρθηκε, δηλαδή η χριστιανική θρησκεία, έχει ένα βαθύτερο δομικό ρόλο μέσα σε αυτόν. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή η αυτοκαταστροφική παραδοχή θα αποκαθιστούσε το χαμένο αυτοσεβασμό και τη χαμένη αυτογνωσία του, θα ήταν δηλαδή προς όφελός του. Η πολιτισμική συνείδηση που έχει χτιστεί από τη δυτική νεωτερικότητα οφείλει να γίνει πιο ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της και να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στο παρελθόν της. Η πραγματική ταυτότητα του δυτικού κόσμου δεν είναι μόνο αυτή που γνωρίζουμε, η εκκοσμικευμένη και αποχριστιανοποιημένη. Και όσο περνάει ο καιρός όλα δείχνουν ότι ο χριστιανικός χαρακτήρας της Ευρώπης θα γίνεται όλο και περισσότερο το κυρίαρχο διακριτικό της στοιχείο απέναντι στον κόσμο της Ανατολής, η βασική ειδοποιός πολιτισμική της διαφορά. Ας δούμε λοιπόν επιτέλους τον εαυτό μας στον καθρέφτη όπως πραγματικά είναι και όχι όπως οι νεωτερικές μας εμμονές μάς έχουν μάθει να τον βλέπουμε….

No comments: